Υπάρχει εδώ και κάποιο διάστημα μια συζήτηση για το σεξισμό και/ ή τα fake news στο δημόσιο λόγο, τα όρια της ορθής πολιτικής αντιπαράθεσης, και πότε -και αν- αυτά ξεπερνιούνται. Καταρχάς, ας ορίσουμε το δημόσιο λόγο σήμερα, πριν ορίσουμε το σεξισμό μέσα σε αυτόν.
Η λίστα Πέτσα, απέδειξε και στους πιο αθώους και τους πιο δύσπιστους, τους όρους και τη λογική λειτουργίας των περισσότερων ΜΜΕ στις μέρες μας. Η εξάρτηση είναι τέτοια, που οιαδήποτε υποψία -όχι αμεροληψίας, αλλοίμονο- αλλά έστω και προβολής της άλλης άποψης αποκλείεται. Και επειδή ο συγκεκριμένος «πλουραλισμός», δεν διέφυγε της προσοχής πολλών πολιτικοποιημένων ανθρώπων κάθε ηλικίας, ένα μεγάλο μέρος της πολιτικής ζύμωσης λαμβάνει πλέον χώρα στα ΜΚΔ. Η συνθήκη της πανδημίας και του lock down, πρόσθεσε στα παραπάνω και την έλλειψη πραγματικής κοινωνικής συναναστροφής, αφήνοντας τα social media να υποκαταστήσουν και αυτή τη σημαντική ανάγκη. Από ένα σημείο και μετά, και παρά τη σταδιακή μας «έξοδο» στην καθημερινότητα, τα social media με την αμεσότητα και την ταχύτητά τους κατέλαβαν ένα μεγάλο μέρος του καθημερινού χρόνου που ένας ενήλικας αφιερώνει για την ενημέρωσή του.
Η ταχύτητα διάδοσης της «είδησης», ωστόσο, ο ανταγωνισμός για κλικς, αλλά και η δυνατότητα για οικονομική «προώθησή» της, έχουν κάνει και τα συγκεκριμένα μέσα επισφαλή ως προς την φερεγγυότητά τους. Τα fake news είτε σε μέρος της διακινούμενης πληροφορίας είτε στο σύνολό της δεν σπανίζουν και το πρόβλημα είναι ότι μέχρι να διασαφηνιστεί η αλήθεια της είδησης, η ίδια η αξία του μέσου ως φορέα της, έχει πέσει. Έτσι δημιουργείται και στα social media η καχυποψία των χρηστών για τις ειδήσεις που διαβάζουν, και αμβλύνονται και οι αντιδράσεις τους απέναντι ακόμη και στις γνήσιες ειδήσεις. Η προχειρότητα που συχνά συναντάται στη διασταύρωση της πληροφορίας, αλληλοσυμπληρώνεται με το προπαγανδιστικό «μένος» ανθρώπων, οι οποίοι έχουν δεν έχουν «θεσμικό» ρόλο, θεωρούν ότι η ανωνυμία του πληκτρολογίου και η χαλαρότητα του μέσου θα μπορέσουν να τους κρατήσουν στο απυρόβλητο. Και σε αυτό το πλαίσιο, η χυδαιότητα και η ένδεια πολιτικών επιχειρημάτων μπορεί να βγάλει στην επιφάνεια σεξισμό, ρητορική μίσους και γενικά, «πολιτικά επιχειρήματα» που, πολλαπλασιασμένα από χρήστες- αντηχεία (τρολ) δημιουργούν ένα κλίμα τρομοκρατίας στα social media, ιδιαίτερα για τις πολιτικές απόψεις της αριστεράς, που δεν κατεβαίνουν στο δημόσιο διάλογο απαραίτητα για να επιβληθούν, αλλά πρωτίστως για να εκφραστούν.
Βέβαια εδώ πρέπει να τραβήξουμε μια σημαντική κόκκινη γραμμή: κάποιος που θα εκφραστεί σεξιστικά, θα το κάνει καταρχάς γιατί είναι σεξιστής, και στην δεδομένη συγκυρία θα επιλέξει να μην κρύψει την αληθινή του άποψη για λόγους πολιτικής ορθότητας, δεν ενοχοποιούνται δηλαδή τα ΜΚΔ για τις απόψεις του. Η λογική της ρητορικής μίσους και των σεξιστικών επιθέσεων δεν κάνει διακρίσεις και έχει πάρει χαρακτηριστικά «πανδημίας», τόσο στα social media όσο και έξω από αυτά, υποβοηθούμενη και από τα τρολλ/followers αλλά και την πολιτική επιλογή αυτής/ ών που πλήττονται να «μην ασχοληθούν». Όσο ο πολιτικός διάλογος είναι όντως αυτό που λέει η λέξη, η διαφωνία, είναι και αναμενόμενη και απαραίτητη, όσο έντονη και αν είναι, και στη αριστερά ήταν και είναι πάντα καλοδεχούμενη. Ωστόσο στην αρένα του σεξισμού και των fake news, η απάντηση του ορθού λόγου πρέπει να είναι θεσμική και νομική. Προκειμένου να αποσαφηνίζεται πάντα η αλήθεια προς πάσα κατεύθυνση, αλλά και να δίνεται και ένα παράδειγμα προς όλους και κυρίως προς όλες: ότι η λογική του εκφοβισμού και του τραμπουκισμού, είτε στο διαδικτυακό είτε στο πραγματικό περιβάλλον δεν πρέπει να περνάει, δεν πρέπει να «κανονικοποιείται».