Η ηθοποιός Χριστίνα Σαμπανίκου αποκάλυψε μια δυσάρεστη εμπειρία που είχε παλαιότερα στη διάρκεια προσωπικής οντισιόν με τον Κώστα Σπυρόπουλο.
Η ίδα γράφει στην ανάρτησή της:
«Είμαι μια από τις γυναίκες που επώνυμα προέβησαν σε καταγγελία κατά του Κώστα Σπυρόπουλου και της ιδιαίτερης πρακτικής του στις προσωπικές οντισιόν που έκανε, αναζητώντας την κατάλληλη «παρτενέρ» για ό,τι είχε στο μυαλό του. Πολλά χρόνια πριν… Που σημαίνει πως όλα τώρα πια έχουν παραγραφεί.
Οπότε «Γιατί τώρα;» αναρωτιούνται πολλοί/πολλές. Η απάντηση είναι απλή: Γιατί ήρθε το πλήρωμα του χρόνου. Και θα αντιστρέψω το ερώτημα «γιατί τότε;» Γιατί ακόμα και τώρα υπάρχουν πράξεις βίας σε οποιαδήποτε μορφή (σεξουαλική, σωματική, ψυχολογική, λεκτική) που μένουν στο σκοτάδι; Γιατί κυριαρχεί ο φόβος και ο νόμος της σιωπής; Η κακοποιητική και προσβλητική συμπεριφορά δεν γνωρίζει ούτε φύλο ούτε επάγγελμα, συμβαίνει παντού: Στο θέατρο, στο εργοστάσιο, στην εταιρεία, στην πολιτική, στη δημοσιογραφία, σε κάθε εργασιακό χώρο, όπως φυσικά και σε σπίτια, όπου ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της πανδημίας η ενδοοικογενειακή βία έχει εκτοξευθεί. Η δύναμη και η ισχύς που νιώθει το άτομο που βρίσκεται σε θέση εξουσίας, είτε σε εργασιακό χώρο είτε σε δυαδική σχέση, τον ωθεί να γίνει θύτης, να αποκτήσει την ψευδαίσθηση της παντοδυναμίας. Αντίστοιχα, το άτομο που δέχεται την όποια κακοποιητική συμπεριφορά αισθάνεται ευάλωτο, αβοήθητο και ανήμπορο να αντιδράσει. Πόσο μάλλον όταν είναι γυναίκα σε μια βαθιά πατριαρχική κοινωνία.
Το ερώτημα, λοιπόν, που θα έπρεπε να απευθύνεται δεν είναι το «Γιατί τώρα;» προς όσες/όσους επιλέγουν ετεροχρονισμένα να δημοσιοποιήσουν συμβάντα αλλά «Το έκανες; Γιατί το έκανες;» προς όσους δέχονται επώνυμες καταγγελίες για πράξεις που έχουν διαπράξει ή συνεχίζουν να διαπράττουν.
Πριν από 20 χρόνια η ελληνική κοινωνία ήταν εντελώς διαφορετική, ο κόσμος ολόκληρος ήταν διαφορετικός, η κουλτούρα που επικρατούσε ήταν αυτή της απόκρυψης. Δεν υπήρχαν τα social media και η σημερινή ταχύτητα με την οποία η πληροφορία ταξιδεύει αυτόνομη και χωρίς τη διαμεσολάβηση τρίτων. Οι διαδικασίες ήταν τόσο δύσκολες, χρονοβόρες και γεμάτες προκατάληψη απέναντι στην γυναίκα που κατήγγειλε γεγονότα, που η καταγγελία τους θεωρείτο εκ των προτέρων χαμένος κόπος. «Τα ήθελε» ή «Πήγαινε γυρεύοντας» ήταν μερικές από τις φράσεις που ακούγονταν τότε και που δυστυχώς ακούγονται ακόμα και σήμερα, εν έτη 2021.
Στον θεατρικό χώρο, όπου ανήκω, κυριαρχούσε η σκέψη και ο φόβος πως δεν θα μπορέσεις να πραγματοποιήσεις το όνειρό σου, να ζήσεις από την Τέχνη, πως θα βρεθείς στο περιθώριο και θα μπεις στη μαύρη λίστα. Ιδιαίτερα όταν μόλις είχες αποφοιτήσει από τη Δραματική Σχολή και αισθανόσουν πως το μέλλον σου ήταν στα χέρια κάποιων που αποφάσιζαν ποια και ποιος θα δουλέψει, πως κινδύνευες να πετάξεις στα σκουπίδια τα χρόνια προετοιμασίας για να μπεις στη Σχολή, τα χρόνια των σπουδών σου και κυρίως την αγάπη σου για το σανίδι.
