Ο κ. Παναγιωτόπουλος στις δηλώσεις του αναφέρθηκε στο κοινό, όπως είπε, όραμα Ελλάδας και ΗΠΑ για ειρήνη στην περιοχή.
Όπως τόνισε, «Ελλάδα και ΗΠΑ έχουν εκφράσει την ανησυχία τους για τις παράνομες και προκλητικές ενέργειες που προκαλούν εντάσεις στην περιοχή και υπογραμμίζουν πάντα τη σημασία του σεβασμού του διεθνούς δικαίου και των σχέσεων καλής γειτονίας». Ο υπουργός Άμυνας αναφέρθηκε στην περαιτέρω ανάπτυξη των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών και υπογράμμισε τα εξής:
«Έχουμε καταστήσει απολύτως σαφές και σε κάθε τόνο ότι η Ελλάδα είναι πάντα έτοιμη να υπερασπιστεί και να διασφαλίσει, όπως άλλωστε έπραξε πάντα, στο ακέραιο, τα κυριαρχικά της δικαιώματα τα οποία απορρέουν από τις διεθνείς συνθήκες και το διεθνές δίκαιο και να απωθήσει αποτελεσματικά οποιαδήποτε επιβολή στρεφόμενη εναντίον της».
Σύμφωνα με τον κ. Παναγιωτόπουλο, η αμυντική συνεργασία με τις ΗΠΑ αποτελεί μείζονα προτεραιότητα για τις δύο χώρες, ενώ χαρακτήρισε σημαντικό ορόσημο των ελληνοαμερικανικών σχέσεων την υπογραφή πριν από μερικούς μήνες του νέου παραρτήματος της συμφωνίας αμοιβαίας αμυντικής συμφωνίας Ελλάδας-ΗΠΑ.
Από την πλευρά του ο Αμερικανός πρέσβης χαρακτήρισε «κόσμημα» τη βάση της Σούδας, αναφέρθηκε στο σημαντικό ρόλο που διαδραματίζει στην ειρήνη και τη σταθερότητα στην περιοχή της Μεσογείου την οποία, όπως είπε, στηρίζουν οι ΗΠΑ, ενώ δήλωσε ανήσυχος για την κατάσταση στη Λιβύη.
Ο κ. Πάιατ χαρακτήρισε τη Σούδα καθημερινό και στρατηγικό πεδίο προαγωγής της ελληνοαμερικανικής συνεργασίας. Παράλληλα έστειλε το μήνυμα πως οι σχέσεις Ελλάδας και ΗΠΑ είναι σήμερα πιο ισχυρές από ποτέ και πως αυτό κατέστη σαφές από την επίσκεψη του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στον Λευκό Οίκο, τον Ιανουάριο.
Επισήμανε πως ένας από τους ισχυρότερους πυλώνες της πολύπλευρης σχέσης είναι η διμερής αμυντική συνεργασία. Σε αυτό το πλαίσιο, ο κ. Πάιατ ανέδειξε τη σημασία που έχει για τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής ο κόλπος της Σούδας και εξέφρασε τη δέσμευση να συνεχίσουν οι ΗΠΑ να επενδύουν σε αυτήν τη συνεργασία και να οικοδομήσουν την ισχυρότερη δυνατή συμμαχία μεταξύ των δύο χωρών, «για να φέρουμε την ειρήνη και τη σταθερότητα σε αυτήν την περίπλοκη και συχνά δύσκολη περιοχή».
Εστιάζοντας περαιτέρω στη σημασία της Σούδας, ο Αμερικανός πρέσβης τη χαρακτήρισε ως την αιχμή του δόρατος της αμυντικής συνεργασίας Ελλάδας και Ηνωμένων Πολιτειών και σημείωσε ότι για την κυβέρνηση των ΗΠΑ παίζει δύο κρίσιμους ρόλους. «Πρώτα απ’ όλα, είναι η πιο σημαντική πλατφόρμα μας για την προβολή της αμερικανικής δύναμης στη στρατηγικά δυναμική περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, από τη Συρία έως τη Λιβύη και τη Μαύρη Θάλασσα. Αυτό δίνει ένα εξαιρετικά σημαντικό πλεονέκτημα για τις Ηνωμένες Πολιτείες, καθώς το αμερικανικό Πολεμικό Ναυτικό και άλλα μέσα χρησιμοποιούνται για την υποστήριξη των υποχρεώσεων της συμμαχίας μας και για την επίτευξη ειρήνης και σταθερότητας» εξήγησε ο Τζέφρι Πάιατ.
Η άλλη πτυχή του κόλπου της Σούδας που είναι λιγότερο γνωστή, προσέθεσε, είναι ότι αποτελεί τον πιο σημαντικό χώρο εκδήλωσης της καθημερινής συνεργασίας μεταξύ των ελληνικών και αμερικανικών δυνάμεων.
Παράλληλα, ο Αμερικανός πρέσβης εξέφρασε την υποστήριξη των ΗΠΑ στην ευρωπαϊκή ναυτική επιχείρηση «Ειρήνη» στη Λιβύη. Περαιτέρω τόνισε πως οι ΗΠΑ μοιράζονται με τη σύμμαχό τους Ελλάδα την πεποίθηση ότι η λύση στον πόλεμο στη Λιβύη είναι να σταματήσουν εξωτερικές δυνάμεις να διοχετεύουν όπλα και δυνάμεις να κλιμακώνουν τη βία στη χώρα αυτή.
Τέλος, αναφέρθηκε στο επικείμενο ταξίδι του υπουργού Εθνικής Άμυνας Νίκου Παναγιωτόπουλου στην Ουάσιγκτον και στη συνάντησή του με τον ομόλογό του των ΗΠΑ, Μαρκ Έσπερ.
Οι κ.κ. Παναγιωτόπουλος και Πάιατ, μαζί με τον αρχηγό ΓΕΕΘΑ, επισκέφθηκαν την αμερικανική βάση στο Μουζουρά Ακρωτηρίου και αμέσως μετά τη ναυτική βάση Μαραθίου όπου και ξεναγήθηκαν στους χώρους εφοδιασμού καυσίμων και σε δύο προβλήτες όπου πραγματοποιούνται έργα.
Ακόμα επιβιβάστηκαν σε σκάφη των Ειδικών Επιχειρήσεων Ναυτικού κάνοντας μια βόλτα στον όρμο της Σούδας.
Ακολούθησε ενημέρωση για τις δραστηριότητες, την αποστολή, τις δυνατότητες και τους εκπαιδευτικούς άξονες του Κέντρου Ναυτικής Αποτροπής από τον αρχιπλοίαρχο Παναγιώτη Παπανικολάου.