Ο πόλεμος στην Ουκρανία επαναφέρενει δραματικά στο προσκήνιο το αγροτοδιατροφικό πρόβλημα. Η κατάσταση στη χώρα μας είναι ανησυχητική λόγω της διατροφικής ομηρίας και εξάρτησης στην οποία βρίσκεται, με τις εισαγωγές- αμφίβολης πολλές φορές ποιότητας- να καλύπτουν τις βασικές διατροφικές της ανάγκες. Στην περίπτωση του μαλακού σιταριού οι εισαγωγές ξεπερνούν το 80%.
Η διατροφική επάρκεια, πάντα σχετική λόγω ευρωπαϊκών δεσμεύσεων, έχει καταστεί άγνωστη λέξη στην ελληνική αγροδιατροφή. Η χώρα μας είναι ελλειμματική στα περισσότερα αγροτικά προϊόντα. Εισάγουμε το 70% του αγελαδινού γάλακτος, το 85% του βόειου κρέατος, το 70% του χοιρινού και το 35% των πουλερικών. Οι εισαγωγές αυτές ξεπερνούν τα 2,5 δις το χρόνο. Την περίοδο 2015-2019 (ΕΛΣΤΑΤ) οι συνολικές εισαγωγές τροφίμων ανήλθαν στα 28 δις εκ ΄των οποίων τα 9,3 (33%) αφορούσε τρόφιμα ζωικής προέλευσης (κρέας, γάλα, αυγά, τυριά, γαλακτοκομικά προϊόντα).
Η υφιστάμενη κατάσταση αναδεικνύει την ισχυρή εξάρτηση της χώρας από την εισαγωγή προϊόντων υψηλής διατροφικής αξίας, γεγονός που εκτός των άλλων, την καθιστά ευάλωτη σε περιόδους κρίσεων. Το είδαμε στην περίπτωση της υγειονομικής κρίσης και την εμφάνιση του γαστρονομικού εθνικισμού (food nationalism), επαναλαμβάνεται δραματικά με τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Δεν είναι ασφαλώς της παρούσης η ανάλυση του αγροτικού ζητήματος στην Ελλάδα. Έχουν γραφεί αξιόλογα κείμενα που μπορεί κανείς να προτρέξει. Κατά την άποψη μου η πολιτική των ευρωπαϊκών επιδοτήσεων είχε αρνητικές συνέπειες στην αγροτική παραγωγή. Οι αγρότες μας εγκατέλειψαν πολλές παραδοσιακές καλλιέργειες και στράφηκαν στα επιδοτούμενα προϊόντα. Το ίδιο συνέβη και με τα κτηνοτροφικά φυτά.
Οι εισαγόμενες σήμερα πανάκριβες ζωοτροφές ( καλαμπόκι, σόγια) έχουν εκτινάξει το κόστος παραγωγής με αποτέλεσμα τα ζώα να υποσιτίζονται και σε συνδυασμό με άλλα προβλήματα της κτηνοτροφίας υποθηκεύουν το μέλλον των ΠΟΠ και ΠΓΕ προϊόντων μας. Προβληματική επίσης εμφανίζεται η κατάσταση και στα λιπάσματα. Ουκρανία, Ρωσία, Λευκορωσία κατέχουν το 25% της παγκόσμιας παραγωγής με την Ευρώπη να εισάγει πάνω από 30% των αναγκών της.
Ένας άλλος παράγοντας που επιτάχυνε τη διατροφική ομηρία της χώρας ήταν η διάλυση των μεγάλων συνεταιριστικών οργανώσεων. Στην ΕΕ το 60% της αγροδιατροφής ελέγχεται από συνεργατικά σχήματα. Η κατάσταση στην Ελλάδα είναι απογοητευτική. Καταγράφονται 800 ενεργοί συνεταιρισμοί. Από αυτούς λιγότεροι από 50 έχουν κύκλο εργασιών μεγαλύτερο των 5 εκ. ευρώ και λιγότεροι από 10 πάνω από 20 εκ.
Αν λάβουμε ακόμη υπόψη τη χαμηλή παραγωγικότητα του αγροτικού μας τομέα, τις μεγάλες αποκλήσεις από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, την έλλειψη στρατηγικής για τα εθνικά μας προϊόντα, την απροθυμία νέων για το αγροτικό επάγγελμα, λόγω κόστους παραγωγής, τις εξαρτήσεις και τα διαχρονικά λάθη μην εκπλαγούμε με την επερχόμενη επισιτιστική κρίση.
Ήδη στις Βρυξέλλες συζητείται η αναθεώρηση της νέας ΚΑΠ 2023-27 για αλλαγή του στόχου πράσινης μετάβασης (F2F), μέτρων στήριξης των γεωργών και αναπροσαρμογή των εθνικών σχεδίων. Η παγκοσμιοποίηση οδήγησε σε τεράστιες αλληλοεξαρτήσεις στο αγροδιατροφικό σύμπλεγμα και ο πόλεμος στην Ουκρανία αποσυναρμολογεί το παζλ.
Κρίνεται αναγκαία η ανασυγκρότηση του αγροτικού τομέα και η αλλαγή του υπάρχοντος αγροδιατροφικού μοντέλου. Ο στόχος της διατροφικής επάρκειας πέρα από αναγκαίος είναι και πατριωτικός!
*Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα «ΝΕΑ»