Ο πρώην υπουργός Γιώργος Κατρούγκαλος με άρθρο του στην Αυγή της Κυριακής σχολιάζει την κρίση που έχει προκύψει μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας με αφορμή την έκδοση της τουρκικής NAVTEX,που προανήγγειλε έρευνες εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας.
Με τίτλο 5+1 διδάγματα από την κρίση ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ σχολιάζει τον τρόπο άσκησης της εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης.
Διαβάστε αναλυτικά το άρθρο του πρώην υπουργού
«Η κρίση που ξεκίνησε με την έκδοση της τουρκικής NAVTEX,που προανήγγειλε έρευνες εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, βρισκόταν σε εξέλιξη, όταν γράφονταν αυτές οι γραμμές. Όμως υπάρχουν ήδη ορισμένα κρίσιμα διδάγματα για τον τρόπο άσκησης της εξωτερικής πολιτικής -και όχι μόνον- που μπορούν να εξαχθούν από αυτή.
Το πρώτο είναι ότι το κενό στρατηγικής, ο εφησυχασμός, οι εσωτερικές ανακολουθίες και οι αντιφάσεις της κυβέρνησης διευκολύνουν το ξετύλιγμα της επιθετικότητας της άλλης πλευράς. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα της λάθος ανάγνωσης της τουρκικής τακτικής απετέλεσαν, ενδεικτικά, οι δηλώσεις προ μηνός του κυβερνητικού εκπροσώπου ότι λεκτικές είναι μόνον οι προκλήσεις της Άγκυρας και ότι δεν βρισκόμαστε σε περίοδο ιδιαίτερης έντασης. Και, προφανώς, οι συνεχείς αντιφάσεις μεταξύ των Υπουργείων Άμυνας και Εξωτερικών αλλά και διαρροές όπως ότι, τάχα «πήρε ο άνεμος», το Ορούτς Ρέις την τελευταία φορά που βρέθηκε στην υφαλοκρηπίδα μας έστειλαν εντελώς λάθος μήνυμα.
Το δεύτερο δίδαγμα είναι ότι η εξωτερική πολιτική της χώρας πρέπει να έχει στο επίκεντρο της την Ευρώπη. Σταθερή επιδίωξη μας θα πρέπει να είναι οι κόκκινες γραμμές μας απέναντι στην Τουρκία να είναι ευρωτουρκικές κόκκινες γραμμές. Επίσης, θα πρέπει να είμαστε πάντα ενεργοί και παρόντες σε κάθε τραπέζι ευρωτουρκικού διαλόγου. Και στα δύο επίπεδα η αποτυχία της Νέας Δημοκρατίας είναι παταγώδης. Δεν είναι μόνον ότι πέρασαν μήνες για να θέσει ζήτημα κυρώσεων -και μέχρι στιγμής αναποτελεσματικά- ο κ. Μητσοτάκης, μολονότι η απόφαση επί της αρχής για αυτό λήφθηκε στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ιουνίου 2019, στο τελευταίο που εκπροσώπησε την Ελλάδα ο Αλέξης Τσίπρας. Με αποκλειστική του ευθύνη, εγκατέλειψε βασικά εργαλεία αποτελεσματικής πολυμερούς διπλωματίας της διακυβέρνησης μας, όπως η διάσκεψη των χωρών του Ευρωπαϊκού Νότου -Med 7-. (Τη σύγκληση της διάσκεψης ανακοίνωσε τελικά την Πέμπτη ο Πρόεδρος Μακρόν.) Και ως προς τον ευρωτουρκικό διάλογο, δεν λείπουμε μόνον από τραπέζια όπως αυτό της διαδικασίας του Βερολίνου για τη Λιβύη, αλλά και από την διάσκεψη Ευρώπης-Τουρκίας για το προσφυγικό, όπου το μόνο μέτρο που πήρε ο πρωθυπουργός για την προάσπιση των συμφερόντων μας ήταν να στείλει επιστολή στην καγκελάριο Μέρκελ.
Από εδώ προκύπτει ένα παράγωγο δίδαγμα: διπλωματία δι’ αντιπροσώπου δεν γίνεται. Μπορεί πράγματι να αξιοποιηθεί η γερμανική προεδρία ούτως ώστε ο ευρωτουρκικός διάλογος να δημιουργήσει τους όρους για επανεκκίνηση του ελληνοτουρκικού, αλλά αυτό θα πρέπει να γίνει με τρόπο τέτοιο ώστε η ατζέντα και το περιεχόμενο της διαπραγμάτευσης να ορισθεί από εμάς, με βάση τα εθνικά μας συμφέροντα, και όχι από τρίτους. Μία διαφορά έχουμε άλλωστε να διαπραγματευθούμε με την Τουρκία στο τραπέζι του διεθνούς δικαίου, οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ.
