Ο Λανγκ Λανγκ θα βρεθεί για πρώτη φορά στο Ηρώδειο με χορηγία της Τράπεζας Πειραιώς.
Πιο συγκεκριμένα όπως αναφέρεται και στην ανακοίνωση:
Λανγκ Λανγκ σημαίνει Λαμπερός Ουρανός. Και αλήθεια, ποιος μπορεί να αγνοήσει την λάμψη που περιβάλλει αυτόν τον «αδιαμφισβήτητο σούπερ σταρ του πιάνου» όπως τον αποκαλούν οι Times; Η πρώτη εμφάνιση του Λανγκ Λανγκ στο Ηρώδειο με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών (15.07, 21:00) αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα μουσικά γεγονότα του καλοκαιριού. Μια πολυαναμενόμενη ερμηνεία του Κοντσέρτου για πιάνο και ορχήστρα του Γκρηγκ, ενός έργου που όπως λέει «είναι γεμάτο φρεσκάδα, γι’ αυτό και ταιριάζει στο καλοκαίρι». Ματιές στα προσεχώς, λοιπόν. Σε μια βραδιά με τεράστιο εύρος συναισθημάτων στα 88 πλήκτρα του πιάνου. Στη συναυλία που για μια ακόμα φορά θα υποβάλει τους θεατές διεκδικώντας την απόλυτη προσοχή τους σε κάθε μουσικό φθόγγο, για «να μην χάσουν τις νότες που σβήνουν σε συγκλονιστικά πιανίσιμο» όπως σημειώνουν οι κριτικοί.
Σε μια βραδιά ασυνήθιστης χημείας και οικειότητας ανάμεσα στον σολίστα και τον αρχιμουσικό Κρίστοφ Έσενμπαχ, ο οποίος υπήρξε δάσκαλός του. Τον μυθικό Κρίστοφ Έσενμπαχ, που θα οδηγήσει την ορχήστρα στην Τέταρτη Συμφωνία του Τσαϊκόφσκυ. Δημιουργία για την μοιραία αναζήτηση της ευτυχίας την οποία όπως συμβούλευε ο συνθέτης «αν δεν βρίσκεις στον εαυτό σου, γλέντα με την χαρά των άλλων και μπορείς ακόμα να ζήσεις».
Η συναυλία πραγματοποιείται με την πολύτιμη συνεισφορά της Τράπεζας Πειραιώς, η οποία τελεί Χρυσός Χορηγός.
Το πρόγραμμα με μια ματιά
ΕΝΤΒΑΡΝΤ ΓΚΡΗΓΚ (1843-1907)
Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα σε λα ελάσσονα, έργο 16
ΠΙΟΤΡ ΙΛΙΤΣ ΤΣΑΪΚΟΦΣΚΥ (1840–1893)
Συμφωνία αρ. 4 σε φα ελάσσονα, έργο 36
ΣΟΛΙΣΤ
Λανγκ, πιάνο
ΜΟΥΣΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ
Κρίστοφ Έσενμπαχ
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΕΙΣΙΤΗΡΙΩΝ
Διακεκριμένη ζώνη 120€
Ζώνη Α΄ 100€
Ζώνη Β΄ 80€
Ζώνη Γ΄ 70€
ΑΜΕΑ 5€
Άνω διάζωμα, 55€, 45€, 35€, 25€
Φοιτητικό/ 65+/ Καλλιτεχνικών σωματείων 44€, 36€, 28€, 20€
Ανέργων/ Σπουδαστικό Καλλιτεχνικών Σχολών 5€
Online αγορά εδώ
Ο Λανγκ Λανγκ έχει πει…
Κατά τη γνώμη μου, ως ερμηνευτές, δεν δημιουργούμε ποτέ κάτι με την πραγματική σημασία της λέξης. Αυτό που κάνουμε, βασικά, είναι να αναδημιουργούμε το κομμάτι. Αλλά πάντα προσπαθώ να βρίσκω μια οπτική γωνία στο έργο που είναι σημαντική για μένα, που δημιουργεί μια σύνδεση μεταξύ της μουσικής και το στάδιο της ζωής μου στο οποίο βρίσκομαι τη συγκεκριμένη στιγμή.
