Για τους άξονες που θα κινηθεί η κυβέρνηση για τη σταδιακή μετάβαση της κοινωνίας στην ομαλότητα μίλησε ο υπουργός Επικρατείας, Γιώργος Γεραπετρίτης.
Σε συνέντευξή του στην ΕΡΤ, ο κ. Γεραπετρίτης σημείωσε ότι ενόψει των κυβερνητικών ανακοινώσεων για την άρση των περιορισμών «έχουμε τις βασικές αρχές πάνω στις οποίες θα οικοδομήσουμε τη μετάβαση στην ομαλότητα. Οι αρχές αυτές έχουν να κάνουν με το ότι, πρώτον, δεν θα γίνει καμία έκπτωση στη δημόσια υγεία, είναι αυτονόητο ότι θα βγούμε ξανά στην κοινωνία και την εργασία.
Προφανώς δεν καθίσαμε σε καραντίνα για να είμαστε μονίμως σε κατάσταση κοινωνικής αποστασιοποίησης, θα ξαναβγούμε σταδιακώς αλλά χωρίς εκπτώσεις στην υγεία. Δεύτερη βασική παραδοχή είναι ότι ορισμένοι από τους κανόνες τους οποίους τηρήσαμε με αυστηρότητα θα εξακολουθήσουν να υφίστανται (…) Θα τηρούνται οι κανόνες ατομικής υγιεινής, θα προστατεύονται οι ευάλωτοι, θα αποφεύγουμε τους μεγάλους κοινωνικούς συγχρωτισμούς άρα, αλλάζουμε τρόπο με τον οποίο σκεπτόμαστε και ενεργούμε. Το τρίτο, είναι ότι η μετάβαση δεν θα γίνει με τρόπο αυτόματο. Θα είναι στην πραγματικότητα μια σταδιακή μετάβαση, θα πάρει χρόνο, όλος ο Μάιος και όλος ο Ιούνιος ουσιαστικά θα έχουμε φάσεις στις οποίες θα απελευθερώνονται οι περιορισμοί που υφίστανται, θα παρεμβαίνουμε όπου χρειάζεται για να αλλάζουμε λίγο τη ροή των πραγμάτων. Θα είναι ένα δυναμικό σύστημα μετάβασης στην ομαλότητα…».
Προσπάθεια για εξετάσεις εντός του Ιουνίου
Στο ερώτημα τι θα γίνει με τα σχολεία, σε συνδυασμό μάλιστα με θέματα όπως ότι άδεια ειδικού σκοπού εκτείνεται μέχρι τις 10 Μαΐου, ο υπουργός Επικρατείας αναγνώρισε ότι «είναι ζήτημα πολύ-παραγοντικό». Σε κάθε περίπτωση, τα σχολεία, ανέφερε, θα ανοίγουν σταδιακά -αν τα πράγματα πάνε όπως φαίνεται να πηγαίνουν σήμερα, με έναν καλό ρυθμό- διασφαλίζοντας ότι «τα παιδιά θα βρίσκονται σε περιβάλλον, που κατά το δυνατόν, θα είναι στεγανοποιημένα από τον ιό. Δηλαδή με τήρηση των αποστάσεων εντός των τάξεων, θα περιοριστούν οι χώροι συγχρωτισμού εντός των σχολείων, θα υπάρχει μια διαβάθμιση έτσι ώστε να μην είναι πολύ μεγάλος ο αριθμός μέσα στις τάξεις», διαβεβαίωσε ο Γ. Γεραπετρίτης, συμπληρώνοντας επιπλέον ότι θα συνεχιστεί και η τηλε-εκπαίδευση.
Όλη αυτή η δέσμη μέτρων θα έρθει κατά πάσα βεβαιότητα το β’ 15νθήμερο του Μαΐου, ανέφερε επίσης γνωστοποιώντας την κυβερνητική πρόθεση, να τηρηθούν κατά το δυνατόν οι χρόνοι που έχουν προβλεφθεί και για τις πανελλαδικές εξετάσεις: «καταλαβαίνουμε απολύτως την ένταση και την αγωνία των οικογενειών, τα παιδιά των οποίων θα δώσουν εξετάσεις. Θα προσπαθήσουμε να είναι εντός του Ιουνίου οι εξετάσεις, να μην παρεκκλίνουν από το αρχικό πρόγραμμα, με κανόνες υγιεινής και να μην φθάσουμε σε βαθύ καλοκαίρι έτσι ώστε να είναι δυσκολότερες οι κλιματολογικές συνθήκες», τόνισε.