Δεν θυμάμαι, λοιπόν, χρονιά, μήνα, ημέρα, δεν θυμάμαι για ποιο έργο ήταν η οντισιόν, δεν θυμάμαι καν το θέατρο όπου πραγματοποιήθηκε. Θυμάμαι, όμως, μια πόρτα να κλειδώνει χωρίς να υπάρχει κανένας άλλος (π.χ. ένας τεχνικός ή ένας βοηθός σκηνοθέτη). Θυμάμαι πως μου είχε ζητηθεί να έχω μαζί μου ψηλά τακούνια και στενά, κοντά φορέματα και φούστες. Θυμάμαι πως είχε μπει στο καμαρίνι την ώρα που άλλαζα για να επιλέξει τι θα φορούσα. Θυμάμαι πως ήθελα να φύγω τρέχοντας, αλλά συγχρόνως πως νόμιζα ότι μπορεί και να μην ήταν τα πράγματα έτσι όπως το ένστικτο μου με προειδοποιούσε πως ήταν.
Θυμάμαι πως πάνω στη σκηνή μού είχε ζητηθεί αυτοσχεδιασμός, που καμία σχέση δεν είχε με αυτό για το οποίο είχα πάει, να χορέψω αφού είχα κάνει και χορό εκτός από θεατρικές σπουδές, να φαντασιωθώ πως εκείνος είναι κάποιος που πρέπει να προκαλέσω ερωτικά. Ήθελα τόσο πολύ να είμαι καλή, ήθελα τόσο πολύ να πιστέψω πως πραγματικά διεκδικώ τον ρόλο, αλλά όλα ήταν ανάρμοστα. Είχα αρχίσει να φοβάμαι πολύ, να θέλω να φύγω, αλλά ταυτόχρονα να σκέφτομαι πως δεν υπήρχε κανείς άλλος εκεί και πως η πόρτα ήταν κλειδωμένη. Δεν είχα τη δύναμη που απέκτησα με τα χρόνια, ώστε να αντιδράσω δυναμικά• κυριαρχούσε ο φόβος τού πώς θα αντιδρούσε εκείνος…
Μετά κάθισε στις πίσω σειρές με κλειστά τα φώτα της πλατείας• και εδώ θα σταματήσω να εξιστορώ. Έτσι και αλλιώς, εκείνος γνωρίζει.
Όταν έφυγα, ήμουν σε σοκ. Παρόλα αυτά με ξαναπήρε τηλέφωνο για να ξανακάνουμε δοκιμή. Φυσικά δεν πήγα ποτέ. Εντωμεταξύ -και με το πέρασμα του χρόνου- έμαθα πως δεν ήμουν η μόνη. Μίλησα σε φίλες και φίλους. Και μετά το έθαψα. Αλλά όχι πια.
Η αρχή έγινε στην Αμερική με το κίνημα #metoo, το οποίο έφτασε σε εμάς στην Ελλάδα με καθυστέρηση, όπως πάντα συμβαίνει, αλλά έφτασε. Τώρα είναι η ώρα, λοιπόν, να μιλήσει ο καθένας και η καθεμιά για όσα συμβαίνουν στον θεατρικό χώρο, αλλά και σε κάθε χώρο. Την αρχή έκανε η Σοφία Μπεκατώρου στον τομέα του αθλητισμού και η Ζέτα Δούκα στον δικό μας καλλιτεχνικό χώρο. Τις σέβομαι απεριόριστα. Όπως και τις Τζένη Μπότση, Αγγελική Λάμπρη και όποια άλλη ή όποιον άλλον βρίσκει το θάρρος και τη δύναμη να μιλήσει. Όμως, συγχρόνως, κατανοώ απόλυτα όποιον/όποια νιώθει πως δεν μπορεί να το αντιμετωπίσει, τουλάχιστον ακόμα.
Αν αυτή η κοινωνική απομόνωση και η απόσταση της πανδημίας έκανε κάτι καλό είναι που μας οδήγησε να κοιτάξουμε μέσα μας και να σταθούμε στα πόδια μας μέσα από ενδοσκόπηση. Να βγουν στην επιφάνεια όλα τα κακώς κείμενα της εποχής μας.
Ας μη δαιμονοποιείται, φυσικά, ολόκληρος ο καλλιτεχνικός χώρος και το θέατρο, ιδιαίτερα σε μια εποχή που βάλλεται όσο κανένας άλλος επειδή τα ονόματά του πουλάνε. Ας είναι, όμως, όλα αυτά το εφαλτήριο να ειπωθούν τώρα όσα διαπράττονται και μένουν στο σκοτάδι εδώ και χρόνια λόγω πιέσεων.
Εσύ που έχεις υποστεί κακοποιητική συμπεριφορά ήρθε η ώρα να μιλήσεις, γιατί πια δεν είσαι μόνη ή μόνος. Είμαστε όλοι μαζί, ο ένας για τον άλλον, για την Τέχνη που αγαπάμε και για να κάνουμε τον κόσμο μας καλύτερο. Για να καθαρίσει ο χώρος και να πεταχτούν έξω τα βλαβερά παράσιτα που έχουν τη δύναμη να μένουν στο απυρόβλητο. Τώρα πια η σιωπή είναι συνενοχή.
Ήρθε η ώρα. #eimasteoloimazi