Το σχόλιο του μαέστρου
Ο Λανγκ Λανγκ διαθέτει έναν συνδυασμό ταλέντων και μια μοναδική προσωπικότητα. Μουσικότητα, βαθιά κατανόηση της παρτιτούρας, απίστευτη τεχνική. Όλα αυτά μαζί με τη χαρισματική του προσωπικότητα τον καθιστούν έναν σπουδαίο καλλιτέχνη.
Για την ιστορία…
ΕΝΤΒΑΡΝΤ ΓΚΡΗΓΚ (1843 – 1907)
Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα σε λα ελάσσονα, έργο 16
- Allegro molto moderato
- Adagio
- Allegro moderato molto e marcato
Η τεράστια απήχηση και δημοτικότητα του κοντσέρτου για πιάνο του Νορβηγού συνθέτη Έντβαρντ Γκρηγκ είναι αξιοσημείωτη, δεδομένου ότι αποτελεί το μοναδικό (ολοκληρωμένο) κοντσέρτο, που έγραψε ο συνθέτης και μάλιστα μόλις σε ηλικία 25 ετών. Η σύνθεση του έργου έλαβε χώρα κατά κύριο λόγο το καλοκαίρι του 1868 στη Δανία, όπου ο Γκρηγκ είχε καταφύγει κυρίως για λόγους κλιματικούς. Απογοητευμένος από το περιορισμένο κοινό «σοβαρής» μουσικής και από τη συγκρατημένη αποδοχή των πρώτων του συνθέσεων στη γενέτειρά του, ο Γκρηγκ φρόντισε να γίνει και η πρώτη εκτέλεση του κοντσέρτου του στη Δανία (Κοπεγχάγη), στις 3 Απριλίου 1869, με σολίστα τον Έντμουντ Νόιπερτ. Ο συνθέτης δεν μπόρεσε να παρακολουθήσει την πρεμιέρα λόγω ανειλημμένων καλλιτεχνικών υποχρεώσεων στο Όσλο, αλλά ο Νόιπερτ έσπευσε να του γράψει για τον πραγματικό θρίαμβο, που είχε συντελεστεί. Λίγο καιρό αργότερα ο Γκρηγκ συνάντησε τον Φραντς Λιστ, ο οποίος είχε την ευκαιρία να δει και να παίξει το κοντσέρτο και ενθάρρυνε σημαντικά το νέο συνθέτη δίνοντάς του παράλληλα συμβουλές κυρίως ενορχηστρωτικής φύσεως, πολλές από τις οποίες ο Γκρηγκ έλαβε υπόψη του σε μεταγενέστερες αναθεωρήσεις του έργου.
Όπως πολλοί μελετητές έχουν εύστοχα επισημάνει, το κοντσέρτο παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με το κοντσέρτο για πιάνο του Σούμαν, π.χ. είναι και τα δύο γραμμένα σε λα ελάσσονα και η πρώτη είσοδος του σολιστικού οργάνου πραγματώνεται και στα δύο με θεαματικό τρόπο μετά από μία ισχυρή ατάκα της ορχήστρας. Ο Γκρηγκ είχε όντως ακούσει το κοντσέρτο του Σούμαν από την Κλάρα Σούμαν κατά τα χρόνια των σπουδών του στο Ωδείο της Λειψίας (1858 – 1862)· ο θαυμασμός για αυτό ήταν τόσο μεγάλος και ειλικρινής, που ήταν αναπόφευκτο να αποτελέσει πηγή έμπνευσης στη σύνθεση του δικού του κοντσέρτου.