Στο ερώτημα αν η κυβέρνηση εξετάζει το ενδεχόμενο να θεσπίσει και απογευματινές βάρδιες στα σχολεία, ο Γ. Γεραπετρίτης απάντησε ως εξής: «Θα επιχειρήσουμε να εξασφαλίσουμε κατά το δυνατόν τη λειτουργία των σχολείων, χωρίς να υφίστανται απογευματινές βάρδιες -και αυτό θα είναι μια συνθήκη η οποία θα εξαρτάται από τους όρους που θα θέσει η επιτροπή των επιστημόνων που έχει ήδη κάνει σπουδαία δουλειά. Η θέση μας είναι να διασφαλισθεί το ωρολόγιο πρόγραμμα μόνο με πρωινές βάρδιες».
Στη συνέχεια, στο θέμα των οικονομικών μέτρων στήριξης του πληθυσμού, ο υπουργός ξεκαθάρισε ότι «το επίδομα των 800 ευρώ δίνεται κατά βάση σε εκείνους οι οποίοι πλήττονται από το κλείσιμο των καταστημάτων ή από τη μεγάλη μείωση του τζίρου. Με βάση την αρχή αυτή είναι προφανές ότι όσο πηγαίνουμε προς ένα άνοιγμα της αγοράς, η επιδοματική λειτουργία του κράτους θα περιορίζεται. Αυτονοήτως το ελληνικό Δημόσιο δεν έχει απέραντους πόρους», ανέφερε και στο σημείο αυτό διαβεβαίωσε τον ελληνικό λαό ότι «δεν πρόκειται να υποκύψουμε σε αυτόν το φθηνό λαϊκισμό, σε μια πλειοδοσία παροχών, η οποία θα διακινδυνεύσει τη βιωσιμότητα της εθνικής οικονομίας την επόμενη μέρα. Θα ενισχύσουμε απολύτως όσους χρειάζονται αλλά από εκεί και πέρα θέλουμε να έχουμε (…) μια κρίσιμη μάζα οικονομικού χώρου έτσι ώστε την επόμενη μέρα να μπορούμε να σταθούμε στα πόδια μας χωρίς να μπούμε σε περιπέτειες. ‘Αρα, επιδόματα ναι, αλλά μόνο σε εκείνους που θα έχουν πραγματικά ευάλωτο χαρακτήρα, δεν θα εργάζονται ή θα είναι ελλειμματικοί στα εισοδήματά τους».
Στο ερώτημα για το πρόγραμμα τηλε-κατάρτισης των επιστημόνων, εξήγησε ότι «αυτό σχεδιάστηκε υπό την πίεση των πραγμάτων, με πολύ μεγάλη ταχύτητα, διότι οι συνάνθρωποί μας θα έπρεπε να λάβουν το ποσό μέσα στον Απρίλιο. Υπήρχε μια ταχύτητα που οδήγησε εν τέλει σε μια ελλειμματική ποιότητα σε ό,τι αφορά το εκπαιδευτικό υλικό. Διαπιστώσαμε, πράγματι, και σχετικώς γρήγορα -και σε αυτό είναι αξιέπαινο ότι αναδείχθηκε από την κοινωνία και την αντιπολίτευση, αν θέλετε- ότι πράγματι υπήρχαν προβλήματα. Για αυτό το λόγο κάναμε έρευνα για να δούμε πόσο ανταποκρίνεται ή όχι, το εκπαιδευτικό υλικό στο επιστημονικό μας δυναμικό».
