Η υπόθεση των επισυνδέσεων φέρνει την κυβέρνηση αντιμέτωπη με τη μεγαλύτερη κρίση από τότε που ανέλαβε τιμόνι της χώρας και δίνει πάσα στην αντιπολίτευση να «σκοράρει» μερικούς εύκολους πόντους.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ωστόσο, παραμένει δέσμιος του παρελθόντος του. Η ακραία πόλωση, το τοξικό κλίμα αντιπαράθεσης που πασχίζει να επιβάλλει κάθε φορά που διαισθάνεται μια πολιτική ευκαιρία, υπενθυμίζει ξανά στη μεγάλη πλειονότητα των πολιτών γιατί τον καταψήφισαν το 2019. Αντί να δημιουργεί ρήγμα στην κυβέρνηση, συμβάλλει, με το ύφος και το περιεχόμενο της αντιπολιτευτικής του στρατηγικής, στην επανασυσπείρωση των ψηφοφόρων της.
Προς τα εκεί άλλωστε συγκλίνουν και οι τελευταίες δημοσκοπήσεις οι οποίες εμφανίζουν μικρή φθορά της ΝΔ και ακόμα πιο ισχνά κέρδη για την αξιωματική αντιπολίτευση. Ο ΣΥΡΙΖΑ υπερεπένδυσε στις παρακολουθήσεις και την τοξικότητα αλλά τα αποτελέσματα είναι πολύ κατώτερα των προσδοκιών, επαναφέροντάς τον σε αντιπολιτευτική αμηχανία.
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η κυβέρνηση βγαίνει αλώβητη. Η υπόθεση των επισυνδέσεων πλήττει την εικόνα της τόσο στο εσωτερικό της χώρας, όσο και στο εξωτερικό. Ταυτοχρόνως, δημιουργεί ρήγμα στη σχέση της με ένα μικρό αλλά δυνάμει κρίσιμο ποσοστό κεντρώων και φιλελεύθερων ψηφοφόρων.
Η ΝΔ κέρδισε πανηγυρικά τις τελευταίες εκλογές υποσχόμενη μεγαλύτερη ανάπτυξη και λιγότερους φόρους, περισσότερες και καλύτερες δουλειές, αλλά και περισσότερη ασφάλεια. Ένα θετικό αφήγημα που έδινε ελπίδα και προοπτική στον κόσμο. Κέρδισε, με δυο λόγια, την πολιτική ηγεμονία, ιδίως στον ρευστό χώρο του κέντρου, ο οποίος καθορίζει, όχι μόνο το εκλογικό αποτέλεσμα, αλλά και τη μάχη των ιδεών.
Αλλά η τελευταία κρίση, σε συνδυασμό με την αναπόφευκτη φθορά της τριετούς διακυβέρνησης, την έχει φέρει σε αμυντική θέση. Σήμερα η κυβέρνηση δίνει την εντύπωση ότι τα ισχυρά της ατού είναι περισσότερο οι αδυναμίες του αντιπάλου της (ΣΥΡΙΖΑ), παρά οι δικές της πολιτικές πρωτοβουλίες. Το «οι άλλοι είναι χειρότεροι» ή το «να μη μπει η χώρα σε περιπέτειες» μπορεί να πείθουν αρκετούς ψηφοφόρους γιατί απηχούν την πραγματικότητα, αλλά δεν δημιουργούν ισχυρές πολιτικές ταυτίσεις. Η κυβέρνηση διατηρεί μεν την πολιτική κυριαρχία, αλλά κινδυνεύει να χάσει την ηγεμονία.
Επιπλέον, η υπόθεση των παρακολουθήσεων φαίνεται να ακυρώνει την προοπτική συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ σε περίπτωση μη αυτοδυναμίας στις επόμενες εκλογές, αποδυναμώνοντας το επιχείρημα της κυβέρνησης ότι είναι η μόνη που μπορεί να διασφαλίσει τη σταθερότητα της χώρας. Η ΝΔ θα είναι πιθανότατα πρώτη, θα μπορεί όμως να σχηματίσει και κυβέρνηση; Τα παραπάνω συντείνουν σε μια κατάσταση εύθραυστης κυριαρχίας η οποία μπορεί εύκολα να ανατραπεί στην επόμενη «στραβή». Και ο Χειμώνας αναμένεται ιδιαίτερα δύσκολος.
Για αυτό είναι κρίσιμο η κυβέρνηση να ανακτήσει και πάλι την πρωτοβουλία των κινήσεων και να καθορίσει εκείνη την ατζέντα των επόμενων μηνών, θέτοντας τα δικά της διλήμματα και αναδεικνύοντας τα επιτεύγματά της στην οικονομία, στα εθνικά θέματα, στον εκσυγχρονισμό του κράτους. Αν συρθεί πίσω από την ατζέντα της αντιπολίτευσης μόνο χαμένη μπορεί να βγει.
Αλλά αυτό δεν θα είναι εύκολο. Γιατί σήμερα αυτά τα επιτεύγματα κρίνονται πιο αυστηρά από τους πολίτες και αξιολογούνται μέσα από το πρίσμα των άμεσων επιπτώσεων που έχουν στη τσέπη τους.
Ο πληθωρισμός εξελίσσεται σε μεγάλη πληγή, ιδίως για τα μεσαία και χαμηλά εισοδήματα. Ο κόσμος έπαθε σοκ με την ακρίβεια στους τουριστικούς προορισμούς το καλοκαίρι, με αποτέλεσμα πολλοί να μην μπορέσουν να κάνουν διακοπές ή να τις περιορίσουν σε λίγες μόνο ημέρες. Παράλληλα, ένας νέος γύρος ανατιμήσεων στα είδη πρώτης ανάγκης βρίσκεται προ των πυλών.
Σε αυτό το σκηνικό λοιπόν, που οι πολίτες έχουν χάσει το 30% με 40% της αγοραστικής τους δύναμης, η κυβέρνηση δεν μπορεί να παραθέτει αριθμούς για τα ρεκόρ στον τουρισμό και τις επενδύσεις ή να εξαγγέλλει ένα ακόμη επίδομα που θα φαντάζει πολύ λίγο μπροστά στις αυξήσεις στο κόστος ζωής. Χρειάζονται παρεμβάσεις πιο ουσιαστικές και διαρκείς, που θα ανακουφίζουν πραγματικά τη μεσαία τάξη και θα δίνουν ξανά ελπίδα, κόντρα στη διάχυτη πεποίθηση ότι μόνο χειρότερα μπορούν να γίνουν τα πράγματα.
Σημαντικότερο όλων όμως σε ο,τι κάνει, είναι να αλλάξει το ύφος και τον τόνο της φωνής της. Έχει επιτρέψει στην αντιπολίτευση να περάσει την εικόνα μιας σκληρής και ανάλγητης κυβέρνησης που την ενδιαφέρουν μόνο οι μεγάλες επενδύσεις και τα συμφέροντα. Όσο κάνει επικοινωνία με «ψυχρά» νούμερα, fuel pass και ψηφιακές πλατφόρμες για επιδόματα, αυτό το ρήγμα θα μεγαλώνει.
Η κυβέρνηση χρειάζεται επειγόντως ΕΝΣΥΝΑΙΣΘΗΣΗ, είναι κρίσιμο να δείξει ότι ΝΟΙΑΖΕΤΑΙ, και όχι να απαριθμεί δισεκατομμύρια και επιδόματα χωρίς συναίσθημα.
Το άρθρο του Γιάννη Δέτση δημοσιεύθηκε στο powergame.gr