Είναι βράδυ της 26ης Οκτωβρίου του 1957. Ο Νίκος Καζαντζάκης, ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες λογοτέχνες και ο περισσότερο μεταφρασμένος παγκοσμίως, αφήνει την τελευταία του πνοή στα 74 χρόνια του στην Πανεπιστημιακή Κλινική του Φράιμπουργκ της Γερμανίας χτυπημένος από λευχαιμία. Είχε αρρωστήσει από λευχαιμία πριν από 8 χρόνια και ήταν σε συνεχή ιατρική παρακολούθηση.
Δυστυχώς η κατάστασή του επιδεινώθηκε μετά από ένα ταξίδι που έκανε στην Κίνα όπου γύρισε με γρίπη και πολύ καταβεβλημένος. Μπήκε για θεραπεία στο εθνικό νοσοκομείο της Κοπεγχάγης και έπειτα στην κλινική στο Φράιμπουργκ. Δεν θα μπορούσαν να πάνε χειρότερα τα πράγματα. Ο μεγάλος στοχαστής δε υπάρχει πια.
από τη Μυρτώ Τζώρτζου
Η σορός του φτάνει στην Αθήνα στις 4 Νοεμβρίου του 1957. Η Ελένη Καζαντζάκη ζητάει από την Εκκλησία της Ελλάδος να τεθεί η σορός του σε λαϊκό προσκύνημα, αλλά ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Θεόκλητος αρνείται αφού ο Καζαντζάκης είχε κατηγορηθεί ως ιερόσυλος, με βάση αποσπάσματα από τον «Kαπετάν Mιχάλη» και το σύνολο του περιεχομένου του «Τελευταίου Πειρασμού». Η εκκλησία τον αποκαλεί «αθυρόστομο, υβριστή και συκοφάντη».
Έτσι, η σορός του συγγραφέα μεταφέρεται στο Ηράκλειο της Κρήτης. Ένας ορθόδοξος σύλλογος στέλνει τηλεγράφημα στον Μητροπολίτη Κρήτης και σε όλη την επαρχία να αρνηθούν όλα τα ιερά μυστήρια στο νεκρό που είναι αντίχριστος και να μην επιτραπεί η κηδεία του σε κανένα νεκροταφείο.
Το φέρετρο τοποθετείται στον Μητροπολιτικό ναό του Αγίου Μηνά. Τίθεται σε λαϊκό προσκύνημα έως τις 11 το πρωί της επόμενης ημέρας. Ξεκινάει η νεκρώσιμη ακολουθία προεξάρχοντος του Μητροπολίτη Κρήτης, μετέπειτα Αρχιεπισκόπου Ευγενίου Ψαλιδάκη όπου κλείνει τα αφτιά του στις απειλές των πιο πάνω και ψάλλει μαζί με 17 άλλους ιερείς. Κατά διαταγή του Προέδρου της Κυβερνήσεως κ. Καραμανλή, η κηδεία του Καζαντζάκη, γίνεται δημοσία δαπάνη.
Η ταφή γίνεται στην Τάπια Μαρτινέγκο, πάνω στα βενετσιάνικα τείχη του Ηρακλείου. Στον τάφο του χαράζεται, όπως το θέλησε ο ίδιος, η επιγραφή:«Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, είμαι λέφτερος.»
Ο Νίκος Καζαντζάκης γεννιέται στις 18 Φεβρουαρίου 1883 στο Ηράκλειο της Κρήτης και είναι γιος του Κρητικού αγωνιστή Μιχάλη Καζαντζάκη και της Μαρίας το γένος Χριστοδουλάκη.
Τα πρώτα χρόνια της ζωής του τα περνάει στην Κρήτη και οι αναμνήσεις των ηρωικών εκείνων αγωνιστικών χρόνων της πατρίδας του του δίνουν το υλικό για τις μετέπειτα επικές και μυθιστορηματικές συνθέσεις του.
Ερχόμενος στην Αθήνα, γράφεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου από όπου αποφοιτάει το 1906.
Το 1906 σημειώνονται και οι πρώτες δημοσιεύσεις κειμένων του στο περιοδικό “Πινακοθήκη” με το ψευδώνυμο Κάρμα Νιρβανή, με το οποίο εξέδωσε και το πρώτο βιβλίο του “Όφις” και “Κρίνο”, αφιερωμένο στη Γαλάτεια Αλεξίου.
Τον επόμενο χρόνο φεύγει για σπουδές Νομικής στο Παρίσι, όπου παρακολουθεί και μαθήματα φιλοσοφίας με τον Ανρί Μπεργκσόν. Από το 1907 ως το 1909 γράφει τα πρώτα θεατρικά του έργα.
Μελετάει επίσης τέσσερα χρόνια την ιστορία της Λογοτεχνίας και της Τέχνης στη Γερμανία και την Ιταλία. Όταν γυρίζει στην Ελλάδα, αφοσιώνεται στη λογοτεχνία.
Συνεργάζεται στην εφημερίδα “Ακρόπολη” και στα λογοτεχνικά περιοδικά των Αθηνών και της Αλεξάνδρειας “Νουμάς”, “Λόγος”, Νέα Ζωή”, “Γράμματα”, όπου γράφει με το ψευδώνυμο Πέτρος Ψηλορείτης.
Από το 1945 έως το 1948 είναι πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.
Στη Γαλλία γράφει τις «Αδερφοφάδες» και τον «Καπετάν Μιχάλη» και το 1953 ολοκληρώνει το μυθιστόρημα ο «Χριστός Ξανασταυρώνεται», το οποίο κινεί τις αντιδράσεις της ελληνικής εκκλησίας και του Βατικανού. Το 1954 το μυθιστόρημα «Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» τιμάται με το βραβείο του καλύτερου ξενόγλωσσου βιβλίου στη Γαλλία.
Το 1955 ταξιδεύει στην Αλσατία και στο Λουγκάνο. Εκεί ξεκινάει να γράφει την «Αναφορά στον Γκρέκο», που εκδίδεται μετά το θάνατό του.
Το 1956 του απονέμεται το Ελληνικό Κρατικό Βραβείο Θεάτρου, όπως και το Βραβείο της Ειρήνης.
Ο Καζαντζάκης προτάθηκε 9 χρονιές (1947, 1950, 1951, 1952, 1953, 1954, 1955, 1956 και 1957) για το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.