Στο χάρτη της υψηλότερης επίπτωσης του κορονοϊού τις τελευταίες 14 ημέρες εντάσσεται και η δυτική Αττική, μαζί με όλη τη βόρεια Ελλάδα και τη Θεσσαλία. Αυτό σημαίνει ότι καταγράφει περισσότερα από 150 κρούσματα ανά 150.000 πληθυσμού.
Τον προβληματισμό των λοιμωξιολόγων και των επιδημιολόγων για τη δυτική Αττική εξέφρασε χθες ο υπουργός Υγείας, Βασίλης Κικίλιας, κατά την τακτική για τον κορονοϊό ενημέρωση. Οπως προκύπτει από τα στοιχεία, και όσα έχουν τονίσει οι ειδικοί που εκπροσωπούν την Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων του υπουργείου Υγείας στις ενημερώσεις, ο ρυθμός βελτίωσης της επιδημιολογικής κατάστασης στην Αττική είναι πιο αργός σε σχέση με τη Θεσσαλονίκη.
Από την αρχή αυτής της εβδομάδας η Θεσσαλονίκη έρχεται σταθερά δεύτερη όσον αφορά στη γεωγραφική κατανομή των νέων διαγνώσεων που ανακοινώνονται. Ειδικότερα, τη Δευτέρα, το Λεκανοπέδιο κατέγραψε 250 νέα κρούσματα, έναντι 243 η Θεσσαλονίκη, την Τρίτη η Αττική δήλωσε 303 περιστατικά ενώ η Θεσσαλονίκη 283 και χθες, Τετάρτη, οι νέες διαγνώσεις ανήλθαν σε 365 και 317 αντίστοιχα. Για όλες τις προηγούμενες εβδομάδες του lockdown, η “πρωτειά” της Αττικής έχει σημειωθεί μόλις άλλες τρεις ημέρες, στις 16 Νοεμβρίου, στις 29/11 και στις 30/11.
Η ανατροπή αυτή της Αττικής δείχνει την εύθραυστη κατάσταση για την οποία έχουν μιλήσει επανειλημμένα οι ειδικοί όσον αφορά στην εξέλιξη της πανδημίας. Το ίδιο και τα βασικά χαρακτηριστικά του επιδημικού κύματος στην Ελλάδα αυτή την περίοδο, δηλαδή η αργή υποχώρηση των κρουσμάτων και η μεγάλη πίεση στο ΕΣΥ. Ο αριθμός των ημερήσιων κρουσμάτων που ανακοίνωσε χθες ο ΕΟΔΥ είναι 1677, αυξημένος συγκριτικά με τον αντίστοιχο αριθμό των προηγούμενων ημερών. Η διασπορά του κορονοϊού στην κοινότητα παραμένει μεγάλη, καθώς νέα περιστατικά καταγράφονται σε 50 περιφερειακές ενότητες της χώρας, με την αλυσίδα μετάδοσης να παραμένει ανθεκτική σε ορισμένες εξ αυτών.
Ο υπουργός Υγείας χθες μετέφερε την ανησυχία του ίδιου και του καθηγητή, Σωτήρη Τσιόδρα, για άλλες εννέα περιοχές, εκτός από τη δυτική Αττική. Πρόκειται για τις Περιφερειακές Ενότητες Πιερίας, Δράμας, Κιλκίς, Πέλλας, Ξάνθης, Ημαθίας, Θεσσαλονίκης, Λάρισας και Φλώρινας.
“Εάν υποθέσουμε ότι προχωράμε σε μία περαιτέρω χαλάρωση στις επόμενες ημέρες, εάν οι επιδημιολογικοί δείκτες δεν πέσουν, δεν μειωθούν οι νοσηλευόμενοι στα Νοσοκομεία μας, το ερώτημα το οποίο τίθεται, ένα ερώτημα απλό και σκληρό όμως, είναι πού νοσηλεύει κανείς τους συμπολίτες του, είναι πώς μπορεί να βρει κάποιος ένα κρεβάτι εντατικής θεραπείας, εάν και εφόσον ξανααυξηθούν τα κρούσματα, και μάλιστα ραγδαία, μετά από μία χαλάρωση;”, διερωτήθηκε ο κ. Κικίλιας και εξήγησε με στοιχεία γιατί η κατάσταση παραμένει ιδιαίτερα κρίσιμη:
“Το λέω αυτό γιατί ο μέσος όρος παραμονής ενός ασθενούς σε ΜΕΘ είναι 15 ημέρες και ο μέσος όρος διασωλήνωσης στην Ελλάδα είναι 10-11 ημέρες. Και αυτά είναι τα σκληρά στοιχεία των Νοσοκομείων του ΕΣΥ, τα οποία θα πρέπει να μας κάνουν να αναρωτιόμαστε όλοι αυτές τις γιορτινές ημέρες που πλησιάζουν, εάν θα αντέξουμε ως κοινωνία, ως Ελλάδα, ως χώρα, ως άνθρωποι, ως πολίτες και θα στηρίξουμε με αλληλεγγύη τους συνανθρώπους μας, σε αυτή τη δύσκολη μάχη που δίνουν και θα προστατεύσουμε τους πιο μεγάλους σε ηλικία ή εάν θα συμπεριφερθούμε ανεύθυνα και θα υπολογίσουμε μόνο ο καθένας τον εαυτό του και το ατομικό συμφέρον”.
Η πίεση των ΜΕΘ και των νοσοκομείων είναι αυτή που δεν επιτρέπει σε επιδημιολόγους και λοιμωξιολόγους να δώσουν το “πράσινο φως” για χαλάρωση των μέτρων και μερικό άνοιγμα της οικονομίας.
Ο ΕΟΔΥ χθες ανακοίνωσε ότι στις Εντατικές νοσηλεύονται διασωληνωμένοι 578 ασθενείς. Σύμφωνα με τον κ. Κικίλια, η πληρότητα στις ΜΕΘ για τον κορονοϊό είναι στο 83% σε επίπεδο επικράτειας, στο 77% στην Αττική και στο 91% για τη Θεσσαλονίκη.
Πηγή: «Ελεύθερος Τύπος»