Το αποτέλεσμα ήταν ότι «διαπιστώσαμε ότι δεν είναι ικανό το συγκεκριμένο εκπαιδευτικό υλικό και για αυτό το λόγο αποφασίσαμε εν τέλει να καταργήσουμε το πρόγραμμα», αλλά «θα πιστωθούν τα χρήματα σε όλους τους επιστημονικούς κλάδους χωρίς αυτήν την κατάρτιση. Η δυνατότητα αυτή δίδεται σήμερα από την Ε.Ε., δεν δινόταν τότε που σχεδιαζόταν το πρόγραμμα, άρα μπορούμε να το κάνουμε με Κοινοτικούς πόρους, χωρίς να προσφύγουμε σε τηλε-κατάρτιση», εξήγησε ακόμη και υπογράμμισε την κυβερνητική δέσμευση για «ένα νέο ρυθμιστικό περιβάλλον για τα κέντρα αυτά μέσα στον επόμενο μήνα και πάντως μέσα στο καλοκαίρι, που θα εξορθολογίζει όλους τους κανόνες λειτουργίας των κέντρων κατάρτισης, και επιτέλους θα θέτει και κριτήρια πιστοποίησης».
Διευκρινιστικά, και καθώς διατυπώθηκε σχετικό ερώτημα, τα 800 ευρώ σε όλους τους υπόλοιπους εργαζόμενους δίδονται για 45 ημέρες. Αντιθέτως τα 600 ευρώ αφορούν 30 ημέρες. Συνεπώς, «αν δείτε αναλογικά, το ποσό που δίδεται στους επιστημονικούς κλάδους είναι ημερησίως μεγαλύτερο από εκείνο που δίδεται στους υπόλοιπους εργαζομένους», είπε εξάλλου.
Για τον Γιάννη Βρούτση και τη συζήτηση στη Βουλή
«Δεν υφίσταται κανένα θέμα με τον υπουργό Εργασίας», σημείωσε ο υπουργός Επικρατείας ερωτηθείς σχετικά και στο σημείο αυτό βρήκε την ευκαιρία να θυμίσει ότι η συζήτηση στη Βουλή αφορούσε την κύρωση Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου για τη δημόσια υγεία, ένα θέμα το οποίο δεν συνδεόταν με το θέμα της τηλε-κατάρτισης, «παρά ταύτα εμφανίσθηκε στη Βουλή ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ήταν μονοθεματικός δεν είπε τίποτε άλλο για τα μέτρα που έχουν ληφθεί, επικεντρώθηκε σε ένα και μόνο σημείο για να κάνει την κριτική του, η οποία ήταν εύκολη και πλειοδοτική, σε τόνους που δεν ανταποκρίνονται στην ποιότητα λόγου του Κοινοβουλίου».
Παράλληλα με την κριτική προς την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ, ο Γ. Γεραπετρίτης αναφέρθηκε στην πρωτοβουλία του πρωθυπουργού να ζητήσει από τον πρόεδρο της Βουλής την επόμενη εβδομάδα να γίνει συζήτηση με όλους τους πολιτικούς αρχηγούς και με τους αρμόδιους υπουργούς για όλα τα ζητήματα που αφορούν την οικονομία της κρίσης, περιλαμβανομένων και των ζητημάτων τηλε-κατάρτισης. «Με απόλυτη διαφάνεια, με μεγάλη λογοδοσία, με ειλικρίνεια όπως έχουμε συνηθίσει τον ελληνικό λαό, την ερχόμενη εβδομάδα ο πρωθυπουργός θα εξηγήσει και στις πολιτικές δυνάμεις του τόπου και στους Έλληνες πολίτες τι ακριβώς συνέβη με όλα αυτά τα ζητήματα», ήταν η θέση που διατύπωσε ο υπουργός.
Επέκταση προστασίας πρώτης κατοικίας
Ερωτηθείς για την πρώτη κατοικία είπε: «Είμαστε ακόμη σε διαπραγματεύσεις με τους θεσμούς για το ποιος θα είναι ο χρονικός ορίζοντας της επέκτασης του μέτρου της προστασίας», σημειώνοντας ότι «η ελληνική κυβέρνηση ήταν εκείνη που επεξέτεινε για τέσσερις μήνες την προστασία αυτή -θυμίζω ότι η προηγούμενη κυβέρνηση με νόμο που ψηφίστηκε στη Βουλή είχε περιορίσει το χρόνο προστασίας μέχρι 31/12/2019-, με δική μας πρωτοβουλία έφθασε μέχρι το τέλος Απριλίου». Και, επιβεβαιώνοντας τις σχετικές πληροφορίες, δήλωσε ότι η κυβέρνηση ήδη επεξεργάζεται «ένα σχέδιο να υπάρχει δευτερογενής προστασία όσων βρεθούν σε δύσκολη οικιστική θέση».
