Τις υπεράνθρωπες προσπάθειες αλλά και την απόγνωση να σωθούν από την πύρινη λαίλαπα περιέγραψαν στο δικαστήριο σήμερα οι μάρτυρες στη δίκη για τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι.
Ο Αντώνης Γιαννακοδήμος, που έχασε τον πατέρα του στην φωτιά, κατέθεσε οργισμένος πως εκείνο το απόγευμα «ζήσαμε τον απόλυτο φόβο, την εξαθλίωση, την ταπείνωση, εγκαταλελειμμένοι από τους πάντες». Προσέθεσε δε ότι «σε γνωστό τηλεοπτικό σταθμό έλεγαν στις 12.00 το βράδυ “μάλλον έχουμε νεκρό”. Μάλλον! Αυτό με έχει σημαδέψει».
Όπως ανέφερε ο μάρτυρας, δύο φορές στο παρελθόν οι κάτοικοι στο Μάτι είχαν ειδοποιηθεί να φύγουν από τα σπίτια τους στη διάρκεια πυρκαγιών. Εκείνη την φορά όμως, πριν από πέντε χρόνια, «δεν υπήρξε καμία ενημέρωση» είπε .
«Έξι παρά είδα καπνό, μαύρο, νοτιοδυτικά. Βγαίνω έξω ανεβαίνω στην Μαραθώνος και έχω φωτιά στα 50 μέτρα. Σε κατάσταση πανικού επιστρέφω σπίτι, ειδοποιώ τους γονείς μου, πως υπάρχει φωτιά και πρέπει να φύγουμε.. Μπαίνω στο αυτοκίνητο με την οικογένειά μου και από πίσω, είναι ο πατέρας μου με το αυτοκίνητο. Κατεβαίνω προς την θάλασσα, σε κατάσταση πανικού. Από πίσω προσπαθεί ο πατέρας μου να μπει στο αυτοκίνητο. Δυστυχώς πέφτει ένα δέντρο και κλείνει τον δρόμο κάθετα ανάμεσα στο δικό μου αυτοκίνητο και του πατέρα μου. Είδα το πίσω μέρος του αυτοκινήτου του να παίρνει φωτιά, τον είδα να πηγαίνει προς Μαραθώνος. Δεν υπήρχε επιλογή συνέχισα ευθεία και πρέπει να μπήκα δεύτερο-τρίτο αμάξι στο λιμάνι του Ματιού, στις 6:30. Μείναμε στο λιμάνι μέχρι τις δώδεκα τα μεσάνυχτα» εξιστόρησε ο κ. Γιαννακοδήμος.
Η Σουμέλα Χατζηλαζαρίδου κατέθεσε στο δικαστήριο κλαίγοντας πως έμεινε επί έξι ώρες στην θάλασσα: «Δεν ήταν κανείς μαζί μου. Έμεινα εντελώς μόνη. Μου είπαν ότι ήταν 10-12 Μποφόρ. Άρχισα να κολυμπάω, σε μία φουρτουνιασμένη θάλασσα. Όλα ήταν μαύρα, δεν μπορούσα να δω και επικρατούσε απόλυτη σιωπή. Φανταστείτε έναν άνθρωπο, 65 ετών, σε μία αγριεμένη θάλασσα, που δεν φαινόταν τίποτα και μέσα στην απόλυτη σιωπή. Οι ώρες περνούσαν. Στράφηκα στην Παναγία και είπα “αν θέλεις να χαθώ, να χαθώ, τώρα αλλιώς δείξε μου τα σημάδια”. Δεν πέρασαν ούτε πέντε λεπτά και ακούω φωνές ανθρώπων, που φωνάζανε βοήθεια, 11-11:30, δεν ξέρω ακριβώς τι ώρα ήταν. Ήταν έξι άτομα. Κανέναν τους δεν γνώριζα. Η μία κοπέλα ρώταγε τη μαμά της εάν θα πεθάνουμε και εμείς καθώς πριν είχε χάσει τον αδελφό της και μία φίλη τους. Το άλλο το κορίτσι το είχε πιάσει κρίση πανικού και την πήρα και την έσερνα. Δεν την έχω βρει. Κάποια στιγμή είχαν έρθει πάνω μου κάτι σαν ξύλα, έτσι νόμιζα. Ήταν πτώματα. Αρχίσαμε να κρυώνουμε και να έχουμε κράμπες. Εγώ ήμουν η πιο αισιόδοξη, διότι έλεγα είμαστε τόσο κοντά στην Αθήνα! Δεν μπορεί να μην έρθουν να μας σώσουν. Τίποτα όμως, κανείς…Όπως κανείς δεν μας ειδοποίησε να φύγουμε».