Το πιάνο εν γένει υπήρξε βασικός πόλος στη συνθετική δημιουργία του Γκρηγκ, με αποτέλεσμα ο Χανς φον Μπύλοβ να τον αποκαλέσει «Σοπέν του Βορρά». Όμως ο Γκρηγκ δεν ήταν επ’ ουδενί ένας απλός μιμητής. Αντιθέτως, ενώ στηρίχθηκε στιλιστικά και μορφολογικά στην οικεία για αυτόν γερμανική ρομαντική παράδοση, επηρεάστηκε εξίσου από τη δημοτική μουσική της ιδιαίτερης πατρίδας του, η οποία με ανάγλυφο τρόπο σφράγισε υφολογικά το κοντσέρτο του, όπως άλλωστε και το σύνολο της δημιουργίας του. Ο ιδιαίτερος τρόπος, με τον οποίο ο συνθέτης εξισορρόπησε τον αστείρευτο λυρισμό του με μία πρόδηλη πιανιστική δεξιοτεχνία, κατέστησε το Κοντσέρτο ως ένα από τα δημοφιλέστερα της φιλολογίας του πιάνου, ενώ κορυφαίοι συνθέτες, όπως ο Τσαϊκόφσκυ ή ο Σαίνμπεργκ, εξέφρασαν ανοιχτά την αμέριστη εκτίμησή τους για το έργο.
Μετά την εντυπωσιακή είσοδο του πιάνου, το πρώτο μέρος συνεχίζει με την ορχήστρα να εκθέτει το ρομαντικό και δραματικό πρώτο θέμα, που κατόπιν περνάει στο πιάνο. Τα βιολοντσέλα εισάγουν το λυρικότερο δεύτερο θέμα, που αποτελεί παραλλαγή ενός νορβηγικού τραγουδιού. Μετά την επεξεργασία των θεμάτων και την επανέκθεσή τους, όπως επιτάσσει μία κλασική φόρμα σονάτας, ακολουθεί μία άκρως δεξιοτεχνική και μεγαλοπρεπής καντέντσα του πιάνου και μία λαμπερή coda. Το δεύτερο μέρος είναι ένα ήρεμο, ποιμενικού χαρακτήρα Adagio, που ξεκινά με μία σκοτεινή μελωδία από τα έγχορδα. Το πιάνο στη συνέχεια σχολιάζει ραψωδικά έως ότου συμπαρασύρει την ορχήστρα σε δραματική κορύφωση, που με τη σειρά της καταλαγιάζει επαναφέροντας την αρχική ατμόσφαιρα. Το άκρως δεξιοτεχνικό για το πιάνο φινάλε βασίζεται σε δύο αντιθετικά θέματα, το πρώτο εξωστρεφές και έντονα χορευτικού χαρακτήρα, ενώ το δεύτερο ήπιο και αιθέριο. Το μέρος ολοκληρώνεται με το δεύτερο θέμα σε μεγαλοπρεπή μεταμόρφωση, όπου πιάνο και ορχήστρα από κοινού οδηγούνται σε μεγαλειώδη καταληκτική κορύφωση.
ΠΙΟΤΡ ΙΛΙΤΣ ΤΣΑΪΚΟΦΣΚΥ (1840 – 1893)
Συμφωνία αρ.4 σε φα ελάσσονα, έργο 36
- Andante sostenuto – Moderato con anima
- Andantino in modo di canzone – Più mosso – Tempo I
- Scherzo: Pizzicato ostinato (Allegro – Meno mosso – Tempo I)
- Finale: Allegro con fuoco
Ακριβώς την εποχή που ξεκινούσε να σχεδιάζει την Τέταρτη Συμφωνία του (Μάιος 1877), ο Τσαϊκόφσκυ δέχθηκε μία επιστολή από μία παλιά του μαθήτρια, την Αντονίνα Μιλιούκοβα, η οποία εξέφραζε προς εκείνον τα βαθιά της ερωτικά αισθήματα. Η κοπέλα συνέχισε να «πολιορκεί» τον συνθέτη και εκείνος, σκεπτόμενος πως ένας γάμος θα έκρυβε από τον κοινωνικό του περίγυρο την ομοφυλοφιλία του, κατέληξε να την παντρευτεί τον ερχόμενο Ιούλιο. Ο γάμος τους διήρκεσε ουσιαστικά λίγο παραπάνω από δύο εβδομάδες. Η Συμφωνία βέβαια είχε εν πολλοίς σχηματοποιηθεί πριν από αυτόν, άρα η μουσική της ουσία δεν σχετίζεται με την οικτρή του αποτυχία. Η ενορχήστρωση εντούτοις έγινε από τον Σεπτέμβριο ως τον Ιανουάριο του 1878, σε μία περίοδο εύλογα πολύ δύσκολη συναισθηματικά για τον Τσαϊκόφσκυ, που καταρρακωμένος αναζήτησε μία διέξοδο ταξιδεύοντας σε Ελβετία, Γαλλία και Ιταλία.
