Την Κυριακή 17/12/2023 ψηφίζεται ο προϋπολογισμός του Κράτους για το 2024. Ο κρατικός προϋπολογισμός αποτελεί κύριο μέσο άσκησης δημοσιονομικής πολιτικής, μέσω αναδιανομής του εισοδήματος, διαμορφώνοντας ανάλογα τη φορολογική πολιτική και την πολιτική δαπανών, μέσω σταθεροποιητικής δημοσιονομικής πολιτικής επηρεάζοντας τη συνολική ζήτηση και το συνολικό εισόδημα της οικονομίας, μέσω προώθησης της οικονομικής ανάπτυξης με την πραγματοποίηση επενδυτικών και παραγωγικών δαπανών, μέσω αύξησης της συνολικής κοινωνικής ευημερίας όσο και της ατομικής ευημερίας του καθένα μας.
Καταφέρνει ο νέος προϋπολογισμός του 2024 σε ικανοποιητικό να βαθμό να ανταποκριθεί στις παραπάνω καταστατικές στοχεύσεις ;
Η απάντηση είναι πως όχι. Αποτυγχάνει σε μεγάλο βαθμό να ανταποκριθεί σε αρκετές από αυτές τις στοχεύσεις. Βασικό αίτιο αποτελεί ότι και ο φετινός προϋπολογισμός κινείται στις «ατραπούς» που οριοθετεί η έκθεση Πισσαρίδη, της έκθεσης που περιγράφει τους μικρομεσαίους ως ζόμπι, που θεωρεί τους ελευθέρους επαγγελματίες ως μια διαχρονική παθογένεια της ελληνικής οικονομίας, που θεωρεί ότι η δημιουργική καταστροφή νοικοκυριών και επιχειρήσεων θα αποτελέσει την καταστατική συνθήκη για «εξυγίανση-απελευθέρωση-εκσυγχρονισμό» της ελληνικής οικονομίας. Εκφάνσεις της Πισσαρίδειου λογικής για την οικονομία αποτελούν ενδεικτικά: το σχέδιο «ΗΡΑΚΛΗΣ» για τον εξωραϊσμό των ισολογισμό των συστημικών τραπεζών και τη δημιουργία μιας ομιχλώδους δευτερογενούς αγοράς πιστώσεων με μελλούμενο την μαζικότερη αναδιανομή ιδιωτικής ακίνητης περιουσίας στα χρονικά της χώρας, τον ταχείας εκκαθάρισης νέο πτωχευτικό κώδικα ή και το πρόσφατο φορολογικό νομοσχέδιο για τους ελεύθερους επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενους όλα επεισόδια της κατεύθυνσης που δίνει η έκθεση, αρκετά από αυτά περιγράφονται αναλυτικά σε αυτήν.
Οικονομικός εκσυγχρονισμός της χώρας μέσω δημιουργικής καταστροφής αρκετών και επωφελή συγκέντρωση οικονομικής ισχύος σε λίγους και εκλεκτούς.
Βέβαια πέρα από τις ιδεοληψίες της έκθεσης, η κυβέρνηση δεν χάνει την ευκαιρία να εργαλιοποιήσει προς αυτήν την κατεύθυνση κάθε τρέχουσα κρίση από την υγειονομική, την κλιματική, την κρίση στην αγορά ενέργειας, την κρίση ακρίβειας, χρησιμοποιώντας πραγματικά τις κρίσεις ως ευκαιρίες.
Επανερχόμενοι στον προϋπολογισμό του 2024 θεωρούμε ότι δεν δίνει ικανοποιητικές απαντήσεις σε μία σειρά από κρίσιμα ζητήματα για την χώρα, όπως:
- Τη δυνατότητα του τραπεζικού κλάδου να παίξει τον αναπτυξιακό του ρόλο με επιτυχία.
- Την ικανή πρόνοια αντιμετώπισης του δημογραφικού που υποσκάπτει την σταθερότητα του συνταξιοδοτικού συστήματος, των δημόσιων οικονομικών αλλά και τα μελλοντικά εισοδήματα εκατομμυρίων πολιτών (μέσω συντάξεων).
