Κουντουρά: Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τίθεται κατά της συνεπιμέλειας στις υποθέσεις ενδοοικογενειακής βίας

Η ενδοοικογενειακή βία, μια διαχρονικά κρυφή πληγή για τις κοινωνίες, έλαβε εκρηκτικές διαστάσεις μέσα στην πανδημία. Λόγω του εγκλεισμού και των περιοριστικών μέτρων αυξήθηκαν κατακόρυφα τα περιστατικά και οι καταγγελίες, αναδεικνύοντας την επείγουσα ανάγκη εφαρμογής πιο αποτελεσματικών πολιτικών για την εξάλειψη της ενδοσυντροφικής και ενδοοικογενειακής βίας.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει θέσει προτεραιότητα να αντιμετωπιστούν επαρκώς τα κρίσιμα αυτά ζητήματα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και για αυτό οι Επιτροπές Ισότητας των Φύλων και Δικαιωμάτων των Γυναικών (FEMM) και Νομικών Θεμάτων (JURI) καταρτίζουν την έκθεση για τον «Αντίκτυπο της Ενδοοικογενειακής Βίας στις Γυναίκες και τα Παιδιά και τα Δικαιώματα Γονικής Επιμέλειας», στην οποία έχω την τιμή να είμαι εισηγήτρια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Η σπουδαιότητα της έκθεσης αποτυπώνεται στο γεγονός ότι ήδη κατατέθηκαν 369 τροπολογίες από όλες τις πολιτικές ομάδες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, εν όψει της ψήφισής της μέσα στους επόμενους μήνες.

Με την έκθεση αυτή το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο παίρνει ξεκάθαρη θέση επισημαίνοντας ότι στις περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας δεν μπορεί να υπάρχει συνεπιμέλεια και κοινή φροντίδα, διότι είναι ασυμβίβαστη με τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα των θυμάτων: Του κακοποιημένου γονέα και του παιδιού.

Είναι σαφές ότι το κάθε παιδί χρειάζεται και τους δύο γονείς του σταθερά στη ζωή του. Και οι γονείς έχουν το δικαίωμα και ταυτόχρονα την υποχρέωση να είναι ενεργοί στην ανατροφή των παιδιών τους, ανεξάρτητα από το αν αποφασίζουν οι ίδιοι να χωρίσουν. Το κάθε διαζύγιο όμως και η κάθε υπόθεση επιμέλειας είναι ξεχωριστή, για αυτό και πρέπει να εξετάζεται από τον εκάστοτε δικαστή κατά περίπτωση και ανεξάρτητα.

Ελάχιστος μέχρι σήμερα αριθμός κρατών-μελών της ΕΕ έχει θεσπίσει ειδική νομοθετική διάταξη που να καθιστά υποχρεωτική τη συνεκτίμηση της βίαιης συμπεριφοράς του γονέα ως προϋπόθεση για τη λήψη απόφασης για τη γονική επιμέλεια και μέριμνα. Ο αντίκτυπος της βίας δεν λαμβάνει τη βαρύτητα που θα έπρεπε, όταν αποφασίζεται από τις δικαστικές αρχές σε ορισμένες χώρες η επιμέλεια ενός παιδιού, η πρόσβαση, οι επισκέψεις και η επικοινωνία μαζί τους.

Πρόκειται για ένα συστηματικό κενό που παραβιάζει κατάφορα το Διεθνές Δίκαιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και τη θεμελιώδη αρχή του «υπέρτατου συμφέροντος του παιδιού». Ταυτόχρονα συνιστά παραβίαση της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης, που απαιτεί τα κράτη να εγκρίνουν αναγκαία νομοθετικά ή άλλα μέτρα για να διασφαλίσουν ότι «τα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας λαμβάνονται υπόψη κατά τον καθορισμό των δικαιωμάτων επιμέλειας και επισκέψεων και ότι η άσκησή τους δεν θέτει σε κίνδυνο τα δικαιώματα και την ασφάλεια του θύματος ή των παιδιών του».

Στην έκθεση καλούμε τα κράτη-μέλη της ΕΕ να εφαρμόσουν αποτελεσματικά νομικά μέτρα προστασίας για τα θύματα της ενδοοικογενειακής βίας καθ’ όλη τη διάρκεια των νομικών διαδικασιών. Ενώ και οι αποφάσεις για υποθέσεις συνεπιμέλειας πρέπει να αναβάλλονται έως ότου διενεργηθούν επαρκείς έρευνες για τα καταγγελλόμενα περιστατικά και αντίστοιχες εκτιμήσεις κινδύνου από τις αρμόδιες αρχές.

Αυτό είναι ένα εξαιρετικά επίκαιρο ζήτημα στην Ελλάδα, όπου επιχειρείται η μεταρρύθμιση του νόμου για το Οικογενειακό Δίκαιο.

Οι θέσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για το ευαίσθητο αυτό ζήτημα θα πρέπει να ληφθούν υπόψη στο νέο νομοθέτημα, που επιβάλλεται να εξασφαλίζει ότι σε κάθε περίπτωση το παιδί και ο κακοποιημένος γονέας δεν θα αφήνονται απροστάτευτοι και εκτεθειμένοι στον κίνδυνο να υποστούν συνεχή και επαναλαμβανόμενη βία από τον κακοποιητή τους, μόνο και μόνο με την επίκληση και αξίωση του τελευταίου να ασκεί τα γονικά του καθήκοντα στο πλαίσιο της συνεπιμέλειας, πόσω μάλλον υποχρεωτικής.

Ταυτόχρονα, με την έκθεση προτείνουμε, μεταξύ άλλων, τη δημιουργία θεσμών εξειδικευμένων δικαστηρίων, ώστε εξειδικευμένοι δικαστές να αναλαμβάνουν υποθέσεις Οικογενειακού Δικαίου, με την υποστήριξη ειδικών επιστημόνων, ψυχολόγων, παιδοψυχολόγων. Παράλληλα, ζητούμε υποχρεωτική εξειδικευμένη κατάρτιση του δικαστικού και αστυνομικού προσωπικού, του ιατροδικαστικού προσωπικού και των επαγγελματιών του τομέα της Υγείας για την ενδοοικογενειακή βία και τους μηχανισμούς της, ώστε να αποφεύγονται οι αποκλίσεις μεταξύ δικαστικών αποφάσεων, οι διακρίσεις ή η δευτερογενής θυματοποίηση των θυμάτων.

 

Το άρθρο της Έλενας Κουντουρά δημοσιεύθηκε στο «Παρόν»