Στη σημερινή εποχή, η ανάγκη για την οικοδόμηση μιας Ευρώπης συμπεριληπτικής και με αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης για όλους, μιας Ευρώπης όπου οι πολίτες μπορούν να ζουν και να εξελίσσονται, και όχι απλώς να επιβιώνουν είναι πιο επιτακτική από ποτέ. Οι κοινωνίες μας δεν μπορούν να περιορίζονται σε μοντέλα που επιτρέπουν μόνο την επιβίωση, αλλά οφείλουν να παρέχουν στους πολίτες τους τις βάσεις για εξέλιξη και ευημερία σε ένα περιβάλλον που σέβεται τις ανάγκες τους και προσφέρει ευκαιρίες ανάπτυξης.
Στην Ελλάδα, όμως, η πραγματικότητα είναι ανησυχητική. Η χώρα μας είναι η φτωχότερη στην Ευρωζώνη, ενώ βρίσκεται στη δεύτερη θέση φτώχειας στην ΕΕ, πίσω μόνο από τη Βουλγαρία. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το 2023, πάνω από 2,5 εκατομμύρια Έλληνες βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού. Ιδιαίτερα, μάλιστα, πλήττονται οι νέοι με το ποσοστό υλικής και κοινωνικής στέρησης να είναι διπλάσιο σε σύγκριση με το ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Ωστόσο, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, δεν συμβαίνει το ίδιο. Η καταπολέμηση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού βρίσκεται στο επίκεντρο των πολιτικών συγκρούσεων εντός της Ένωσης παρά τις πολυεπίπεδες ιδεολογικές συγκρούσεις. Το 2017, με μία κοινή διακήρυξή τους τα τρία κύρια θεσμικά όργανα της ΕΕ (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ευρωκοινοβούλιο, Συμβούλιο) εξέφρασαν την προσήλωσή τους στον Ευρωπαϊκό Πυλώνα Κοινωνικών Δικαιωμάτων (ΕΠΚΔ), οποίος ορίζει την κοινωνική προστασία και την ένταξη ως βασικούς στόχους, ενώ σε αυτό το πλαίσιο έχουν δρομολογηθεί σημαντικές νομοθετικές και πολιτικές πρωτοβουλίες για την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής.
Μία σειρά από ευρωπαϊκά «εργαλεία» μπορούν στα κατάλληλα χέρια να βοηθήσουν το έργο κυβερνήσεων πρόθυμων να δράσουν υπέρ της κοινωνικής ισότητας, συνοχής, συμπερίληψης. Πρόκειται για νομοθετικές και πολιτικές πρωτοβουλίες για τις οποίες εργαστήκαμε σκληρά στο Ευρωκοινοβούλιο, ώστε να εξασφαλίσουμε το ευνοϊκότερο δυνατόν αποτέλεσμα για όλους τους πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η Ευρωπαϊκή Οδηγία για Επαρκείς Κατώτατους Μισθούς στην ΕΕ, η οποία στοχεύει στην καταπολέμηση της εργασιακής φτώχειας, μπορεί να συμβάλει ουσιαστικά σε αυτή την κατεύθυνση.
ADVERTISING
Για τη διαμόρφωση αυτού του νομοθετικού εργαλείου τόσο εγώ, όσο και η Left αντιπαρατεθήκαμε σκληρά σε επίπεδο τεκμηρίωσης, όχι μόνο με τους «φυσικούς» ιδεολογικούς αντιπάλους μας, από τον χώρο της φιλελεύθερης δεξιάς, που οραματίζονται μισθούς βασισμένους στην παραγωγικότητα και τις διαθέσεις της ελεύθερης αγοράς, αλλά και με ιδεολογικούς «συντρόφους» μας από τις σκανδιναβικές χώρες.
Παρόλο που στηρίζουν την κοινωνική δικαιοσύνη και διατηρούν ένα ισχυρό σύστημα συλλογικών διαπραγματεύσεων, οι χώρες αυτές αντιτάχθηκαν φοβούμενες ότι τυχόν ενιαία προσέγγιση θα επέφερε σύγκληση του κατώτατου μισθού προς τα κάτω.
Η Οδηγία αυτή καλεί τα κράτη μέλη να διαμορφώσουν έναν μηχανισμό υπολογισμού του κατώτατου μισθού με βάση το βιοτικό επίπεδο και τις ανάγκες των πολιτών, ενώ προωθεί τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, προβλέποντας ρητά ότι ο κατώτατος μισθός θα πρέπει να ρυθμίζεται από συλλογικές συμβάσεις για τουλάχιστον το 80% των εργαζομένων.
Τα κράτη μέλη της ΕΕ πρέπει έως τις 15 Νοεμβρίου 2024 να ενσωματώσουν την Οδηγία στο εθνικό δίκαιο. Στην Ελλάδα, όπου μόλις το 30% των εργαζομένων καλύπτονται από συλλογικές συμβάσεις, η εφαρμογή της θα φέρει μια ριζική βελτίωση. Ωστόσο η ελληνική κυβέρνηση, επιλέγοντας αντεργατικές πολιτικές και λειτουργώντας ως εμπροσθοφυλακή του άκρατου φιλελευθερισμού, στην ουσία οδεύει συνειδητά προς την αντίθετη κατεύθυνση με κίνδυνο την επιβολή ευρωπαϊκών κυρώσεων.
