20 εκ. ευρώ μοιράστηκαν χωρίς κριτήρια, με απόλυτη αδιαφάνεια σε 1232 μέσα ενημέρωσης: από τα πιο γνωστά ως sites που έχουν πάνω από ένα χρόνο να ανανεωθούν. Η επίμονη άρνηση του κυβερνητικού εκπροσώπου κ. Πέτσα να ενημερώσει το κοινοβούλιο και τον ελληνικό λαό για το ακριβές ποσό που έλαβε κάθε μέσο, τα κριτήρια βάσει των οποίων έγινε η κατανομή των χρημάτων και τον τρόπο με τον οποίο παρακολουθείται η αποτελεσματική χρήση των εν λόγω κονδυλίων για την αντιμετώπιση του κορωνοϊού, συνηγορούν στην άποψη ότι, στην προκειμένη περίπτωση, η ΝΔ κάτι κρύβει και φοβάται. Δείγματα γραφής άλλωστε ειχε δώσει και η προηγούμενη αυτοδύναμη Κυβέρνηση της ΝΔ, εκείνη του Κ. Καραμανλή, με κραυγαλέα εύνοια σε φιλοκυβερνητικά έντυπα.
Δείγματα γραφής της πρόθεσης της κυβέρνησης να οικειοποιηθεί μεγάλη μερίδα των μέσων ενημέρωσης, είχε δώσει η κυβέρνηση, από την πρώτη ημέρα μετά την άνοδό της στην εξουσία. Στις 8 Ιουλίου 2019 – την επομένη των εκλογών – δημοσιεύτηκε το προεδρικό διάταγμα 81/2019 με το οποίο η ΕΡΤ και το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων ετέθησαν υπό την ευθύνη του Πρωθυπουργού. Ο Πρωθυπουργικός εναγκαλισμός με τη δημόσια ραδιοτηλεόραση ολοκληρώθηκε με την τοποθέτηση του πρώην διευθυντή του γραφείου τύπου της Νέας Δημοκρατίας στη θέση του προέδρου της ΕΡΤ.
Με τέτοιες πρακτικές, δεν εκπλήσσει το ότι η Ελλάδα κατατάχθηκε μεταξύ των τελευταίων χωρών της ΕΕ στον δείκτη για την ελευθερία του τύπου και κατηγοριοποιήθηκε ως χώρα στην οποία ο Τύπος είναι «μερικώς ελεύθερος» (partially free) κι όχι ελεύθερος. Η Ελλάδα κατατάσσεται 24η θέση στην Ευρωπαϊκή Ένωση των 27, με μόνες χώρες με χαμηλότερη κατάταξη τη Μάλτα (πατρίδα της δολοφονημένης δημοσιογράφου Ντάφνι Καρουάνα Γκαλιζία, την Ουγγαρία όπου ο Όρμπαν θέλει να περάσει νόμο που θα τιμωρεί με ποινές φυλάκισης τους παραγωγούς ψευδών ειδήσεων (το τι είναι ψευδής είδηση θα το αποφασίζει η κυβέρνησή του), και την Βουλγαρία.
Η ανεξαρτησία του Τύπου είναι ακρογωνιαίος λίθος της Δημοκρατίας. Κάθε εξουσία, κάθε κυβέρνηση γίνεται καλύτερη κι εξυπηρετεί αποτελεσματικότερα τα συμφέροντα του λαού όταν βρίσκεται διαρκώς κάτω από το φως και τον έλεγχο της τέταρτης εξουσίας.
Αυτός ήταν, άλλωστε, κι ένας από τους λόγους που οδήγησαν το ΠΑΣΟΚ στην θέσπιση της Διαύγεια: όλα ανοιχτά, όλα στο φως. Η Διαύγεια είναι μια μεταρρύθμιση που κάναμε και πέτυχε παρόλες τις προσπάθειες τόσο του κ. Μητσοτάκη το 2014, όσο και της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ το 2015 να την υποσκάψουν.
