Το “καμπανάκι” του κινδύνου αναφορικά με τα ευάλωτα και κακοποιημένα παιδιά που ζουν στην Ελλάδα κρούει ο Συνήγορος του Πολίτη σε ειδική έκθεση με τίτλο «Από το ίδρυμα στην κοινότητα: εναλλακτική φροντίδα ευάλωτων παιδιών και υποστήριξη οικογενειών».
Η συγκεκριμένη έκθεση έρχεται να διαδεχθεί την προηγούμενη με τίτλο «Τα δικαιώματα των παιδιών που ζουν σε ιδρύματα», στην οποία κατέγραψε τα ευρήματα, τα συμπεράσματα και τις προτάσεις του.
Σήμερα, η Ανεξάρτητη Αρχή, επανέρχεται στο ζήτημα, με νέα έκθεση, επικαιροποιημένα στοιχεία, διαπιστώσεις και δεδομένα.
Μεταξύ άλλων η έκθεση, όπως μεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων επισημαίνει την υποστελέχωση των υπηρεσιών, την έλλειψη σαφούς πλαισίου αρμοδιοτήτων και απουσία ενιαίων προδιαγραφών λειτουργίας των ιδρυμάτων.
Επίσης, ενώ η αναδοχή είναι η ενδεδειγμένη λύση για τα παιδιά που απομακρύνονται από το κακοποιητικό οικογενειακό περιβάλλον, εξακολουθεί η ιδρυματοποίηση να αποτελεί την πρώτη επιλογή.
Όπως σημειώνει στην πρόλογο της έκθεσης ο Συνήγορος του Πολίτη, Ανδρέας Ι. Ποττάκης, η έκθεση στοχεύει, εκτός της ανάδειξης των προβλημάτων σχετιζόμενα με το λειτουργικό μοντέλο που ακολουθείται, να καταγράψει τις «παρεμβάσεις που θα επιτρέψουν την πλήρη εγκατάλειψη του ιδρυματικού μοντέλου φροντίδας και τη -σταδιακή αλλά σταθερή- μετάβαση σε εκείνο της παροχής υποστήριξης οικογενειών και εναλλακτικής φροντίδας στη κοινότητα».
Παρά την ψήφιση του Ν. 4538/18, η αναδοχή εξακολουθεί να εφαρμόζεται σε εξαιρετικά περιορισμένη κλίμακα, δεδομένης της ανεπάρκειας στελέχωσης, εξειδίκευσης και διαθέσιμων πόρων στο σύνολο των αρμοδίων, αναφέρει η έκθεση.
Η διάρκεια παραμονής των παιδιών στα ιδρύματα υπερβαίνει τον ευρωπαϊκό μέσο όρο
Τα στοιχεία δείχνουν, ότι η διάρκεια παραμονής των παιδιών στα ιδρύματα της χώρας μας, υπερβαίνει σημαντικά τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και, στις περισσότερες περιπτώσεις, φτάνει μέχρι την ενηλικίωσή τους, ενώ σπανίως υποστηρίζεται η σχέση με τη φυσική οικογένεια ή διερευνάται η δυνατότητα επιστροφής σε αυτήν, ή υλοποιείται η εξωιδρυματική εναλλακτική φροντίδα των παιδιών μέσω της αναδοχής ή η οριστική αποκατάσταση μέσω της τεκνοθεσίας, υπογραμμίζει η έκθεση.
Ο Συνήγορος του Πολίτη εξηγεί, ότι «η τοποθέτηση σε κατάλληλο για το συγκεκριμένο παιδί ίδρυμα προκρίνεται ως έσχατη λύση και μόνο εάν αυτό κριθεί προς το υπέρτερο συμφέρον του, υπό την οπτική και της μελλοντικής του ευημερίας, λαμβανομένων υπόψη των προσωπικών του περιστάσεων».
