Με θερμά λόγια για το βιβλίο -για τη Συμφωνία των Πρεσπών- του Νίκου Κοτζιά «Η λογική της λύσης», «μίλησε» η Μαριλένα Κοππά, αναπληρώτρια καθηγήτρια Συγκριτικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και μέλος του Δ.Σ. του ΙΔΙΣ.
Η κ. Κοππά, με άρθρο της στην «Καθημερινή», μεταξύ άλλων τονίζει ότι πρόκειται για «ένα βιβλίο θεωρίας αλλά και ένα εξαιρετικό εγχειρίδιο διαπραγματεύσεων και διπλωματικής πρακτικής».
Παράλληλα, κάνει ειδική μνεία στο γεγονός ότι ο πρώην Υπουργός Εξωτερικών «κατάφερε να μετατρέψει μια ταυτοτική διαφορά, μηδενικού αθροίσματος, άρα μη διαπραγματεύσιμη, σε μια διαφορά με πραγματικούς, αντικειμενικούς όρους, άρα διαπραγματεύσιμη και θετικού αθροίσματος, όπου και οι δύο πλευρές μπορούσαν να βγουν νικητές», εντοπίζοντας με καθαρότητα τις «κόκκινες γραμμές» των δύο χωρών πέραν των οποίων ήταν αδύνατο να υποχωρήσουν.
Η αναπληρώτρια καθηγήτρια Συγκριτικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, σε άλλο σημείο του άρθρου της, ασκεί κριτική στη νυν κυβέρνηση, η οποία -όπως αναφέρει- «δεν αξιοποίησε καθόλου τη δυναμική και τις ευκαιρίες που προσέφερε η συμφωνία για την περαιτέρω κατοχύρωση των ελληνικών θέσεων. Η μη επικύρωση των συνοδευτικών πρωτοκόλλων στη Βουλή, η αδιαφορία για τις επιτροπές σχολικών βιβλίων και σημάτων (που ενδιαφέρουν πρωτίστως την Ελλάδα) σηματοδοτούν μια κοντόφθαλμη στάση αυτών που κόπτονται για τα εθνικά δίκαια αλλά την κρίσιμη στιγμή, κατά την οποία μπορούν να τα προωθήσουν, κρύβονται πίσω από την αδυναμία του πολιτικού κόστους».
Αναλυτικά το άρθρο της κ. Κοππά:
Το βιβλίο του Νίκου Κοτζιά «Η λογική της λύσης» είναι εντυπωσιακό. Για τον όγκο του, τη δομή του, την ευρύτητά του, την πειθώ των επιχειρημάτων του. Το ζήτημα του ονόματος με τη γειτονική χώρα, οι ρίζες του αλλά και η στρατηγική που ακολουθήθηκε για την επίλυσή του είναι η αφετηρία αυτού του βιβλίου. Ομως το βιβλίο είναι πολύ περισσότερα από αυτό: κατά βάση είναι ένα βιβλίο θεωρίας αλλά και ένα εξαιρετικό εγχειρίδιο διαπραγματεύσεων και διπλωματικής πρακτικής.
Ο Κοτζιάς παρουσιάζει αρχικά το πρόβλημα, το γεωπολιτικό και ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτύχθηκε το μακεδονικό ζήτημα, και στη συνέχεια αναλύει έννοιες που σχετίζονται με αυτό: της εθνικής ταυτότητας και της ιθαγένειας, του αλυτρωτισμού, του εθνικισμού, για να καταλήξει στο ονοματολογικό πρόβλημα με τη γειτονική χώρα, το οποίο ως υπουργός το 2015 καλείται να χειριστεί και να επιλύσει.
Ο συγγραφέας ξεκινά από την πρώτη περίοδο της υπουργίας του, όταν στην τότε ΠΓΔΜ πρωθυπουργός είναι ακόμη ο Γκρούεφσκι, ο οποίος απορρίπτει κάθε λύση, κάθε προσέγγιση. Τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης που θα επιτύχει η Αθήνα θα αποτελέσουν τη βάση για τη διαπραγμάτευση που θα ξεκινήσει με την άνοδο στην εξουσία του Ζόραν Ζάεφ, υποστηρικτή της επίλυσης της διαφοράς με την Ελλάδα.