Όσο καίριας σημασίας είναι η ευρωπαϊκή διάσταση της εξωτερικής μας πολιτικής, άλλο τόσο σημαντικό είναι να παραμείνει ενεργητική και πολυδιάστατη ή διπλωματία μας, να μην είμαστε ο δεδομένος και “προβλέψιμος” σύμμαχος. Κερδίσαμε άλλωστε κάτι όταν η πρώτη κίνηση του ΥΠΕΞ, μόλις ανέλαβε την διακυβέρνηση της χώρας η Νέα Δημοκρατία, ήταν η αναγνώριση ως «προέδρου» της Βενεζουέλας του Γκουαιντό;
Επίσης πρέπει να είναι σαφές ότι, παρόμοιες κρίσεις θα πρέπει να προλαμβάνονται εκ των προτέρων και όχι να αντιμετωπίζονται πυροσβεστικά. Αυτό μπορεί να συμβεί μόνον όταν η Άγκυρα θα γνωρίζει ότι έχει να αντιμετωπίσει μία διττή πολιτική εκ μέρους της ΕΕ: αυστηρές και ουσιαστικές προληπτικές κυρώσεις, που θα καθιστούν δαπανηρή και επώδυνη κάθε μελλοντική επιθετική της συμπεριφορά, αλλά και αντιθέτως, μία θετική ατζέντα από την οποία θα έχει να κερδίσει σημαντικά αν επιστρέψει στο τραπέζι του διαλόγου με όρους διεθνούς δικαίου, για παράδειγμα με διεύρυνση της συμφωνίας τελωνειακής ένωσης ή νέα συμφωνία για το προσφυγικό. Και, παράλληλα, σε διμερές επίπεδο θα πρέπει να ανακτήσουμε την πρωτοβουλία των κινήσεων, να μην τρέχουμε πίσω από την επόμενη επιθετική κίνηση της Τουρκίας. Άμεσα θα πρέπει να επεκτείνουμε τα χωρικά μας ύδατα στα 12 μίλια στο Ιόνιο, όπως έπρεπε να είχαμε ήδη κάνει πριν από τη συμφωνία για ΑΟΖ με την Ιταλία, να εντατικοποιήσουμε τις διαπραγματεύσεις με την Αίγυπτο για καθορισμό Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης και -στον βαθμό αυτό που κριθεί ότι δεν μπορεί να επιτευχθεί- να προχωρήσουμε σε επέκταση της αιγιαλίτιδας μας και νότια και ανατολικά της Κρήτης στα 12 μίλια.
Το τελευταίο δίδαγμα δεν αφορά στενά την εξωτερική πολιτική, αλλά την σχιζοφρενική τακτική της κυβέρνησης να επικαλείται στα λόγια την εθνική ενότητα και παράλληλα να επιχειρεί να οδηγεί στο βούρκο τη χώρα. Με παρακρατικές μεθόδους, αντισυνταγματικές και κακουργηματικές υποκλοπές, των οποίων η παρουσίαση ενορχηστρώνεται συστηματικά, προσπαθούν να δημιουργήσουν ένα δηλητηριώδες κλίμα εναντίον όχι απλώς του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά της όλης Αριστεράς. Δεν χρησιμοποιώ τυχαία τον χαρακτηρισμό παρακράτος. Ιστορικά μόνον ένα παρακράτος υπάρχει στη χώρα, της δεξιάς. Και ο λόγος είναι απλός: για να έχεις παρακράτος πρέπει επί δεκαετίες να ασκείς απόλυτο έλεγχο στο κράτος. Υποκλοπές και παράνομες παρακολουθήσεις ανήκουν στο παραδοσιακό οπλοστάσιο της ελληνικής Δεξιάς. (Θυμίζω ότι τον Ιούνιο του 1994 για υποκλοπές είχε παραπεμφθεί, με βάση το νόμο περί ευθύνης υπουργών, στο Ειδικό Δικαστήριο ο πρώην πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και δεν κάθισε στο εδώλιο μόνο και μόνο γιατί, με απόφαση Α. Παπανδρέου, η Βουλή ανέστειλε την ποινική δίωξη.)
Δεν μπορεί η πολιτική ζωή της χώρας να είναι σαν το μήλο της Χιονάτης. Να μείνει δηλητηριασμένη μόνο η μισή».