Την αναγκαιότητα της υπεράσπισης του Διεθνούς Δικαίου το οποίο όπως είπε «αμφισβητείται ή βάλλεται», υπογράμμισε κατά την ομιλία του στο Κολέγιο Trinity, του Πανεπιστημίου του Δουβλίνου, όπου ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτορας της Νομικής, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Προκόπης Παυλόπουλος.
«Το Διεθνές Δίκαιο ειδικότερα αμφισβητείται ή βάλλεται, ως προς την δυνατότητά του να ρυθμίσει επαρκώς τις Διεθνείς Σχέσεις, κατ’ εξοχήν προς την κατεύθυνση της εμπέδωσης της Διεθνούς Ειρήνης. Είτε, ακόμη χειρότερα, βάλλεται, πολλές φορές ευθέως και απροκαλύπτως, από οπαδούς του ακραίου νεοφιλελευθερισμού, οι οποίοι θεωρούν ότι το Διεθνές Δίκαιο, πρωτίστως ως προς το οικονομικό του σκέλος, παρεμποδίζει την πλήρη εξέλιξη της Οικονομικής Παγκοσμιοποίησης υπό όρους επίσης πλήρους ελευθερίας της Οικονομίας της Αγοράς, επειδή, δήθεν, θέτει «ανώφελους» και «γραφειοκρατικούς» φραγμούς στο διεθνές οικονομικό γίγνεσθαι», ανέφερε μεταξύ άλλων ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και πρόσθεσε. Πρόκειται, για τους οπαδούς της «απορρύθμισης», οι οποίοι αντιτάσσονται σε κάθε μορφής κρατική παρέμβαση εντός του οικονομικού πεδίου, ανεξαρτήτως του αν η παρέμβαση αυτή εξελίσσεται εντός των in concreto κρατικών ορίων ή προκύπτει από την συνεργασία των Κρατών, κατά την παραγωγή αντίστοιχων κανόνων του Διεθνούς Δικαίου.
Η μειωμένη κανονιστική εμβέλεια και επάρκεια των διεθνών κανόνων δικαίου έχει την πιο διαβρωτική ρίζα της στην, επίσης χρόνια, έλλειψη επαρκών κυρωτικών μηχανισμών, ικανών να διασφαλίσουν την αποτελεσματική εφαρμογή των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου στην πράξη, και μάλιστα erga omnes.
Αυτή την «αχίλλειο πτέρνα» του Διεθνούς Δικαίου δεν έχει, καθ’ όλη την ιστορική διαδρομή του, θεραπεύσει -και, δυστυχώς, τίποτα δεν δείχνει ότι η επικίνδυνη αυτή κατάσταση θ’ αλλάξει στο μέλλον, άμεσο ή και απώτερο- η παρέμβαση του Διεθνούς Δικαστή, οιαδήποτε μορφή και αν έχει το ad hoc όργανο του συστήματος Διεθνούς Δικαιοσύνης, το οποίο επιλαμβάνεται για την in concreto εφαρμογή του οικείου κανόνα δικαίου και, συνακόλουθα, για την επίλυση της οικείας δικαστικής διαφοράς».
Συνεχίζοντας ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας υποστήριξε ότι η διάγνωση της κανονιστικής ανεπάρκειας στην υπεράσπιση των θεσμικών πυλώνων του Διεθνούς Δικαίου δεν επαρκεί.
«Επειδή κατ’ εξοχήν τώρα, κατά Θουκυδίδη, «οι καιροί ου μενετοί», η κοινότητα των Διεθνολόγων έχει χρέος να στραφεί πλέον, ευθέως και ενεργώς, περισσότερο απ’ ό,τι στο παρελθόν, προς την οργάνωση και εφαρμογή μιας πραγματικής εκστρατείας υπεράσπισης του κύρους του Κανόνα Δικαίου στο πεδίο του Διεθνούς Δικαίου. Και η εκστρατεία αυτή πρέπει ν’ αποσκοπεί στην επίτευξη των εξής δύο, τουλάχιστον, στόχων:
Πρώτον, στην επίτευξη του στόχου τόνωσης της κανονιστικής επάρκειας των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου κατά την παραγωγή τους.
Δεύτερον, στην επίτευξη του στόχου στήριξης του έργου του Διεθνούς Δικαστή, κατά την εκ μέρους του ερμηνεία και εφαρμογή των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου, στο πλαίσιο της δικαστικής επίλυσης των in concreto διεθνών διαφορών.