- Την αντιμετώπιση με βιώσιμο τρόπο, για την πλειοψηφία των πολιτών, της τρέχουσας κρίσης ιδιωτικού χρέους (οφειλές σε τράπεζες, ΑΑΔΕ, ΕΦΚΑ).
- Την αύξηση της συνολικής ζήτησης της οικονομίας, εφόσον οι ονομαστικές αυξήσεις εισοδημάτων, όπου υπάρχουν, υπολείπονται του πληθωρισμού. Την ίδια στιγμή μέσω του παντός είδους «pass», υποσκάπτεται το δημόσιο ταμείο πριμοδοτώντας την κερδοφορία επιχειρήσεων που λειτουργούν σε ατελώς ανταγωνιστικές ή και ολιγοπωλιακές αγορές (π.χ. ενέργεια, καταναλωτικά προϊόντα, υπεραγορές/supermarkets).
- Ακόμα και το ίδιο το δημόσιο ως καταναλωτής χρωστάει στην αγορά ποσά (δις. €) που είχαν να παρατηρηθούν από τα πρώτα σκληρά χρόνια των μνημονίων, ρευστότητα που στερείται η αγορά σε αυτή την δύσκολη συγκυρία.
- Την επαρκή – πλήρη υλοποίηση προγραμμάτων χρηματοδότησης της αγοράς μέσω χρηματοδοτικών εργαλείων όπως ΕΣΠΑ, ΠΔΕ, Ταμείο Ανάκαμψης.
- Την ορθή διαχείριση της περιουσίας του δημοσίου, πέρα από λογικές πώλησης ασημικών, πρόσφατο παράδειγμα η πώληση τραπεζικών μετοχών από το Τ.Χ.Σ.
- Δε σηματοδοτεί τη μείωση ή μηδενισμό του εισοδήματος που καταβάλλουν οι πολίτες για μία σειρά από δημόσια αγαθά, όπως η εκπαίδευση και η υγεία, που ως δημόσια αγαθά θα έπρεπε να προσφέρονται κυριολεκτικά δωρεάν.
- Τη δημιουργία πραγματικά παραγωγικών επενδύσεων που θα αυξήσουν τον καθαρό σχηματισμό κεφαλαίου της χώρας, την εγχώρια προστιθέμενη αξία, την απασχόληση και τα διαθέσιμα εισοδήματα νοικοκυριών και επιχειρήσεων.
- Τον έντονο αφελληνισμό της ελληνικής οικονομίας με αποτέλεσμα το πλεόνασμα λειτουργίας αυτών των επιχειρήσεων να μην επαναεπενδύεται παραγωγικά στην ελληνική οικονομία, παρ’ όλο που ο πλούτος αυτός παράγεται εντός των τειχών, το 2021 οι επιχειρήσεις που λειτουργούν στην χώρα και δεν είναι ελληνικών συμφερόντων (έχουν ποσοστό συμμετοχής στο μετοχικό τους κεφάλαιο από θεσμικές μονάδες που εδρεύουν στην αλλοδαπή άνω του 50%) πραγματοποίησαν ακαθάριστα έσοδα σχεδόν 60 δις. €.
Κλείνοντας ο φετινός κρατικός προϋπολογισμός δεν οριοθετεί ένα νέο μοντέλο άσκησης οικονομικής πολιτικής για την χώρα, ένα νέο αναπτυξιακό συμβόλαιο, με ενδογενή χαρακτηριστικά (χρήση εγχώριων παραγόμενων εισροών), όπου όλοι θα συμμετέχουμε σε μία κοινή αναπτυξιακή πορεία, όπου όλη η ελληνική κοινωνία θα απολαμβάνει τα οφέλη αυτής της αναπτυξιακής πορείας μέσω αύξησης της συνολικής κοινωνικής ευημερίας διαμοιρασμένης με δίκαιο και βιώσιμο τρόπο. Έως τότε θα παραμείνουμε εγκλωβισμένοι στην Πισσαρίδειο λογική άσκησης οικονομικής πολιτικής.
*Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην ΑΥΓΗ