Μηδέν έσοδα μείον 2.000 έξοδα, πόσο μας κάνει;

Έστω ότι έχουμε έναν μαχόμενο δικηγόρο, ηλικίας ανάμεσα στα 30 και στα 50, ο οποίος δεν απολαμβάνει κάποιας αντιμισθίας, δηλαδή μόνιμης συνεργασίας με πάγιες μηνιαίες καταβολές από δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα. Έστω, επίσης, ότι ο δικηγόρος αυτός δεν είχε την τύχη να κληρονομήσει ή να αποκτήσει δικό του γραφείο, καθώς προηγηθήκαν 10 χρόνια οικονομικής κρίσης, και πληρώνει ενοίκιο (αυξημένο μάλιστα λόγω της γενικότερης αύξησης των ενοικίων).

Το ενοίκιο του μαζί με τους υπόλοιπους λογαριασμούς κυμαίνεται περίπου στο ποσό των 700 ευρώ.

Ο δικηγόρος του παραδείγματος μας, ακόμη, δεν είχε την τύχη να έχει δικό του σπίτι. Αντιθέτως, πληρώνει ενοίκιο (και) για το σπίτι του, το όποιο μαζί με τα υπόλοιπα έξοδα κυμαίνεται περίπου στο ποσό των 600 ευρώ. Αν είναι δε και παντρεμένος και έχει και ένα τουλάχιστον παιδί και εάν είχε και την «ατυχία» να έχει παντρευτεί δικηγόρο, με την οποία διατηρούν μαζί το γραφείο, τότε τα έξοδα  για τη διατροφή της οικογένειας του  κυμαίνονται μηνιαίως περίπου στα 500 ευρώ.

Ο δικηγόρος μας έχει και έναν ασκούμενο στο γραφείο, στον οποίο έδινε και κάποια χρήματα από τις υποθέσεις του, με τα οποία και αυτός  πλήρωνε το δικό του ενοίκιο ή κάλυπτε κάποια στοιχειώδη έξοδα μετακίνησης.

Συνολικά, λοιπόν, ο δικηγόρος μας έχει μηνιαία έξοδα διαβίωσης κοντά στα 2.000 ευρώ, τουλάχιστον. Ελάτε τώρα να δούμε τα έσοδά του.

Ο δικηγόρος αυτός, από 13-3-2020 έως και την 10-4-2020 (και άγνωστο μέχρι στιγμής έως πότε) έχει κυριολεκτικά μηδενικά έσοδα, γιατί τα δικαστήρια είναι κλειστά, τα Υποθηκοφυλακεία είναι κλειστά, τα Κτηματολόγια  είναι κλειστά, τα Συμβολαιογραφεία είναι κλειστά, οι δικαστικοί επιμελητές είναι κλειστοί και επίσης υπάρχει και μία πανδημία με απρόβλεπτες οικονομικές εξελίξεις, η οποία καθιστά τους πελάτες, που είναι η βασική πηγή εισοδημάτων του δικηγόρου αυτού,  ως ένα είδος προς εξαφάνιση.

Να μην ξεχάσουμε, επίσης, να αναφέρουμε ότι την πλάτη αυτού του δικηγόρου βαρύνουν 10 και πλέον χρόνια κρίσης, που δεν του επέτρεψαν να έχει αποθέματα από την εργασία του ή που τα αποθέματα αυτά είναι ελάχιστα.

Tα εύλογα ερωτήματα που τίθενται είναι τα εξής:

  • Τι πρέπει να κάνει ο δικηγόρος του παραδείγματος μας για να επιβιώσει αυτός και η οικογένεια του;
  • Για ποιον ακριβώς λόγο το επίδομα των 800 ευρώ, για το χρονικό διάστημα από 15-3-2020 έως 30-4-2020, δεν είναι η ελάχιστη αυτονόητη οικονομική βοήθεια για να επιβιώσει;
  • Για ποιον ακριβώς λόγο ο δικηγόρος αυτός (αλλά και ο ασκούμενός του) δεν πρέπει να καταβάλει μειωμένο ενοίκιο τόσο για το γραφείο του όσο και για το ενοίκιο του για το ίδιο διάστημα και το κράτος να παρέχει στον εκμισθωτή μια οποιουδήποτε είδους παροχή προς αντιστάθμισμα της ζημίας του;
  • Από πού θα βρει ο δικηγόρος του παραδείγματος μας τα χρήματα να πληρώσει, μετά από 3-4 μήνες γενικευμένης οικονομικής απραγίας, τις συσσωρευμένες φορολογικές υποχρεώσεις σε κράτος, τράπεζες, ασφαλιστικούς οργανισμούς;
  • Πώς ακριβώς προστατεύεται από το κράτος πρόνοιας ο δικηγόρος αυτός, όχι μόνο προσωρινά αλλά και μακροπρόθεσμα;

Και το τελευταίο αλλά βασικό εύλογο ερώτημα: Αλήθεια, πόσοι δικηγόροι είναι σαν τον δικηγόρο (αλλά και τον ασκούμενο) του παραδείγματος μας;

Το τελευταίο ερώτημα δεν είναι ρητορικό. Για την ακρίβεια, έχει δύο απαντήσεις: Η πρώτη είναι ότι το 80% τουλάχιστον των δικηγόρων και το 100% των ασκούμενων δικηγόρων βρίσκονται σε κατάσταση όμοια με τους πρωταγωνιστές του παραδείγματος μας. Η δεύτερη απάντηση είναι ότι «κράτος προνοίας» σημαίνει ότι ακόμα και αν το ποσοστό είναι αρκετά μικρότερο, η κεντρική εξουσία πρέπει να έχει τη δυνατότητα και τα εργαλεία να τους εντοπίσει και να τους βοηθήσει.

Τέτοια εργαλεία είναι απλά και ευκολά, ιδίως με τη χρήση των νέων τεχνολογιών και την ψηφιακή διασύνδεση του κράτους: Τα εισοδηματικά κριτήρια, η διαπίστωση υποχρέωσης καταβολής ενοικίων ή άλλων βαρών, η οικογενειακή κατάσταση, τυχόν προβλήματα υγείας.

Η επιβολή τέτοιων κριτηρίων (και δη των εισοδηματικών) ακούστηκε ως πρόταση στον δημόσιο διάλογο αλλά έτυχε μηδαμινής προβολής, ακόμα και από τα επίσημα όργανα των δικηγορικών συλλόγων. Η λύση αυτή και δίκαιη θα ήταν και μικρότερο δημοσιονομικό κόστος θα είχε. Επίσης, δεν θα είχαν βάση επιχειρήματα, όπως π.χ. «δεν φτάνουν τα χρήματα» ή «οι δικηγόροι έχουν χρήματα» κλπ., διότι μια τέτοια λύση προϋποθέτει -ως οικονομική αλλά και πολιτική φιλοσοφία- τη διανομή των βαρών αλλά και την παροχή ωφελημάτων σε αναλογία και αντιστοιχία με τις οικονομικές δυνατότητες του δικηγόρου και όχι την οριζόντια αντιμετώπιση όλων, λες και όλοι έχουν τις ίδιες οικονομικές δυνατότητες και τις ίδιες ανάγκες. Αν γίνει, όμως, κάτι τέτοιο με τους δικηγόρους, θα πρέπει να γίνει και με όλους τους άλλους πολίτες. Και τότε, κάτι απαλλαγές καναλαρχών από καταβολές δόσεων θα μοιάζουν τουλάχιστον παράταιρες…

-Ad-