Σαν σήμερα το 2023 γράφτηκε μία από τις πιο μαύρες σελίδες του σύγχρονου μεταναστευτικού ζητήματος στην Ευρώπη.
Ήταν ξημερώματα 14ης Ιουνίου όταν ένα παλιό αλιευτικό σκάφος, υπερφορτωμένο με ανθρώπινες ψυχές, βυθίστηκε στα ανοιχτά της Πύλου. Περίπου 750 μετανάστες, ανάμεσά τους γυναίκες και παιδιά, βρίσκονταν στοιβαγμένοι στα καταστρώματα και στα αμπάρια του σαπιοκάραβου που είχε ξεκινήσει από τη Λιβύη με προορισμό την Ιταλία. Μόνο 104 άνθρωποι διασώθηκαν, ενώ 82 σοροί ανασύρθηκαν από τα νερά. Ο ακριβής αριθμός των αγνοουμένων και των νεκρών δεν έχει οριστικοποιηθεί, καθώς αρκετοί παραμένουν αγνοούμενοι και οι εκτιμήσεις διαφέρουν ανάμεσα σε 500-650 θύματα.
Το ναυάγιο αμέσως χαρακτηρίστηκε ως μία από τις χειρότερες ναυτικές τραγωδίες των τελευταίων δεκαετιών στη Μεσόγειο. Και όχι άδικα: ο αριθμός των θυμάτων είναι εφάμιλλος του ναυαγίου στη Λαμπεντούζα το 2013 και του τραγικού ναυαγίου το 2015 με τους Σύρους πρόσφυγες που συντάραξε την Ευρώπη. Όμως αυτή τη φορά, τα ερωτήματα και οι ευθύνες δεν άργησαν να πληθύνουν.
Σύμφωνα με τις μαρτυρίες των επιζώντων, το σκάφος είχε κάνει πολυήμερο ταξίδι και ήδη παρουσίαζε προβλήματα. Ακινητοποιήθηκε λόγω μηχανικής βλάβης περίπου 80 χλμ νοτιοδυτικά της Πύλου, και το λιμενικό, αν και είχε ειδοποιηθεί από ΜΚΟ και από τον Frontex, παρακολουθούσε το σκάφος για ώρες πριν τη βύθισή του. Όταν τελικά ανετράπη μέσα σε λίγα λεπτά, η καταστροφή ήταν ολοκληρωτική.
Πολλές οργανώσεις κατηγόρησαν την Ελλάδα για παθητική στάση και έλλειψη άμεσης κινητοποίησης. Η κυβέρνηση από την πλευρά της υποστήριξε πως δεν υπήρχε αίτημα βοήθειας και ότι οποιαδήποτε παρέμβαση θα μπορούσε να προκαλέσει πανικό και να επιταχύνει το ναυάγιο.
Η υπόθεση έφτασε στα ευρωπαϊκά και διεθνή μέσα ενημέρωσης, προκαλώντας κύμα οργής και αγανάκτησης. Τα Ηνωμένα Έθνη, η Διεθνής Αμνηστία και δεκάδες ανθρωπιστικές οργανώσεις ζήτησαν ανεξάρτητη έρευνα για τις συνθήκες της τραγωδίας. Οι επιζώντες φιλοξενήθηκαν στην Καλαμάτα, ενώ κάποιοι εξ αυτών κατέθεσαν καταγγελίες για μεταχείριση και για τις συνθήκες διάσωσης.
Η πλειονότητα των θυμάτων ήταν νέοι άνδρες από το Πακιστάν, τη Συρία, την Αίγυπτο και το Αφγανιστάν, που είχαν πληρώσει χιλιάδες δολάρια σε κυκλώματα διακίνησης ανθρώπων. Οι οικογένειές τους, πίσω στις πατρίδες τους, αναζητούν ακόμα απαντήσεις. Τα περισσότερα σώματα δεν ταυτοποιήθηκαν ποτέ, ενώ μαζικοί τάφοι δημιουργήθηκαν σε νεκροταφεία της Πελοποννήσου, σιωπηλοί μάρτυρες μιας ανείπωτης τραγωδίας.
Δύο χρόνια μετά, η υπόθεση παραμένει ανοιχτή. Εννέα επιζώντες από την Αίγυπτο οδηγήθηκαν στις φυλακές ως μέλη του κυκλώματος διακίνησης, αν και οι υπερασπιστές τους υποστηρίζουν πως είναι απλοί μετανάστες που βρέθηκαν στο λάθος μέρος.
