Για να φτάσει να μιλήσει, αναλυτικά, διεξοδικά, για τη συγκεκριμένη διαπραγμάτευση που θα αρχίσει ο ίδιος, ο Κοτζιάς διδάσκει θεωρία, αρχές και μέσα διαπραγμάτευσης, με πολλαπλές αναφορές και σε άλλες μεγάλες διαπραγματεύσεις της χώρας. Το βιβλίο παρουσιάζει βήμα βήμα μια δύσκολη πορεία εν μέσω αντιδράσεων, τόσο από την τότε αντιπολίτευση που επιχειρεί να κεφαλαιοποιήσει στη μη λύση όσο και από τον κυβερνητικό εταίρο, τους ΑΝΕΛ. Η διαπραγμάτευση όμως θα προχωρήσει γιατί υπάρχουν πολιτικά υποκείμενα που αναλαμβάνουν το βάρος των αποφάσεών τους, τόσο ο ΥΠΕΞ Νίκος Κοτζιάς όσο και η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, που μέσα στις αντιφάσεις της και στις επιθέσεις που δέχεται αποφασίζει να προχωρήσει. Η αντίληψη του Κοτζιά ότι «η Ιστορία δεν πρέπει να είναι φυλακή, πρέπει να είναι σχολείο» διατρέχει όλη τη διαπραγμάτευση. Σημαίνει ότι μέσα από την Ιστορία μαθαίνουμε για το μέλλον. Για να προχωρήσουμε, να λύσουμε προβλήματα και όχι για να εγκλωβιστούμε στο παρελθόν. Το βιβλίο είναι η ιστορία μιας μεγάλης ελληνικής επιτυχίας, της συμφωνίας των Πρεσπών, που έβαλε τέλος στη χρονίζουσα διαφορά για το όνομα της σημερινής Βόρειας Μακεδονίας και ξαναέβαλε την Ελλάδα στο «κάδρο» των Βαλκανίων. Η συμφωνία αυτή μαζί με τη συμφωνία του Ελσίνκι αποτελούν τις δύο μεγάλες στιγμές της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στη Μεταπολίτευση. Και στις δύο, χωρίς μικροκομματικούς υπολογισμούς, χωρίς στρογγυλέματα και πελατειακές λογικές, η χώρα πέτυχε στο μεν Ελσίνκι να βάλει τη διαιρεμένη Κύπρο στην Ε.Ε. με ανοιχτό το πολιτικό ζήτημα, στη δε συμφωνία των Πρεσπών να απαλλαχθεί από μια αχρείαστη διαφορά με τη βόρεια χώρα, που σε τελική ανάλυση λειτουργούσε υπέρ της Τουρκίας.
Η μεγάλη επιτυχία του Νίκου Κοτζιά ήταν που κατάφερε να μετατρέψει μια ταυτοτική διαφορά, μηδενικού αθροίσματος, άρα μη διαπραγματεύσιμη, σε μια διαφορά με πραγματικούς, αντικειμενικούς όρους, άρα διαπραγματεύσιμη και θετικού αθροίσματος, όπου και οι δύο πλευρές μπορούσαν να βγουν νικητές. Εντόπισε, δε, με καθαρότητα τις «κόκκινες γραμμές» των δύο χωρών πέραν των οποίων ήταν αδύνατο να υποχωρήσουν. Και στη βάση αυτή προχώρησε με συστηματικότητα, επιμονή και υπομονή και διαρκή διάλογο με την άλλη πλευρά, ώστε να βρεθούν τα κοινά σημεία και να αποτελέσουν βάση για περαιτέρω σύγκλιση των θέσεων. Είναι λυπηρό ότι η σημερινή κυβέρνηση δεν αξιοποίησε καθόλου τη δυναμική και τις ευκαιρίες που προσέφερε η συμφωνία για την περαιτέρω κατοχύρωση των ελληνικών θέσεων. Η μη επικύρωση των συνοδευτικών πρωτοκόλλων στη Βουλή, η αδιαφορία για τις επιτροπές σχολικών βιβλίων και σημάτων (που ενδιαφέρουν πρωτίστως την Ελλάδα) σηματοδοτούν μια κοντόφθαλμη στάση αυτών που κόπτονται για τα εθνικά δίκαια αλλά την κρίσιμη στιγμή, κατά την οποία μπορούν να τα προωθήσουν, κρύβονται πίσω από την αδυναμία του πολιτικού κόστους.
Εντέλει το βασικό ερώτημα που θέτει το βιβλίο είναι: Τι εξυπηρετεί το εθνικό συμφέρον; Μια ενεργητική εξωτερική πολιτική ή μια πολιτική ακινησίας; Μια πολιτική με προσωπικό κόστος που ανοίγει προοπτικές για τη χώρα ή η ασφάλεια της άρνησης κάθε διαλόγου, μια και –κατά την αντίληψη αυτή– κάθε διάλογος ισοδυναμεί με υποχώρηση;
Ο Κοτζιάς απαντά σε αυτά με παρρησία, προσφέροντάς μας ένα βιβλίο αναγκαίο για κάθε πολίτη που θέλει να έχει μια πλήρη εικόνα για μια διαπραγμάτευση που συγκλόνισε τη χώρα και οδήγησε σε μια ιστορική συμφωνία.