Παρά τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Οδηγίας για ενίσχυση των συλλογικών συμβάσεων και του κατώτατου μισθού, οι πρόσφατες δηλώσεις της Υπουργού Εργασίας, η οποία εμμένει στη νομοθετική ρύθμιση του κατώτατου μισθού καταδεικνύουν την εμμονή της στην αντίληψη επιμερισμού του κόστους μεταξύ εργαζόμενων και εργοδοτών. Πράγμα που αντιστρατεύεται ευθέως με τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Οδηγίας, η οποία στοχεύει στη διαμόρφωση του εισοδήματος των εργαζομένων με βάση με τις πραγματικές συνθήκες της οικονομίας. Η ενίσχυση των συλλογικών διαπραγματεύσεων αποτελεί υποχρέωση και όχι αντικείμενο προς εξέταση, όπου τάχα οι κοινωνικοί εταίροι, δηλαδή οι εκπρόσωποι των εργαζομένων και των εργοδοτών, θα έχουν συμβουλευτικό ρόλο.
Αυτή η θέση είναι αντίθεση με τις υποχρεώσεις που μας βαρύνουν ως Κράτος Μέλος κατά την ενσωμάτωση των σαφών προβλέψεων της ευρωπαϊκής οδηγίας η οποία ρητά προωθεί την αύξηση της κάλυψης των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις.
Παράλληλα, η Σύσταση του Συμβουλίου για Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα αποτελεί ένα σημαντικό βήμα προς την ενεργή συμπερίληψη των πιο ευάλωτων ομάδων της κοινωνίας. Με ψήφισμά, του το 2023 το Ευρωκοινοβούλιο εισηγήθηκε πιο προσιτά και αποτελεσματικά συστήματα ελάχιστου εισοδήματος, με κριτήρια όπως το να είναι πάνω από το όριο της φτώχειας και να διασφαλίζουν ένα αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο, καθώς και την ένταξη στην αγορά εργασίας των ατόμων που αυτή τη στιγμή βρίσκονται αποκλεισμένα από αυτή.
Στο ίδιο πνεύμα, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει προωθήσει σημαντικές πρωτοβουλίες για την εξάλειψη της αστεγίας και την καθολική πρόσβαση σε προσιτή και αξιοπρεπή στέγαση. Οι επενδύσεις σε κοινωνική, δημόσια και προσιτή στέγαση, ιδιαίτερα σε ενεργειακά αποδοτικά και κατάλληλα κτίρια, πεδίο στο οποίο η χώρα μας όχι απλώς υπολείπεται αλλά βρίσκεται στο μηδέν, είναι απαραίτητες για να διασφαλιστεί ότι κανείς δεν θα μένει χωρίς στέγη.
Παράλληλα, το Κοινοβούλιο προωθεί την αποποινικοποίηση της αστεγίας και την ολιστική αντιμετώπισή της, ώστε να μην υπάρχουν άνθρωποι αποκλεισμένοι και αόρατοι.
Τέλος, η ευρωπαϊκή στρατηγική για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία στοχεύει στην ενεργή ένταξη τους στην κοινωνία και την αγορά εργασίας, με ίσες ευκαιρίες και ίσα δικαιώματα.
Όλες αυτές οι πρωτοβουλίες της ΕΕ είναι εργαλεία που μπορούν να συμβάλουν στην κοινωνική συνοχή και τη δικαιοσύνη, αν αξιοποιηθούν σωστά από κυβερνήσεις που έχουν τη βούληση να δράσουν υπέρ των πολιτών τους. Ωστόσο, βλέπουμε ότι στην Ελλάδα, παρά τις δυνατότητες που προσφέρει η Ευρώπη, η εφαρμογή αυτών των πολιτικών βρίσκεται ακόμη σε αρχικό στάδιο. Η κυβέρνηση φαίνεται να προσανατολίζεται σε διαφορετικές κατευθύνσεις, αντί να αξιοποιεί τα διαθέσιμα εργαλεία για τη μείωση των ανισοτήτων και τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης.
Είναι σαφές πως η επιμονή σε ένα οικονομικό μοντέλο που βασίζεται αποκλειστικά στην αγορά χωρίς να λαμβάνει υπόψιν τις κοινωνικές ανάγκες οδηγεί σε διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων και της φτώχειας. Η χάραξη μιας προοδευτικής πολιτικής Με τη νέα σύνθεση του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου, που είναι μία σύνθεση άκρας δεξιάς, υπάρχει έντονη ταξική σύγκρουση. Σήμερα περισσότερο παρά ποτέ η χάραξη μιας προοδευτικής πολιτικής που θα θέτει τον άνθρωπο στο επίκεντρο και θα αξιοποιεί όλα τα διαθέσιμα οικονομικά και νομοθετικά μέσα για την επίτευξη ουσιαστικής κοινωνικής ισότητας και ευημερίας για όλους, είναι πλέον αναγκαία.
Η Ευρώπη προσφέρει κάποια εργαλεία για τα οποία εργαστήκαμε και αγωνιστήκαμε σκληρά. Είναι στο χέρι μας να τα χρησιμοποιήσουμε προς όφελος της κοινωνίας.
* Το άρθρο του Κώστα Αρβανίτη δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα newpost.gr.