Η μάρτυρας περιέγραψε τη στιγμή που επιτέλους τους προσέγγισε ένα καράβι. «Όχι του Λιμενικού που φώναζα εγώ. Ένα ψαροκάικο, γρι-γρι από την Εύβοια ήταν. Κολυμπήσαμε και φτάσαμε. Μας έριξαν σχοινιά. Ξαφνικά εμφανίστηκαν κι άλλοι άνθρωποι. Μία κυρία που πήγε να ανεβεί έπαθε ανακοπή. Τότε φοβήθηκα και τους είπα δεν μπορώ να ανέβω και μου είπαν πως θα έρθει μία βάρκα. Ανεβήκαμε στο ψαροκάικο. Κάτω ήταν μία οικογένεια, την κοπέλα που έπαθε την ανακοπή την είχαν βάλει στην άκρη».
Όπως τόνισε η κ. Χατζηλαζαρίδου, «φτάσαμε στο σημείο διασώστες μας να είναι Αιγύπτιοι ψαράδες. Μας συμπεριφέρθηκαν με εξαιρετική ευγένεια, μας κέρασαν γκοφρέτες, βέβαια κανείς δεν έφαγε, μας έδωσαν τηλέφωνο». Με σταθερή φωνή η γυναίκα τόνισε: «Δεν ήταν οι δρόμοι, οι δίοδοι, τα σκαλοπάτια που δεν είχαμε. Είναι που δεν ήρθε κανείς! Είναι αλήθεια πως είχαμε συχνά φωτιές αλλά είχαμε ομάδες που περιπολούσαν, είχανε και στρατό φέρει μία φορά. Τώρα κανείς δεν ειδοποίησε κανέναν. Μία ντουντούκα και ένα τρίκυκλο να είχαν φέρει, θα το άκουγε όλος ο κόσμος και θα φεύγανε. Εμείς φύγαμε, οι άλλοι κοιμόντουσαν, έλεγαν δεν θα πιάσει ποτέ εδώ».
Η εγκαυματίας Δήμητρα Πολυμεροπούλου, που έμεινε σε νοσοκομείο τρεις μήνες, κατέθεσε ότι σώθηκε λόγω μίας γειτόνισσάς της που την πήρε μαζί με τον γιο και τα εγγόνια της με το αυτοκίνητό της και τους οδήγησε προς την παραλία. «Όπως ετοιμαζόμαστε ξαφνικά βλέπω τον εγγονό μου γύρω στις 6:30 και μου λέει “γιαγιά σπίθες”. Δεν προλάβαμε να κάνουμε τίποτα, έγιναν όλα πολύ γρήγορα. Ήταν μία σκοτεινιά, ένα χάλι, τα έχασα. Η αντιμετώπιση ήταν τραγική».