Το Διεθνές Δίκαιο βρίσκεται μπροστά στο φαινόμενο της επικυριαρχίας του «οικονομικού» επί του «θεσμικού», είπε ο κ. Παυλόπουλος, και αναφέρθηκε «στις επιπτώσεις της Οικονομικής Παγκοσμιοποίησης, υπό την καταλυτική επιρροή ακραίων νεοφιλελεύθερων αντιλήψεων που, υπερασπιζόμενες, δήθεν, τους κανόνες της ελεύθερης Οικονομίας της Αγοράς αρνούνται κατηγορηματικά κάθε παρέμβαση στο πεδίο αυτό κανόνων δικαίου κρατικής προέλευσης, είτε πρόκειται για κανόνες του Εθνικού Νομοθέτη είτε πρόκειται για κανόνες του Διεθνούς Νομοθέτη, άρα του Διεθνούς Δικαίου.
Μιλώντας ειδικότερα για την έννοια της «απορρύθμισης», ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, την χαρακτήρισε ως τον πιο επικίνδυνο παράγοντα επιδείνωσης της κανονιστικής σχετικότητας και ανεπάρκειας των κανόνων και του Διεθνούς Δικαίου. ««Κοιτίδα» της θεωρίας περί «απορρύθμισης» υπήρξε, κατά την δεκαετία του 1950, η Σχολή του Σικάγο και «γεννήτοράς» της ο M. Friedman, επικεφαλής της ακραίως νεοφιλελεύθερης αντίληψης περί μιας αποτελεσματικής δυνατότητας πλήρους «αυτορρύθμισης» της Αγοράς», είπε ο κ. Παυλόπουλος και πρόσθεσε.
«Κατά την αντίληψη αυτή, σε γενικές γραμμές, οι παραδοσιακές αρχές του καπι-ταλισμού, ως προς την προσφορά και την ζήτηση, αρκούν, από μόνες τους, για να επιτύχουν την αναγκαία, κάθε φορά, ισορροπία του όλου οικονομικού συστήματος. Ακόμη και σε περιόδους οικονομικής κρίσης, η ισορροπία αποκαθίσταται αποκλειστικώς δια της εφαρμογής των οικονομικών, αμιγώς, κανόνων της Αγοράς. Η κρατική παρέμβαση, σε εθνικό ή και υπερεθνικό επίπεδο, μόνο «δεινά» μπορεί να προκαλέσει. Άρα, ο κάθε είδους και έκτασης κρατικός παρεμβατισμός, εθνικός και υπερεθνικός, όχι μόνο δεν επιλύει τα προβλήματα των οικονομικών κρίσεων αλλά, όλως αντιθέτως, τα επιδεινώνει.
Κατ’ ακολουθία,», συνέχισε, «η αντίληψη περί «αυτορρύθμισης» της Αγοράς -και, άρα, του οικονομικού συστήματος- αποκλειστικώς μέσω των κανόνων της προσφοράς και της ζήτησης, προϋποθέτει, την σταδιακή συρρίκνωση του πεδίου δράσης του Κράτους και της θεσμικώς οργανωμένης Διεθνούς Κοινότητας. «Όσο λιγότερο κράτος τόσο το καλλίτερο». Κάπως έτσι το Κράτος -άρα και το Κράτος Δικαίου, υπό την εκδοχή του ιδίως ως Κοινωνικού Κράτους, και με συνταγματικό ή και διεθνές έρεισμα- είτε δρα intra muros ή συνεργαζόμενο με άλλα Κράτη, οφείλει να περιορισθεί, περίπου, στον ρόλο του «νυκτοφύλακος κυνός», κατά την αντίληψη των μέσων του 19ου αιώνα».
