Ο πρώην αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Ντικ Τσέινι πέθανε σε ηλικία 84 ετών, σύμφωνα με δήλωση της οικογένειάς του την Τρίτη. Ο 84χρονος έφυγε από τη ζωή τη Δευτέρα το βράδυ από επιπλοκές πνευμονίας και καρδιακής και αγγειακής νόσου, σύμφωνα με την οικογένειά του. Ταλαιπωρήθηκε για μεγάλο μέρος της ζωής του από καρδιακά προβλήματα, υποφέροντας την πρώτη από μια σειρά καρδιακών προσβολών σε ηλικία 37 ετών. Το 2012 υποβλήθηκε σε μεταμόσχευση καρδιάς.
Υπήρξε ένας από τους πιο ισχυρούς αντιπροέδρους στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών και χαρακτηρίστηκε ως «αρχιτέκτονας» του πολέμου στο Ιράκ μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου και μέλος της παλιάς φρουράς του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος που γρήγορα εξαφανίζεται.
Με τη φήμη του ως πολεμοχαρής, συνέβαλε στην πρωτοβουλία του προέδρου Τζορτζ Μπους να εισβάλει στο Ιράκ με βάση πληροφορίες των μυστικών υπηρεσιών – που αργότερα αποδείχθηκαν λανθασμένες – ότι ο Σαντάμ Χουσεΐν είχε συγκεντρώσει όπλα μαζικής καταστροφής.
Μετά τη λήξη των δύο θητειών του ως αντιπρόεδρος το 2009, ο Τσέινι έγινε ένας από τους πιο εξέχοντες Ρεπουμπλικάνους της χώρας που αντιτάχθηκαν στον Ντόναλντ Τραμπ. Μαζί με την κόρη του, Λιζ Τσένι, πρώην μέλος του Κογκρέσου, ο Ντικ Τσένι δήλωσε ότι ψήφισε την Δημοκρατική Καμάλα Χάρις στις εκλογές του 2024. «Ποτέ δεν υπήρξε άτομο που να αποτελεί μεγαλύτερη απειλή για τη δημοκρατία μας από τον Ντόναλντ Τραμπ», δήλωσε ο Τσένι πριν από τις εκλογές, τις οποίες κέρδισε ο Τραμπ.
Ως αντιπρόεδρος από το 2001 έως το 2009, ο Τσένι αγωνίστηκε σθεναρά για την επέκταση των εξουσιών του προεδρικού αξιώματος, θεωρώντας ότι αυτές είχαν υπονομευθεί από το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ, το οποίο οδήγησε τον πρώην προϊστάμενό του Ρίτσαρντ Νίξον σε παραίτηση. Επέκτεινε επίσης την επιρροή του αξιώματος του αντιπροέδρου, συγκροτώντας μια ομάδα εθνικής ασφάλειας που συχνά λειτουργούσε ως αυτόνομο κέντρο εξουσίας εντός της κυβέρνησης.















