Είναι γνωστό πως στη χώρα μας, μπορεί κανείς να βρει σε μια παρέα δέκα ατόμων τουλάχιστον… έντεκα γνώμες για το ίδιο ακριβώς θέμα. Αυτή η διαπίστωση έχει πολλές αναγνώσεις.
Μία εξ αυτών είναι πως οι Ελληνίδες και οι Έλληνες δεν στερούνται γνώμης, δεν απέχουν από το δικαίωμα να έχουν την άποψη τους επί παντός επιστητού. Πρόκειται για το πανανθρώπινο αναφαίρετο δικαίωμα του “σκέφτομαι ελεύθερα” και αποτελεί -κατά τη γνώμη μου- τη βάση όλων των υπολοίπων δικαιωμάτων μας. Γιατί είναι πράγματι αναφαίρετο, με την κυριολεκτική σημασία της λέξης. Πώς να με εμποδίσει κάποιος να σκέφτομαι ό,τι θέλω; Αυτό που μπορεί να κάνει είναι να με εμποδίσει να εκφράσω αυτές τις σκέψεις και να τις μεταδώσω.
Έχοντας αυτό υπόψη απορώ με την αφέλεια όσων πιστεύουν πως μπορούν -ακόμα και τώρα- να επιβάλλουν στους πολίτες τον τρόπο που θα διαμορφώσουν άποψη για το σκάνδαλο των υποκλοπών. Είναι ζήτημα ζωής και θανάτου της δημοκρατίας ή είναι μια… παρανυχίδα; Είναι χειροπιαστή απόδειξη (αξιοποιήσιμη θεσμικά) πως είναι η χώρα μας προτεκτοράτο, αποικία, τσαρδί προσκυνημένων ολιγαρχών; Ή “έλα μωρέ τώρα, όλοι ίδιοι είναι, έτσι ήταν πάντα, έτσι θα είναι πάντα κλπ”; Είναι άραγε πουλί, αεροπλάνο, ούφο ή ο σούπερμαν;
Πως θα εμποδίσουν τους πολίτες από το να αναρωτηθούν μια σειρά από πράγματα; Γνώμη έχουν όλοι για τους πάντες, άρα και για τον Καραμανλή. Όλοι ξέρουν πως δεν συμμετείχε στο σόου, δεν ήταν κάθε μέρα στα κανάλια. Γεννάται λοιπόν πρώτα απ’ όλα η απορία του “γιατί τώρα;”. Ανεξαρτήτως της γνώμης που έχει κανείς για τον Καραμανλή, θα την κάνει αυτή την ερώτηση. Και ανεξαρτήτως της απάντησης στο “γιατί τώρα”, θα πάει λογικά και ένα βήμα πιο πέρα: Τί είπε ακριβώς και έχουν ενοχληθεί τόσοι πολλοί, τόσο πολύ; Γιατί τόσος ντόρος; Και εκεί είναι το θέμα: διαβάζοντας αυτά που είπε, δεν μπορείς να βρεις κάτι για να διαφωνήσεις μαζί του. Εξέφρασε δηλαδή με λίγα λόγια όσα σκέφτεται η συντριπτική πλειονότητα των πολιτών. Όλα στο φως.
Και εκεί αρχίζει το τέλος της πρωθυπουργίας Μητσοτάκη. Γιατί η επόμενη ερώτηση είναι: ποιός διαφωνεί με τα όσα είπε ο Καραμανλής και γιατί; Από εκεί και πέρα τα παιχνίδια που παίζονται σε βάρος των Ελλήνων δεν έχουν τελειωμό, όπως ανεξάντλητα είναι και τα σενάρια για το τί μέλλει γενέσθαι. Η δική μου ανάλυση στηρίζεται στη βεβαιότητα πως οι πολίτες θα κάνουν τις σωστές ερωτήσεις. Και μπορεί απάντηση να μην πάρουν ποτέ (εδώ δεν μάθαμε ποιός και γιατί παρακολουθούσε τον εν ενεργεία πρωθυπουργό της χώρας αλλά θα μάθουμε ποιός και γιατί παρακολουθούσε τον Ανδρουλάκη;) αλλά η σπορά των σωστών ερωτήσεων από απλούς πολίτες στα καφενεία και στους δρόμους, επιτρέπει την ελπίδα πως κάποτε θα απολαύσουμε την καρποφορία των σωστών απαντήσεων. Μπορεί να μοιάζει απογοητευτική η συνειδητοποίηση πως την αλήθεια του σήμερα θα την μάθουν πρώτοι οι ιστορικοί του αύριο… αλλά δεν είναι λόγος ικανός να απαγορεύσει την διατύπωση των σωστών ερωτήσεων.
Σε εκείνους τους λίγους που παρακολουθούν τα τεκταινόμενα στο κοινοβούλιο και τα συμβαίνοντα πέριξ της Ιερουσαλήμ είναι ολοφάνερο το τί συμβαίνει: η ταμπακιέρα για τον φαγωμό είναι τα λεφτά του Ταμείου Ανάπτυξης. Και τελικά από τη σύγκρουση αυτών των συμφερόντων πέφτουν και λίγα ψίχουλα αλήθειας στο πάτωμα, εδώ σε εμάς τα φτωχαδάκια. Σπόροι θα έλεγα εγώ.
* Το άρθρο του Ιωάννη Σαρίδη δημοσιεύθηκε στον «Ελέυθερο Τύπο»