Ο καθηγητής Γιάννης Τούντας ανέφερε ότι θα πρέπει να πάψει να ισχύει το «ελευθέρας» για τους πλήρως εμβολιασμένους μετά την πάροδο 6 μηνών
Για πιστοποιητικό εμβολιασμού το οποίο πρέπει να ανανεώνεται ανά τρεις μήνες έκανε λόγο ο καθηγητής Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Γιάννης Τούντας, λέγοντας συγκεκριμένα ότι πρέπει «να πάψει να ισχύει το “ελευθέρας” για τους πλήρως εμβολιασμένους μετά την πάροδο 6 μηνών και το οποίο πρέπει να ανανεώνεται μετά τη χορήγηση της τρίτης δόσης».
«Αυτό σημαίνει ότι κάποιοι μπορεί να χάσουν σημαντικό μέρος της ανοσίας τους στους 4 μήνες και άλλοι στους 8 μήνες. Βλέπουμε να παρουσιάζονται κρούσματα ανάμεσα στους εμβολιασμένους, διότι έχουν παρέλθει 4 ή 6 μήνες από τον πλήρη εμβολιασμό και είναι εκτεθειμένοι στη μόλυνση», λέγοντας ότι θα έπρεπε να έχει ανοίξει πολύ νωρίτερα η πλατφόρμα για την τρίτη δόση για όλες τις ηλικίες άνω των 18 ετών. «Να μη χάσει κανείς χρόνο να κάνει την τρίτη δόση. Είναι σωτήρια σε αυτή τη φάση που βρισκόμαστε και λειτουργεί πολύ προστατευτικά», υπογράμμισε ο καθηγητής μιλώντας στο «Πρώτο Πρόγραμμα».
Αναφορικά με τα πρόσφατα μέτρα που έλαβε η κυβέρνηση ο κ. Τούντας, υπογράμμισε ότι έπρεπε να ληφθούν νωρίτερα και πλέον δεν αρκούν, καθώς υπάρχει φόβος για περαιτέρω κλιμάκωση της πανδημίας.
«Θα έπρεπε ο υποχρεωτικός εμβολιασμός να έχει επεκταθεί και σε άλλες κατηγορίες εργαζομένων, σε όλους τους εργαζόμενους δημόσιου και ιδιωτικού τομέα που έρχονται σε επαφή με πολλά και διαφορετικά άτομα, είτε είναι στο γκισέ του σούπερ μάρκετ, είτε στο γκισέ μιας δημόσιας υπηρεσίας, είτε είναι οδηγός στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς είτε είναι εκπαιδευτικός. Θα έπρεπε εδώ και καιρό να εφαρμοστεί ο υποχρεωτικός εμβολιασμός», ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Τούντας. «Η υποχρεωτικότητα εφαρμόστηκε καθυστερημένα στους υγειονομικούς και στους εργαζόμενους σε μονάδες φιλοξενίας ηλικιωμένων. Νομίζω ότι η επέκταση θα πρέπει να εξεταστεί το επόμενο διάστημα, εφόσον δούμε ότι η κλιμάκωση θα συνεχίζεται και δεν θα περιορίζεται με τα ισχύοντα μέτρα», πρόσθεσε.
Έκανε ιδιαίτερη αναφορά στις δυο ηλικιακές ομάδες που προβληματίζουν τους ειδικούς ως προς τα χαμηλά ποσοστά εμβολιασμού, δηλαδή τους ηλικιωμένους άνω των 80 ετών – «που είναι οι πιο ευπαθείς και κινδυνεύουν περισσότερο να βρεθούν διασωληνωμένοι και να χάσουν τη ζωή τους» – και τα νέα παιδιά κάτω των 25 ετών. Όπως είπε, σε αυτές τις δυο ομάδες θα έπρεπε να υπάρξει οργανωμένη προσπάθεια, μια εκστρατεία με τις τεχνικές της αγωγής υγείας, δηλαδή με εκπαιδευτικές κυρίως δραστηριότητες, «για να τους πείσουμε και να μπορέσουμε να εμβολιάσουμε όσους περισσότερους μπορούμε».
Ο κ. Τούντας εκτίμησε ότι η γενική ενημέρωση με οριζόντια μέτρα δεν αγγίζει ουσιαστικά τις συγκεκριμένες ηλικιακές κατηγορίες, «δεν αλλάζει η άποψή τους και η συμπεριφορά τους». «Από το 20% των συμπολιτών μας που αρνούνται να εμβολιαστούν, οι μισοί είναι ο σκληρός ιδεολογικός πυρήνας εναντίον των εμβολίων, και δύσκολα θα αλλάξουν γνώμη. Αλλά οι άλλοι μισοί ανησυχούν, αμφιβάλλουν, έχουν τον προβληματισμό τους, φοβούνται. Δεν είναι εν γένει κατά των εμβολίων, είναι διστακτικοί απέναντι στα συγκεκριμένα εμβόλια. Θα έπρεπε να έχουμε κάνει μια πιο οργανωμένη προσπάθεια για να τους πείσουμε με επιστημονικά τεκμήρια», διευκρίνισε.
Σύμφωνα με τον καθηγητή Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, «εκτός από την εκστρατεία “Ελευθερία” που έχει αναγγείλει εδώ και καιρό η κυβέρνηση και η οποία πέρασε ένα λάθος μήνυμα ότι έχουμε απαλλαγεί από τον κορονοϊό, θα έπρεπε να έχει γίνει και μια οργανωμένη εκστρατεία πειθούς. Το επικοινωνιακό κομμάτι τους τελευταίους μήνες έχει χαλαρώσει, έχει χαλαρώσει η συμβολή της επιτροπής Εμπειρογνωμόνων. Επίσης, έχει χαλαρώσει και ένας καλά οργανωμένος επικοινωνιακός σχεδιασμός και νομίζω ότι αυτά πρέπει να αποκατασταθούν άμεσα. Αν δεν φτάσουμε στο να εμβολιάσουμε το 70% του γενικού πληθυσμού, θα συνεχίσει να κλιμακώνεται η επιδημία», τόνισε ο ίδιος.
Έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στην αυστηρή τήρηση των μέτρων που ισχύουν, λέγοντας πως δεν μπορεί η Πολιτεία να αστυνομεύει κάθε πολίτη από το πρωί μέχρι το βράδυ, αλλά πρέπει και οι συμπολίτες μας να πάρουν στις «πλάτες» τους την υπόθεση, δηλαδή να ζητούν να τηρούνται όταν βλέπουν χαλάρωση και να καταγγέλλουν όταν δεν τηρούνται τα μέτρα.