Η ιδρυματική φροντίδα είναι πολύ πιο επιβαρυντική για τον κρατικό προϋπολογισμό, σε σχέση με την αναδοχή και την υποστήριξη παιδιών και οικογενειών στην κοινότητα, διαπιστώνει η Ανεξάρτητη Αρχή και τονίζει «τα ιδρύματα γενικά, βλάπτουν όλα τα παιδιά. Έρευνες αναφέρουν ότι κατά μέσο όρο τα παιδιά σε ιδρύματα χάνουν έναν μήνα σωματικής ανάπτυξης για κάθε 5 μήνες ιδρυματικής φροντίδας».
Όσο αφορά τα παιδιά με βαριές/χρόνιες αναπηρίες σε ιδρύματα ζουν ουσιαστικά απομονωμένα χωροταξικά, ψυχο-συναισθηματικά, κοινωνικά και εκπαιδευτικά.
Σε συνάρτηση με τα παραπάνω, επισημαίνεται ως σοβαρό κενό στο πεδίο της παιδικής προστασίας στην χώρα μας, η απουσία δομών/ξενώνων άμεσης υποδοχής, ή πρόβλεψης για την επείγουσα αναδοχή των παιδιών που απομακρύνονται από το οικογενειακό τους περιβάλλον με τον χαρακτήρα του επείγοντος, λόγω κακοποίησης, παραμέλησης ή άλλων σοβαρών προβλημάτων.
Ως συνέπεια, τα παιδιά αυτά, σε μια ιδιαίτερα δύσκολη και κρίσιμη για αυτά περίοδο, και ενώ δεν χρήζουν νοσηλείας, εισάγονται και παραμένουν συχνά επί μακρό χρονικό διάστημα σε παιδιατρικές ή παιδοψυχιατρικές κλινικές, ή ακόμη και σε μονάδες ενηλίκων γενικών νοσοκομείων.
Σε πολλές περιπτώσεις στα δημόσια ιδρύματα παρατηρείται σοβαρή ανεπάρκεια στην στελέχωση, τόσο σε επιστημονικό προσωπικό όσο και σε προσωπικό φροντίδας, καθώς και κάλυψη πάγιων αναγκών από έκτακτο προσωπικό, που απασχολείται µε συβάσεις μικρής διάρκειας και εναλλάσσεται συχνά. Όσον αφορά στα ιδρύματα του ιδιωτικού τομέα και τα εκκλησιαστικά ιδρύματα, η κατάσταση είναι ιδιαίτερα ανομοιογενής ως προς τον τρόπο λειτουργίας και τα παιδαγωγικά μοντέλα που εφαρμόζουν.
Με την υποβολή μιας καταγγελίας κακοποίησης η αρμόδια εισαγγελική αρχή αποστέλλει στις κατά τόπους κοινωνικές υπηρεσίες εντολή για διεξαγωγή κοινωνικής έρευνας.
«Η κάθε Εισαγγελία, ή ακόμη και ο κάθε Εισαγγελέας, ακολουθεί διαφορετική προσέγγιση, άλλοτε δίνοντας αναγκαίες διευκρινίσεις και αναλυτικές κατευθυντήριες στον κοινωνικό λειτουργό πριν την έρευνα (σπανιότερα), άλλοτε στέλνοντας τυπικά την εντολή χωρίς άλλες, ενδεχομένως κρίσιμες πληροφορίες (για το είδος, την προέλευση και το ακριβές περιεχόμενο της καταγγελίας, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του παιδιού κ.ά. )».
Τούτο συμβαίνει διότι, αφενός, η διαδικασία αυτή δεν διέπεται από ενιαίο πρωτόκολλο και κανόνες για όλες τις Εισαγγελίες, αφετέρου, κατ’ αρχήν δεν λειτουργούν οι θεσμικά προβλεπόμενες κοινωνικές υπηρεσίες στα Πρωτοδικεία, που θα βρίσκονταν σε στενή επικοινωνία και συνεργασία με τις Εισαγγελίες, για την υποστήριξη του εξαιρετικά απαιτητικού και δύσκολου έργου τους, επισημαίνει η Αρχή.
