Κατάθλιψη, άγχος, στρες, μετατραυματική διαταραχή άγχους και κεφαλαλγία σε επαγγελματίες υγείας κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19, καταγράφει πολυκεντρική μελέτη.
Στο περιοδικό Brain, Behavior and Immunity έγινε αποδεκτή μια πρωτότυπη εργασία, που αφορούσε τη διεθνή πολυκεντρική μελέτη της ψυχολογικής επιβάρυνσης και των σχετιζόμενων σωματικών συμπτωμάτων σε επαγγελματίες υγείας, κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19. Στη μελέτη αυτή συμμετείχε ο Καθηγητής Νευρολογίας της Β Νευρολογικής Κλινικής του ΕΚΠΑ, Γεώργιος Τσιβγούλης.
Στην εν λόγω μελέτη, επαγγελματίες υγείας συμπλήρωσαν ερωτηματολόγια κατά τη διάρκεια της πανδημίας (χρονική περίοδος από 19-2-2020 μέχρι 17-4-2020). Τα αυτοσυμπληρούμενα αυτά ερωτηματολόγια αφορούσαν δημογραφικά στοιχεία, παράγοντες κινδύνου, ατομικό ιστορικό, σωματικά συμπτώματα κατά τον τελευταίο μήνα, ειδικές κλίμακες για την εκτίμηση της κατάθλιψης, του άγχους και του στρες, καθώς και κλίμακα για την εκτίμηση της μετατραυματικής διαταραχής άγχους.
Συνολικά 906 επαγγελματίες υγείας (64% γυναίκες, διάμεση ηλικία 29 έτη) από πέντε Νοσοκομεία αναφοράς για τη νόσο COVID-19 στη Σιγκαπούρη και στην Ινδία συμπλήρωσαν τα εν λόγω ερωτηματολόγια.
Μεσαίας ή μεγάλης βαρύτητας κατάθλιψη, άγχος και στρες διαγνώστηκαν στο 5%, 9% και 2% του δείγματος αντίστοιχα. Επίσης, μέτρια ή σοβαρή μετατραυματική διαταραχή άγχους διαπιστώθηκε στο 4% των επαγγελματιών υγείας που συμμετείχαν στη μελέτη. Το πιο συχνό αναφερόμενο κλινικό σύμπτωμα ήταν η κεφαλαλγία που καταγράφηκε στο 32% των συμμετεχόντων. Η κατάθλιψη, το άγχος, το στρες και η μετατραυματική διαταραχή άγχους συσχετίστηκαν ανεξάρτητα με την αυξημένη πιθανότητα εκδήλωσης, αλλά και με τη βαρύτητα των σωματικών συμπτωμάτων.
Συνοψίζοντας, η μελέτη αυτή κατέδειξε μια σημαντική συσχέτιση ανάμεσα στον επιπολασμό σωματικών συμπτωμάτων και την ψυχολογική επιβάρυνση σε επαγγελματίες υγείας κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19. Οι συγγραφείς υποθέτουν ότι η συσχέτιση αυτή μπορεί να είναι αμφίδρομη και ότι η ψυχολογική υποστήριξη των επαγγελματιών υγείας που εκδηλώνουν σωματικά συμπτώματα επί απουσίας λοίμωξης με τον ιό SARS-CoV-2 πιθανώς να έχει ευεργετικά αποτελέσματα.