«Μπορώ να δεχτώ ότι χωρίς επιτήρηση και επιπτώσεις, πολλοί θα χαλαρώσουν πιο εύκολα. Αυτό όμως δεν ισχύει για την πλειοψηφία, αλλά για κάποια άτομα και για συγκεκριμένες ομάδες, όπως τα νεαρά παιδιά, που δύσκολα αυτοπειθαρχούν», τονίζει σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Πρώτο Θέμα», ο υπουργός Υγείας.
«Δεν είναι δυνατόν να έχουμε από ένα αστυνομικό σε κάθε γωνιά της Ελλάδας. Αυτό που μπορούμε να κάνουμε και κάνουμε, είναι να περιορίσουμε οριζόντια τα σημεία υψηλού κινδύνου μετάδοσης και Αστυνομία, Δήμοι, Περιφέρειες, με τοπικούς ελεγκτικούς μηχανισμούς σε κάθε χωριό και κάθε γειτονιά, να κάνουν ελέγχους. Η πρώτη φάση πήγε εξαιρετικά διότι η ίδια η κοινωνία πειθάρχησε και αυτοπροστατεύτηκε. Αν αυτή η συνθήκη ακυρωθεί, θα ακυρωθούν όλα, δυστυχώς. Καθώς τα κρούσματα ανεβαίνουν επικίνδυνα, ελπίζω ότι έστω και τώρα, θα κάνουμε ξανά το σωστό. Ότι δεν θα χαθούν άδικα ζωές, δεν θα γεμίσουν οι ΜΕΘ επειδή κρατάμε τη μάσκα σαν αξεσουάρ στο χέρι», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Βασίλης Κικίλιας.
Σε ότι αφορά την ετοιμότητα του συστήματος Υγείας απέναντι σε ένα δεύτερο κύμα κορονοϊού, ο υπουργός Υγείας επισημαίνει ότι «κανένα σύστημα υγείας στον κόσμο δεν μπορεί να αντιμετωπίσει κύματα χιλιάδων βαρέως νοσούντων από COVID-19. Από την αρχή της πανδημίας, το Ε.Σ.Υ. ενισχύεται συνεχώς, ποιοτικά και ποσοτικά. Έγιναν περισσότερες από 6.000 νέες προσλήψεις γιατρών, νοσηλευτών και παραϊατρικού προσωπικού, υπερδιπλασιάστηκαν οι κλίνες στις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ) και έχουμε σημαντικό απόθεμα μέσων ατομικής προστασίας.
Επίσης, κάνουμε περισσότερα από 10.000 τεστ την ημέρα και έχουμε στη διάθεση μας ένα νέο ισχυρό σύστημα διακομιδών, εναέριων και πλωτών. Όλα αυτά όμως δεν αρκούν, ούτε υπάρχει τρόπος, ακόμη κι αν δεκαπλασιάζαμε ως δια μαγείας αυτούς τους αριθμούς, να πούμε ότι είμαστε ασφαλείς αν ο κορονοϊός ξεφύγει. Η κρίσιμη μάχη ήταν και είναι ο περιορισμός της διασποράς, αυτή ήταν η θωράκιση μας κι αυτή πρέπει να γίνει ξανά».