Ο γιος της μάρτυρος, Γιώργος Πολυμερόπουλος, κρατώντας το κεφάλι του και μην μπορώντας να σταματήσει να κλαίει είπε: «Ενώ βγαίναμε από το σπίτι δεχθήκαμε ένα θερμικό κύμα που είχε πάνω ό,τι καιγόταν. Μας βρήκε στην πίσω πλευρά. Δεν μπορούσαμε να αναπνεύσουμε. Συνειδητοποίησα ότι τα πράγματα ήταν δύσκολα και δεν θα μπορούσαμε να περπατήσουμε. Δεν μπορούσαμε να συνεχίσουμε ευθεία. Ετοιμαζόμουν να αγκαλιάσω τα παιδιά μου και τότε είδα τη γειτόνισσα. Την παρακάλεσα να μας κατεβάσει στην παραλία. Κατηφορίσαμε προς τη θάλασσα… Εκεί συνειδητοποιήσαμε ότι μητέρα μου είχε καεί σε πολλά σημεία και δεν ήταν καλά. Η μητέρα μου έκανε τρία χειρουργεία, όταν μπόρεσε να φύγει από το νοσοκομείο, ήταν ένας άλλος άνθρωπος».
Η κόρη της κ. Πολυμεροπούλου, είπε στο δικαστήριο πως «ο αγώνας των εγκαυματιών είναι τρομερός». Όπως κατέθεσε η Αικατερίνη Πολυμεροπούλου, «τα ουρλιαχτά από τους πόνους τους ήταν ασύλληπτα. Τα ουρλιαχτά του πόνου είναι στα αυτιά μου πέντε χρόνια τώρα. Θα ήθελα να βοηθήσω και εγώ με τη μαρτυρία μου, για να δικαιωθούν όχι μόνο αυτοί που φύγαν αλλά και αυτοί που μείναν να παλεύουν με τα τραύματά τους».
«Είναι άθλιο και χυδαίο να έχουμε επίθεση από το κράτος σε ανθρώπους που έχασαν τους δικούς τους και όλη την περιουσία τους» είπε οργισμένη στην δίκη για το Μάτι η γυναίκα στο κτήμα της οποίας κάηκαν 26 άνθρωποι, αναφερόμενη σε όσα είχαν ακουστεί «περί καταπατητών» την επομένη της τραγωδίας του Ιουλίου 2018.
Η ιδιοκτήτρια του αποκαλούμενου «κτήματος της φρίκης» Αναστασία- Χριστιάννα Φράγκου έδωσε την δική της απάντηση σε όσα είχαν ακουστεί μετά την εκατόμβη νεκρών από την πυρκαγιά στην Ανατολική Αττική: «Κατηγορηθήκαμε πανελληνίως σε σύσκεψη υπουργών την επόμενη της φωτιάς για την απώλεια 26 ατόμων που βρέθηκαν απανθρακωμένοι στην έκτασή μας. Μας κατηγόρησαν ως καταπατητές. Το κράτος έχει καταστήσει όλους τους πολίτες ομήρους σε μία ψευδή συνθήκη. Το σπίτι μου δεν αυθαίρετο και δεν υπήρξα ούτε εγώ καταπατήτρια, ούτε η οικογένειά μου. Το οικόπεδό μας δεν έχει σκαλοπάτια προς τη θάλασσα με την κλασική έννοια. Είναι σκαλεμένα (λαξευμένα) σκαλοπάτια από τον παππού μου στους βράχους. Δεν είναι βατά, είναι γκρεμός. Από εκεί σώθηκαν όσοι σώθηκαν, 40 άνθρωποι. Δυστυχώς δεν τα κατάφεραν οι 26 διότι τους πρόλαβε θερμικό κύμα» κατέθεσε η κ. Φράγκου.
Φορτισμένη η μάρτυρας κατέληξε: «Αυτό το αφήγημα ότι δήθεν οι κάτοικοι φτάνε, δεν αληθεύει. Δεν φταίνε τα σπίτια, υπήρχαν δίοδοι. Δεν υπήρξε ειδοποίηση από κανέναν. Καήκαμε σαν τα ποντίκια. Είναι άθλιο και χυδαίο να έχουμε επίθεση από το κράτος σε ανθρώπους που έχασαν τους δικούς τους και όλη την περιουσία τους».