Γράφει η Βανέσα Πορλίγκη
«Και να φανταστείς είχα φοβία με τις βελόνες. Έβλεπα βελόνα και έτρεμα» λέει γελώντας η Μόρφη Τσαλπαρά που όχι μόνο ξεπέρασε τον φόβο της, όχι μόνο έγινε επί σειρά ετών αιμοδότρια και δότρια αιμοπεταλίων. Κατάφερε μόνη της, με όπλο το πείσμα της και κινητήρια δύναμη το ανεπτυγμένο αίσθημα της αλληλεγγύης να δημιουργήσει έναν μικρό (αρχικά) στρατό αίματος. Μέσα από έναν σύλλογο εθελοντών αιμοδοτών, τόσο στη Θεσσαλονίκη όσο και στην ιδιαίτερη πατρίδα της, το Αχλαδοχώρι Σερρών έχει βοηθήσει μέχρι σήμερα εκατοντάδες ανθρώπους.
Η Μορφή Τσαλπαρά ανήκει σε εκείνη την ιδιαίτερη κατηγορία ανθρώπων που νιώθουν όμορφα με το να προσφέρουν. Με αφετηρία την εφημερίδα Μακεδονία 20 χρόνια πριν, δημιούργησε από το μηδέν έναν σύλλογο αιμοδοτών. Αργότερα, σε μια 20ετή πορεία, και με τη βοήθεια συνεργατών και φίλων, διεύρυνε την συμμετοχή εθελοντών στη Θεσσαλονίκη σε συνεργασία με τον ΕΔΟΕΑΠ αλλά και στο Αχλαδοχώρι Σερρών.
Αλλά ας τα πάρουμε από την αρχή. Η Μόρφη κάπου στο μακρινό 2000 και εργαζόμενη στην εφημερίδα Μακεδονία μαθαίνει πως ένας συνάδελφός της έχει μεγάλη ανάγκη από αίμα. Παρότι είχε μια έντονη φοβία προς τις βελόνες αποφάσισε να καταπνίξει τον φόβο της για να βοηθήσει έναν συνάνθρωπό της. Από εκείνη τη στιγμή φυτεύτηκε ο σπόρος. «Χρειαζόμαστε μια Τράπεζα Αίματος. Να βοηθήσουμε ανθρώπους που έχουν ανάγκη».
Να κάνουμε ένα γκάλοπ!
Στο γραφείο του τότε διευθυντή της Μακεδονίας Τραϊανού Χατζηδημητρίου εξέφρασε με τον χαρακτηριστικό τρόπο που μιλάει η Μόρφη και δεν μπορείς παρά να την ακούσεις και δύσκολα να της αρνηθείς, την ιδέα της Τράπεζας. Ζήτησε να πραγματοποιήσει ένα γκάλοπ στα γραφεία της εφημερίδας με την ερώτηση να δημιουργήσουμε Τράπεζα αίματος;
Αν το γκάλοπ είχε θετικό αποτέλεσμα θα προχωρούσε στην υλοποίηση της τράπεζας. Έτσι και έγινε, το γκάλοπ είχε θετική πλειοψηφία με 105 «ναι» από τους 140 υπάλληλους. Με μεγάλη χαρά πήρε το οκ για να προχωρήσει. Αλλά; πώς;
Βάζω το μεράκι βάζεις τη γνώση;
Το ερώτημα που κλήθηκε να απαντήσει στην Μόρφη ο Αρχίατρος του ΕΔΟΕΑΠ Θεσσαλονίκης Κώστας Κουτσομιτέλης, που όχι μόνο απάντησε θετικά, αλλά πήγε στα γραφεία της Μακεδονίας, μίλησε με τους υπαλλήλους και έδωσε και ο ίδιος αίμα. Έτσι ξεκίνησαν όλα. Σε συνεργασία με το ΑΧΕΠΑ και με την βοήθεια καλών και αλληλέγγυων φίλων όπως ο Βασίλης Πάγκαλος και η Μαρία Πανούδη, οργάνωσαν τον χώρο στα γραφεία της εφημερίδας και πραγματοποιήθηκε η πρώτη αιμοδοσία η οποία δυστυχώς είχε μικρή προσέλευση μόνο 30 άτομα από εκείνα τα 105 «ναι».
Παρόλα αυτά, η Μόρφη δεν το έβαζε κάτω. Συνέχιζε να ενημερώνει για το πόσο σημαντική η είναι η προσφορά αίματος. Προσφορά της ίδιας της ζωής. Διοργάνωνε δράσεις, ενημερώσεις, τοιχοκολλούσε ανακοινώσεις. Καμιά φορά απογοητευόταν, σκεφτόταν να τα παρατήσει και τότε θυμόταν τα λόγια του φίλου της Βασίλη Πάγκαλου. «Αξίζει Μόρφη για αυτά τα δέκα άτομα που θα βοηθήσουμε αξίζει. Ας μην είναι εκατό. Αξίζει για αυτά τα δέκα να συνεχίσεις τη προσπάθεια. Γι’ αυτά τα δέκα». Μπορεί να μην υπήρχε απόθεμα για να καλυφθούν εξ’ ολοκλήρου όλα τα περιστατικά αλλά η αρχή της τράπεζας ήταν «δεν λέμε σε κανέναν όχι». Και συνέχισε.