Ταυτοχρόνως διαβεβαίωσε, εκ μέρους της κυβέρνησης, ότι «θα εξασφαλίσουμε από την Ε.Ε. όσο το δυνατόν μεγαλύτερο χρόνο παράτασης -και αυτό θα φέρουμε με νομοθετική πρωτοβουλία έτσι ώστε να έχουμε όσο το δυνατόν μεγαλύτερη προστασία. Αν θα είναι προστασία περισσότερων ή λιγότερων μηνών είναι ακόμη σε διαπραγμάτευση, είμαι όμως θετικός ότι θα υπάρξει πράγματι μια επέκταση της προστασίας αυτής τουλάχιστον για το χρόνο της άμεσης ύπαρξης της πανδημίας».
«Η ελληνική οικονομία είναι πολύ στέρεη»
Κλείνοντας με τα οικονομικά, ο κ. Γεραπετρίτης δήλωσε ότι δεν είναι απαισιόδοξος για τα δημοσιονομικά μας, εν μέσω μιας παγκόσμιας κρίσης με πολύ μεγάλη ύφεση, μεγάλα ελλείμματα και κυρίως ένα τεράστιο πρόβλημα στην ανεργία. «Η ελληνική οικονομία», επεσήμανε, «δεν βρίσκεται στην κατάσταση στην οποία βρισκόταν προ μηνών, είναι μια πολύ στέρεη οικονομία. Φαίνεται αυτό από το γεγονός ότι σε όλα τα διεθνή fora η Ελλάδα δεν φέρεται να είναι το πρόβλημα σε αυτήν τη μεγάλη οικονομική κρίση, αντιθέτως φέρεται να είναι μια από τις ηγέτιδες δυνάμεις για την ανεύρεση της λύσης. Έχουμε εξασφαλίσει πολύ μεγάλα εργαλεία, χρηματοδοτικά και δημοσιονομικά, για να κάνουμε την πολιτική μας. Αυτή τη στιγμή έχουμε ενταχθεί για πρώτη φορά στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, είμαστε στο πρόγραμμα δημοσιονομικής χαλάρωσης, έχουμε ενταχθεί στο πρόγραμμα ενεχύρου για τα ελληνικά ομόλογα, έχουμε ενταχθεί σε μια προστατευτική ομπρέλα η οποία θα μας δώσει τη δυνατότητα να ξαναχτίσουμε την οικονομία μας-και το χτίσιμο αυτό θα γίνει με βάση την πολιτική κοσμοθεωρία τη δική μας», ανέφερε για να προσθέσει ότι «τη διαχείριση που κάναμε, ήταν ένα πολιτικό μείγμα πολύ διαφορετικό από αυτό που είχαμε συνηθίσει, γιατί αυτό που συνέβαινε σε προηγούμενες οικονομικές κρίσεις, ήταν μειώσεις μισθών και συντάξεων, και αύξηση της φορολογίας. Αντ’ αυτού εμείς ενισχύσαμε την εργασία, ενισχύσαμε την οικονομία και δεν αυξήσαμε τους φόρους. Η Ελλάδα έλαβε το πιο προωθημένο μέτρο από όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, μέτρο, αυτό της απόλυτης απαγόρευσης απολύσεων για όσους εντάσσονται στο προστατευτικό πεδίο των διατάξεων περί ευάλωτων. Θεωρούμε ότι η εργασία θα παραμείνει όρθια και την επόμενη μέρα της κρίσης, θα κάνουμε ό,τι απαιτείται για να επιδοτήσουμε όχι πλέον την ανεργία αλλά να επιδοτήσουμε τη γνήσια εργασία, δηλαδή να δώσουμε κίνητρα σε επιχειρήσεις και εργαζομένους για να ξαναβγούν δυναμικά στο χώρο της εργασίας και της αγοράς».