Ανομοιογενείς πρακτικές και σημαντικά κενά
Οι κοινωνικές υπηρεσίες των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, σχεδόν στο σύνολό τους, είναι σοβαρά υποστελεχωμένες και, επιπλέον, δε διαθέτουν ένα σαφές και επαρκές θεσμικό πλαίσιο αρμοδιοτήτων σε σχέση με την παιδική προστασία και την υποστήριξη οικογενειών με σύνθετα ψυχοκοινωνικά προβλήματα.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η απάντηση του δήμου Αθηναίων, σύμφωνα με την οποία, τα περιστατικά που χρήζουν παρακολούθησης ανέρχονται σε 70-100, πλην όμως η αρμόδια κοινωνική υπηρεσία δύναται να παρακολουθήσει μέχρι 20.
Ο Συνήγορος του Πολίτη, μετά από διαβούλευση με το ΕΚΚΑ, το Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού και το Σύνδεσμο Κοινωνικών Λειτουργών Ελλάδος επιχείρησε το 2020 μία χαρτογράφηση των αναγκών και της μεθοδολογίας των κοινωνικών υπηρεσιών των Δήμων. Οι 14 ερωτώμενοι Δήμοι λαμβάνουν κατά μέσο όρο (στο σύνολό τους) πάνω από 1000 εισαγγελικές εντολές ανά έτος.
Από την έρευνα προέκυψε ότι, σε σύνολο 260 κοινωνικών λειτουργών και 45 ψυχολόγων που απασχολούνται στους 14 Δήμους που απάντησαν το ερωτηματολόγιο του Συνηγόρου, 42 κοινωνικοί λειτουργοί ασχολούνται με την διερεύνηση καταγγελιών κακοποίησης/παραμέλησης, δεδομένου ότι το προσωπικό είναι επιφορτισμένο με πολλές και διαφορετικές αρμοδιότητες και διαμοιρασμένο και σε άλλες υπηρεσίες των Δήμων (όπως σε ΚΑΠΗ, κέντρα κοινότητα, δημοτικούς παιδικούς και βρεφονηπιακούς σταθμούς κ.α).
Από τους ανωτέρω Δήμους, 4 ανέφεραν αδυναμία ή δυσκολίες συνεχιζόμενης παρακολούθησης και υποστήριξης των οικογενειών. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η απάντηση του μεγαλύτερου Δήμου της χώρας σύμφωνα με την οποία στην Αθήνα «η αρμόδια υπηρεσία εκτιμά ότι τα περιστατικά που χρήζουν παρακολούθησης σε βάθος χρόνου και θα μπορούσαν να εξυπηρετηθούν είτε αποκλειστικά από την Ομάδας Προστασίας Ανηλίκων του Δήμου, είτε συνδυαστικά με κάποια άλλη δομή κυμαίνονται ανάμεσα σε 70-100 ετησίως.
Τα περιστατικά για τα οποία δύναται η Κοινωνική Υπηρεσία να συνεχίσει την παρακολούθηση στην πραγματικότητα δεν ξεπερνούν τα 20 ετησίως».
Οι περισσότεροι (62%) Δήμοι (Δ. Νίκαιας, Δ. Ρόδου, Δ. Ιωαννίνων, Δ. Αθηναίων, Δ. Ηρακλείου, Δ. Περιστερίου, Δ. Πάτρας) ανέφεραν ότι δεν προβαίνουν σε διερεύνηση χωρίς εντολή εισαγγελέα, και όταν κρίνεται ότι μια υπόθεση χρήζει παρέμβασης είτε καθοδηγούν τον αναφερόμενο προς την υποβολή καταγγελίας στην αρμόδια εισαγγελία, είτε διαβιβάζουν την καταγγελία σε αυτήν για την έκδοση εντολής διερεύνησης.
Διαφοροποιημένες ήταν οι πρακτικές και ως προς τη χρήση εργαλείων για την διερεύνηση καταγγελιών πιθανής κακοποίησης-παραμέλησης. Ειδικότερα, 4 από τους 14 Δήμους δεν χρησιμοποιούν εξειδικευμένα εργαλεία ή πρωτόκολλα (Δ. Ρόδου, Δ. Καβάλας, Δ. Πάτρας, Δ. Βόλου).