Η ανεξαρτησία των δημοσιογράφων να κάνουν σωστά τη δουλειά τους δεν διασφαλίζεται μόνο με την αποτροπή διώξεων και απειλών εναντίον τους. Εκτός από αυτούς τους τρόπους προσπάθειας επιρροής στον τύπο, υπάρχει και ο πολύ πιο ύπουλος τρόπος του εκμαυλισμού, της επιδίωξης να εκμαιεύσει μια κυβέρνηση τη δημοσιογραφική εύνοια, υποσχόμενη οφέλη και εύνοιες. Είναι χαρακτηριστικό ότι πριν τη Διαύγεια, αν και υπήρχε νομοθεσία για την πρόσβαση στα δημόσια έγγραφα κάθε ενδιαφερόμενου (άρα και των δημοσιογράφων, για τους οποίους τα δημόσια έγγραφα είναι η βασική πηγή τεκμηρίωσης), η πρόσβαση αυτή δυσχεραίνονταν κατά κανόνα, με αποτέλεσμα να πρέπει να προστρέχει ο δημοσιογράφος στον υπουργό για να αποκτήσει πρόσβαση στα έγγραφα που τον ενδιέφεραν. Η πρακτική αυτή ευνοούσε τους δημοσιογράφους που είχαν ιδιαίτερες σχέσεις με το κυβερνών κόμμα σε αντίθεση με εκείνους που αρθρογραφούσαν αντιπολιτευόμενοι. Αυτή η πελατειακή αντιμετώπιση του δημοσιογραφικού λειτουργήματος διορθώθηκε από τη Διαύγεια, κι αυτός είναι ο λόγος που η μεταρρύθμιση αυτή μπορεί μεν να πολεμήθηκε από ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, άντεξε, όμως, στο χρόνο γιατί την ήθελαν οι Έλληνες που κατάλαβαν την αξία της.
Όσο για τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος τώρα, διαρρηγνύει τα ιμάτιά του για την εύνοια των μέσων ενημέρωσης από την κυβέρνηση με τα 20εκ. ευρώ της καμπάνιας για τον κορωνοϊό, ισχύει το «Κρείττον του λαλείν το σιγάν», που έλεγαν οι αρχαίοι: είναι πολύ καλύτερο να σιωπά κανείς από το να ομιλεί. Κι αυτό γιατί επί ΣΥΡΙΖΑ είδαμε δημοσιογράφους να σέρνονται στο αυτόφωρο με χειροπέδες, επί ΣΥΡΙΖΑ είδαμε υπουργούς να διεκδικούν υπέρογκα ποσά από δημοσιογράφους για κείμενα γνώμης που έγραψαν, υποστηρίζοντας προσχηματικά ότι η έκφραση δημοσιογραφικής γνώμης τεκμηριώνει το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμισης.
Στη Δημοκρατία, μόνο αν νικάει κάθε μέρα ο πλουραλισμός και η πολυφωνία μπορεί να ενδυναμωθούν οι θεσμοί. Οι θεσμοί της Δημοκρατίας είναι αυτοί που διασφαλίζουν την προστασία του κάθε πολίτη από την αυθαιρεσία της εξουσίας. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε, που το Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου αναφέρει τον Τύπο ως public watchdog – δημόσιος φύλακας.
Εμείς, οι σύγχρονοι Σοσιαλιστές και Δημοκράτες πιστεύουμε στην διαφάνεια και την λογοδοσία κάθε εξουσίας. Ο Τύπος είναι βασικός μηχανισμός άσκησης ελέγχου στην εκάστοτε κυβέρνηση και γι’ αυτό πρέπει να διασφαλίζουμε με πάθος εκείνες τις ευνοϊκές συνθήκες που διευκολύνουν την άσκηση του δημοσιογραφικού λειτουργήματος. Δημοκρατία με τον Τύπο υποταγμένο στην κυβέρνηση δεν είναι Δημοκρατία. Ένας πραγματικά ανεξάρτητος Τύπος απορρίπτει το ρόλο της υποταγής στην δύναμη και στην εξουσία. Αμφισβητεί αυτό που οι πολλοί δέχονται ως δεδομένο, διαπερνά το πέπλο της σιωπηλής λογοκρισίας, κάνει διαθέσιμες στο ευρύ κοινό όλες τις πληροφορίες, απόψεις και ιδέες που εμπλουτίζουν τον δημόσιο διάλογο. Μόνο έτσι μπορεί μια κοινωνία να συζητά χωρίς αποκλεισμούς και στερεότυπα, χωρίς διχαστικά δίπολα, αλλά με όλη την ομορφιά της πολλαπλότητας των απόψεων.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο kinimaallagis.gr