Με τον καιρό πράγματι αυξήθηκε η προσέλευση στις αιμοδοσίες. Υπήρξαν και δύσπιστοι όσον αφορά την αναγκαιότητα ύπαρξης της Τράπεζας. Αν δεν σου χτυπήσει την πόρτα η ανάγκη καμιά φορά, δεν μπορείς να δεις καθαρά. Και εκείνοι χρειάστηκαν αίμα κάποτε, για τους ίδιους ή για κάποιον δικό τους και παραδέχτηκαν ότι ήταν ένα θεόσταλτο δώρο η ύπαρξη της .
Έτσι η δημιουργία της Τράπεζας Μακεδονίας ΕΔΟΕΑΠ όπως συνεχίστηκε σε συνεργασία με τον ΕΔΟΕΑΠ, υπάρχει έως σήμερα. Η Μόρφη πλέον έχει συνταξιοδοτηθεί και μένει στο Αχλαδοχώρι Σερρών. Δεν ανέλαβε κανείς να συνεχίσει το έργο της στη Θεσσαλονίκη, και – δυστυχώς- δεν έχει πλέον τη συμμετοχή που θα μπορούσε να έχει.
Αχλαδοχώρι Σερρών στη μνήμη του Θωμά
Με την συνταξιοδότηση της η Μόρφη επιστρέφει στο Αχλαδοχώρι Σερρών, και με έκπληξη ανακαλύπτει ότι στα χρόνια που ζούσε και εργαζόταν στη Θεσσαλονίκη είχε δημιουργηθεί μια τράπεζα αίματος και στο Αχλαδοχώρι. Ένα εγχείρημα του Θωμά, κάτοικο Αχλαδοχωρίου πού «έφυγε» μόλις στα 38 του χτυπημένος από την επάρατη νόσο.
Η Μόρφη αποφασίζει αυτόματα ότι πρέπει να δώσει πνοή στην Τράπεζα Αχλαδοχωρίου, στη μνήμη του Θωμά. Διοργανώνει μια εθελοντική αιμοδοσία αφού ενημέρωσε όλους τους κατοίκους και των γύρω χωριών για την τόσο σημαντική για τον τόπο τους πρωτοβουλία, για τους συνανθρώπους τους, άλλα και για τη συνέχιση της ιδέας ενός νέου ανθρώπου που έφυγε νωρίς. Σε αυτή την αιμοδοσία και ενώ περίμεναν χαμηλή συμμετοχή, ξεπεράστηκε κάθε προσδοκία. Ο εξοπλισμός του νοσοκομείου που πήγε στο Αχλαδοχώρι εκτιμώντας ότι 20 φιάλες θα ήταν αρκετές, δεν επαρκούσε για να καλύψει την αιμοδοσία των 80+ εθελοντών!
Η τράπεζα Αχλαδοχωρίου συνεχίζει να λειτουργεί μέχρι και σήμερα, πάνω από δέκα χρόνια μετά από εκείνη την ιστορική αιμοδοσία και το υπόλοιπό της ξεπερνάει τις 250 φιάλες! «Κάθε φορά που δίνω αίμα» λέει η Μόρφη «σκέφτομαι και αν το δικό μου αίμα κάνει τη διαφορά; Αν σωθεί ένας συνάνθρωπός μου; Για μια στιγμή οι ζωές μας θα διασταυρωθούν και η ελπίδα πως βοηθάω έστω λίγο, είναι ένα συναίσθημα που δεν περιγράφεται με λόγια. Αυτό είναι το δώρο. Απέναντι στον άνθρωπο που το χρειάζεται αλλά και σε σένα που σου δίνεται η δυνατότητα να προσφέρεις» .
Μπορούν όλοι να γίνουν αιμοδότες;
Δυστυχώς η προσέλευση των αιμοδοτών μειώνεται με τα χρόνια καθώς τα παλαιότερα μέλη δυσκολεύονται να δώσουν αίμα, είτε για λόγους υγείας είτε λόγω ηλικίας. «Φυσικά υπάρχουν και ακατάλληλοι δότες με σοβαρά προβλήματα υγείας που δεν τους επιτρέπεται να δώσουν αίμα, αλλά υπάρχει και μια μερίδα εθελοντών που δυστυχώς έχουν ελλιπή ενημέρωση και αυτό μπορεί να είναι επικίνδυνο. Για παράδειγμα ένας ασθενής μπορεί να είναι αλλεργικός στην ασπιρίνη ή στα παράγωγά της. Ο εθελοντής οφείλει να είναι ειλικρινής σε περίπτωση που έχει λάβει ασπιρίνη, θέλει μεγάλη προσοχή και υπευθυνότητα». Μας λέει η Μόρφη και συμπληρώνει: «Σε γενικές γραμμές όλοι μπορούν να δίνουν αίμα δύο φορές τον χρόνο. Δύο φορές είναι αρκετές. Και όποιος θέλει, είναι ευπρόσδεκτος στο Αχλαδοχωρι Σερρών όπου μετά, θα το πιούμε κι ένα ούζο!».
Η εθελοντική αιμοδοσία σταδιακά περνάει στην επόμενη γενιά και ευχόμαστε ότι θα είναι το ίδιο ευαισθητοποιημένη και να συνεχίζει να προσφέρεται το δώρο της ζωής στον διπλανό μας. Όλοι το έχουμε ανάγκη όχι μόνο οι ασθενείς αλλά και οι δότες!