Οι έγκυες που αρρωσταίνουν σοβαρά από τον κορονοϊό SARS-CoV-2, αντιμετωπίζουν μεγαλύτερο κίνδυνο να πεθάνουν και να έχουν σοβαρές επιπλοκές κατά την εγκυμοσύνη τους, σε σχέση με όσες έχουν ασυμπτωματική Covid-19, σύμφωνα με μια νέα αμερικανική επιστημονική μελέτη. Αντίθετα, οι έγκυες με ήπια ή μέτρια Covid-19 δεν κινδυνεύουν από επιπλοκές περισσότερο από όσο οι ασυμπτωματικές.
Μια δεύτερη επίσης αμερικανική έρευνα δείχνει ότι οι έγκυες με Covid-19 δημιουργούν μεν υψηλά επίπεδα αντισωμάτων, όμως αυτά που μεταφέρουν στο νεογέννητο μωρό τους, είναι λιγότερα του αναμενομένου.
Η πρώτη έρευνα, με επικεφαλής την αναπληρώτρια καθηγήτρια γυναικολογίας-μαιευτικής Τόρι Μετζ της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Γιούτα, παρουσιάστηκε στην Ουάσιγκτον σε ιατρικό συνέδριο της αμερικανικής ιατρικής εταιρείας Society of Maternal-Fetal Medicine (SMFM) και ανέλυσε στοιχεία 1.219 εγκύων από 33 αμερικανικά νοσοκομεία. Όλες οι γυναίκες είχαν διαγνωσθεί θετικές για Covid-19 και από αυτές το 47% ήταν χωρίς συμπτώματα, το 27% με ήπια, το 14% με μέτρια, το 8% με σοβαρά συμπτώματα και το 4% σε κρίσιμη κατάσταση.
Διαπιστώθηκε ότι οι έγκυες που ήταν σε σοβαρή ή κρίσιμη κατάσταση, ήταν κατά μέσο όρο μεγαλύτερης ηλικίας, με μεγαλύτερο δείκτη μάζας σώματος και με περισσότερα υποκείμενα νοσήματα, όπως άσθμα, χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια, διαβήτη και υπέρταση. Οι γυναίκες αυτές ήταν πιθανότερο να πεθάνουν λόγω του κορονοϊού ή να εμφανίσουν σοβαρές επιπλοκές κύησης, όπως ανάγκη καισαρικής, σοβαρή αιμορραγία μετά τη γέννα, υπέρταση κατά την εγκυμοσύνη και πρόωρο τοκετό. Πέθαναν τέσσερις από αυτές τις γυναίκες ή ποσοστό 0,3%, θνητότητα μεγαλύτερη από εκείνη στις έγκυες χωρίς Covid-19, η οποία είναι 17,4 θάνατοι ανά 100.000 γεννήσεις, σύμφωνα με το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νόσων (CDC) των ΗΠΑ.
«Η έρευνα μας δείχνει ότι οι σοβαρές επιλοκές κατά την εγκυμοσύνη φαίνεται να συμβαίνουν στις γυναίκες με σοβαρή ή κρίσιμη Covid-19 και όχι σε εκείνες με ήπια ή σοβαρά συμπτώματα. Οι τελευταίες μπορούν να καθησυχασθούν ότι δεν κινδυνεύουν από σοβαρές επιπλοκές λόγω του κορονοϊού», δήλωσε η δρ Μετζ.
Η δεύτερη μικρότερη έρευνα που παρουσιάσθηκε στο ίδιο συνέδριο, με επικεφαλής την αναπληρώτρια καθηγήτρια Μαρτίνα Μπάντελ και την δρα Νάιμα Τζόζεφ της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Έμορι της Ατλάντα, ανέλυσε δείγματα αίματος τόσο από τις έγκυες όσο και από τον ομφάλιο λώρο σε 32 γυναίκες που είχαν διαγνωσθεί θετικές για Covid-19 στη διάρκεια της εγκυμοσύνης τους.
Τα μητρικά δείγματα περιείχαν αντισώματα IgG (ανοσοσφαιρίνη G) σε ποσοστό 100%, ενώ το 94% είχαν και εξουδετερωτικά αντισώματα. Όμως τα επίπεδα αντισωμάτων στον ομφάλιο λώρο που συνέδεε τη μητέρα με το μωρό, ήσαν χαμηλότερα: το 91% είχαν αντισώματα IgG και μόνο το 25% εξουδετερωτικά αντισώματα. Γενικά στους ανθρώπους τα αντισώματα IgG αποτελούν περίπου το 75% ως 80% όλων των αντισωμάτων στο σώμα και μπορούν να φθάσουν στο έμβρυο μέσω του πλακούντα. Τα εξουδετερωτικά αντισώματα μπλοκάρουν μία λοίμωξη και καθιστούν τους ιούς λιγότερο ενεργούς και επικίνδυνους.
«Είναι αξιοσημείωτο ότι, σύμφωνα με τη μελέτη μας, ακόμη κι αν μια έγκυος είναι ασυμπτωματική, αναπτύσσει υψηλά επίπεδα IgG και εξουδετερωτικών αντισωμάτων κατά της Covid-19», ανέφερε η Τζόζεφ. «Ένας σημαντικός τρόπος που τα μωρά προστατεύονται από μια λοίμωξη, είναι από τα αντισώματα που προσλαμβάνουν στη μήτρα. Συνεπώς, είτε μια γυναίκα έχει ασυμπτωματική Covid-19 είτε όχι, θα περιμέναμε να δούμε ένα μεγαλύτερο ποσοστό αντισωμάτων, ιδίως εξουδετερωτικών, να μεταφέρεται από τη μητέρα στο νεογνό. Το επόμενο βήμα είναι να κατανοήσουμε γιατί η μεταφορά αντισωμάτων είναι διαφορετική στη λοίμωξη Covid-19 από άλλες λοιμώξεις και κατά πόσο η μεταφορά αυτών των αντισωμάτων στο μωρό αυξάνει, όταν εμβολιάζεται μια έγκυος γυναίκα», πρόσθεσε η δρ Μπάντελ.
Πηγή: ΑΠΕ