Την Κυριακή η κυβέρνηση του Νικολάς Μαδούρο πήρε μέσω ενός δημοψηφίσματος το «πράσινο φως» για να προσαρτήσει την πλούσια σε φυσικό αέριο και πετρέλαιο περιοχή Εσεκίμπο (ή Εσεκίμπα), την οποία διαχειρίζεται η Γουιάνα για περισσότερο από έναν αιώνα, αλλά διεκδικείται από τη Βενεζουέλα. Αν και η διαμάχη πάει πολύ πίσω στο χρόνο, έχει ενταθεί από τότε που η ExxonMobil ανακάλυψε στο Εσεκίμπο σημαντικά κοιτάσματα πετρελαίου, το 2015.
Οι πολίτες της Βενεζουέλας τάχθηκαν υπέρ της προσάρτησης της περιοχής και της παροχής υπηκοότητας στον πληθυσμό που διαμένει σε αυτή. Δύο ημέρες μετά, ο Νικολάς Μαδούρο, κλιμακώνοντας τις κινήσεις του, εμφανίζεται αποφασισμένος να προχωρήσει τους σχεδιασμούς του με ό,τι έχει στη διάθεσή του.
Σε δημόσια εμφάνισή του, την Τρίτη, παρουσίασε έναν νέο επίσημο χάρτη της Βενεζουέλας με ενσωματωμένη την Εσεκίμπο. Όπως ανακοίνωσε επιδίωξη είναι η δημιουργία μιας νέας επαρχίας στην επικράτεια και μάλιστα για αυτό τον σκοπό έχει ήδη διορίσει μια προσωρινή αρχή, τον υποστράτηγο Αλέξις Ροντρίγκες Καμπέλο, κοινοβουλευτικού στελέχους του κυβερνώντος κόμματος.
Λίγο νωρίτερα είχε στείλει στρατιωτικές δυνάμεις στα σύνορα της διαφιλονικούμενης περιοχής, ενώ παράλληλα έδωσε εντολή στις κρατικές εταιρείες της χώρας να αρχίσουν «άμεσα» τις έρευνες και την εκμετάλλευση των πόρων του Εσεκίμπο (πετρέλαιο και φυσικό αέριο). Παράλληλα κάλεσε την εθνοσυνέλευση να συντάξει ένα νόμο που επί της ουσίας να καταργεί τις παραχωρήσεις που έχει κάνει η Γουιάνα σε εταιρείες πετρελαίου. Σημειώνεται πως στην περιοχή έχει εγκαταστήσει πλατφόρμα η αμερικανική Exxon Mobile.
«Δίνουμε τρεις μήνες στις εταιρείες που εκμεταλλεύονται πόρους εκεί χωρίς την άδεια της Βενεζουέλας να συμμορφωθούν με το νόμο», είπε, καλώντας επίσης την Εθνοσυνέλευση να δημιουργήσει και περιοχές προστασίας του περιβάλλοντος και εθνικά πάρκα στην επικράτεια.
Τι υποστηρίζει η Βενεζουέλα
Η Βενεζουέλα υποστηρίζει παραδοσιακά πως η περιοχή, η οποία έχει έκταση λίγο μεγαλύτερη από την Ελλάδα (160.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα) και αποτελεί περίπου τα δύο τρίτα της Γουιάνας, επί της ουσίας «εκλάπη» όταν χαράχτηκαν τα σύνορα πριν από περισσότερο από έναν αιώνα. Η Βενεζουέλα υποστηρίζει πως ο ποταμός στα ανατολικά της Εσεκίμπο, στην οποία διαμένουν 125.000 πολίτες από τους συνολικά 800.000 της Γουιάνα, αποτελεί ένα φυσικό σύνορο και έχει ιστορικά αναγνωριστεί ως τέτοιο.
«Θέλουμε την ειρηνική διάσωση της Εσεκίμπα», δήλωσε ο Μαδούρο και πρόσθεσε: «Η Εσεκίμπα καταλήφθηκε de facto από τη Βρετανική Αυτοκρατορία και τους κληρονόμους της, οι οποίοι έχουν καταστρέψει την περιοχή».
Τι υποστηρίζει η Γουιάνα
Από την πλευρά της η Γουιάνα, πρώην βρετανική και ολλανδική αποικία, απορρίπτει τους ισχυρισμούς του Καράκας επιμένοντας ότι τα σύνορα καθορίστηκαν από την επιτροπή διαιτησίας το 1899 και κατήγγειλε το δημοψήφισμα της Κυριακής ως πρόσχημα για την προσάρτηση του Εσεκίμπο,
Μάλιστα κάνοντας λόγο για υπαρξιακή απειλή, προσέφυγε στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, το οποίο την Παρασκευή αν και δεν ικανοποίησε το αίτημα της Τζώρτζταουν για μια επείγουσα απόφαση, κάλεσε τη Βενεζουέλα να μην επιχειρήσει να επιχειρήσει να αλλάξει το status quo έως ότου αποφανθεί σχετικά με τις αξιώσεις των δύο χωρών.
Για την έκδοση της απόφασης ωστόσο ενδεχομένως να χρειαστούν ακόμη και χρόνια. Για τον λόγο αυτό η Γουιάνα έχει ανακοινώσει πως θα απευθυνθεί και στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ εάν η Βενεζουέλα προχωρήσει σε οποιαδήποτε επιθετική ενέργεια. Όπως έχει επισημανθεί η χώρα θα επικαλεστεί τα άρθρα 41 και 42 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, βάσει των οποίων θα μπορούσαν να επιβληθούν κυρώσεις ή και να υπάρξει στρατιωτική δράση για τη διατήρηση ή την αποκατάσταση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας.
Την Κυριακή, ο πρόεδρος της Γουιάνας Ιρφάαν Άλι προειδοποίησε ότι εάν η Βενεζουέλα αγνοήσει τη δικαστική εντολή, «θα είναι μεγάλη αδικία για τον ίδιο τον λαό της Βενεζουέλας γιατί τελικά αυτός ο δρόμος θα οδηγούσε στα βάσανά του».
Τόνισε ακόμη πως «η διεθνής κοινότητα έχει μεγάλη ευθύνη να διασφαλίσει την επικράτηση της ειρήνης». «Πολλές χώρες υποστηρίζουν τη Γουιάνα […] Συνεργαζόμαστε με τους συμμάχους μας, τα Υπουργεία Εξωτερικών και Άμυνας των ΗΠΑ, για να διασφαλίσουμε πως θα γίνει σεβαστό το κράτος δικαίου και η διεθνής τάξη».