Μιλώντας για τις επιπτώσεις από την εφαρμογή της «απορρύθμισης», ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, τόνισε ότι «ακριβώς εξαιτίας της συρρίκνωσης του τομέα παρέμβασης του Κράτους και της θεσμικώς οργανωμένης Διεθνούς Κοινότητας, μεγάλο μέρος του κενού που προκύπτει το καταλαμβάνουν, με την δράση τους, νεοπαγείς φορείς του ιδιωτικού τομέα, οι οποίοι, λόγω της καταγωγής τους, στερούνται οιασδήποτε δημοκρατικής νομιμοποίησης, τόσον από πλευράς Εθνικού όσο και από πλευράς Διεθνούς Δικαίου. Αυτή δε η έλλειψη δημοκρατικής νομιμοποίησης είναι εκείνη, η οποία αναδεικνύει και το μέγεθος των συνεπειών της φθίνουσας πορείας του Κράτους Δικαίου. Κατά δεύτερο λόγο -και κατά συνέπεια- εκεί όπου η παραδοσιακή κρατική δραστηριότητα ανατίθεται πλέον σε φορείς του ιδιωτικού τομέα, η κανονιστική ρύθμιση της αντίστοιχης δραστηριότητας δεν γίνεται μόνο μέσω των κανόνων δικαίου κρατικής ή διακρατικής συνεργασίας προέλευσης και, άρα, αντίστοιχης δημοκρατικής νομιμοποίησης. Επιχειρείται και μέσω «νεότευκτων» κανόνων ιδιωτικής προέλευσης και έμπνευσης, των οποίων η «νομιμοποίηση» δεν έχει ίχνος δημοκρατικής κάλυψης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιων κανόνων παρέχουν ορισμένοι, διαρκώς πολλαπλασιαζόμενοι, διεθνώς εφαρμοζόμενοι χρηματοπιστωτικοί κανόνες. Με την μέθοδο αυτή η γενικότερη συρρίκνωση του Κράτους Δικαίου, σ’ εθνικό και διεθνές επίπεδο, εκκολάπτει και ανάλογη δραστική συρρίκνωση της δημόσιου χαρακτήρα Έννομης Τάξης, αφήνοντας πεδίο ανάπτυξης σε μια «κανονιστική παραγωγή» ιδιωτικής καταγωγής, με κυρωτικούς μηχανισμούς επίσης ιδιωτικής καταγωγής».
Καταλήγοντας ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας σημείωσε πως «οι προαναφερόμενες εγγενείς αδυναμίες -λόγω των θεσμικών και πολιτικών κενών του- αλλά και οι επίσης προαναφερόμενες σοβαρές ατέλειες του Κανόνα Δικαίου, κατά την «περιδίνησή» του στο κανονιστικώς άναρχο πεδίο της «απορρύθμισης», συνιστούν τις βασικές αιτίες του δημοκρατικού ελλείμματος, που πλήττει καιρίως το σύγχρονο Κράτος Δικαίου, και πάλι σ’ εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο».
Τέλος, ο κ. Παυλόπουλος υπογράμμισε πως «ακριβώς μέσα σε αυτό το δυσοίωνο τοπίο, πρέπει να υπερασπισθούμε το Διεθνές Δίκαιο, όταν μάλιστα έχει ν’ αντιμετωπίσει τεράστιας σημασίας νέες προκλήσεις για το σύνολο της Ανθρωπότητας, όπως είναι π.χ. οι προκλήσεις της κλιματικής αλλαγής, της τρομοκρατίας και της προσφυγικής κρίσης, η διαχείριση της οποίας αποκτά υπαρξιακές, κυριολεκτικώς, διαστάσεις για τον Άνθρωπο και τα Θεμελιώδη Δικαιώματά του. Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η κατά τ’ ανωτέρω ευόδωση της αποστολής του Διεθνούς Δικαίου δεν αφορά μόνο την εξομάλυνση των Διεθνών Σχέσεων και την, μέσω αυτής, ειρηνική συνύπαρξη Κρατών και Λαών. Η ευόδωση αυτή, όλως αντιθέτως, συνιστά πραγματική εγγύηση και για την διεθνή υπόσταση του κάθε Κράτους in concreto, δοθέντος ότι μέσω των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου προστατεύεται, και μάλιστα πολλαπλώς, η lato sensu Κυριαρχία του. Καθένας δε μπορεί εύκολα ν’ αντιληφθεί ότι, κατ’ αποτέλεσμα, η προστασία της Κυριαρχίας ενός Κράτους σημαίνει, εμμέσως πλην σαφώς, και προστασία, εντός αυτού, των θεσμικών αντηρίδων του Κράτους Δικαίου, των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και, εν τέλει, της ομαλής λειτουργίας της ίδιας της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας. Υπό το φως λοιπόν των ως άνω διαπιστώσεων ας αναλάβουμε την βαριά, αλλά και τόσο τιμητική, ευθύνη της υπεράσπισης του Διεθνούς Δικαίου ως μια «σταυροφορία» υπεράσπισης αυτού τούτου του Νομικού Πολιτισμού, σε διεθνή κλίμακα».