Η Συμφωνία παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στις 22 Φεβρουαρίου 1878 στη Μόσχα υπό τη διεύθυνση του Νικολάι Ρουμπινστάιν και αφιερώθηκε σε μία άλλη σημαντική γυναίκα της ζωής του συνθέτη, τη Ναντέζντα φον Μεκ. Η σχέση τους ξεκίνησε λίγους μήνες πριν από τα παραπάνω γεγονότα και κράτησε για σχεδόν δεκατέσσερα χρόνια. Σε αυτό το διάστημα ουδέποτε συναντήθηκαν αλλά αλληλογραφούσαν τακτικά· η φον Μεκ αναδείχθηκε σε στενή φίλη, ένθερμη υποστηρίκτρια και μεγάλη ευεργέτιδα για τον Τσαϊκόφσκι. Σε εκείνη λοιπόν εκμυστηρεύθηκε αναλυτικά τις σκέψεις του γύρω από το «πρόγραμμα» της Τέταρτης Συμφωνίας:
«…Η Εισαγωγή [φανφάρα των χάλκινων πνευστών] είναι ο πυρήνας όλης της Συμφωνίας, αναμφίβολα η κύρια ιδέα της. Είναι η Μοίρα, αυτή η θανάσιμη δύναμη που στέκεται εμπόδιο στην επιτυχή αναζήτηση της ευτυχίας, που με φθόνο εξασφαλίζει πως η ειρήνη και η χαρά δεν θα είναι ολοκληρωμένες και ασυννέφιαστες… Το δεύτερο μέρος [ανοίγει με ένα μελαγχολικό σόλο του όμποε] δείχνει μία άλλη όψη της θλίψης. Πόσο θλιβερό είναι που τόσα πολλά είναι ήδη παρελθόν! Κανείς πενθεί για όσα έχασε αλλά δεν έχει ούτε το κουράγιο ούτε την επιθυμία να αρχίσει μία νέα ζωή. Υπάρχει μια γλυκόπικρη ανακούφιση στην αναπόληση… Δεν υπάρχει συγκεκριμένο συναίσθημα για το τρίτο μέρος [τα έγχορδα παίζουν με πιτσικάτο]. Υπάρχουν περίτεχνες χειρονομίες όλο καπρίτσιο, θολές φιγούρες, σαν κι αυτές που γεννά η φαντασία κάποιου που έχει πιει. Από μακριά ακούγεται μία στρατιωτική μουσική. Πρόκειται για ασύνδετες εικόνες που περνούν από το μυαλό ενός κοιμισμένου… Όσο για το φινάλε, αν δεν βρίσκεις τη χαρά στον εαυτό σου, κοίτα γύρω σου. Πήγαινε προς τους ανθρώπους. Δες πώς μπορούν να χαίρονται τη ζωή και πώς παραδίνονται ολοκληρωτικά στη γιορτή [τα ξύλινα πνευστά παρουσιάζουν τη μελωδία ενός παραδοσιακού τραγουδιού]! Πριν προλάβουμε όμως να λησμονήσουμε τον εαυτό μας μες στη χαρά των άλλων, η Μοίρα [μοτίβο της αρχής] κάνει ακόμα μία φορά αισθητή την παρουσία της. Αλλά η χαρά συνεχίζει να υπάρχει, απλή και αθώα. Γλέντα με τη χαρά των άλλων και μπορείς ακόμα να ζήσεις.»