18 Οκτωβρίου 1979. Η σουηδική ακαδημία ανακοινώνει το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Η Ελλάδα είναι περήφανη καθώς ένας σπουδαίος ποιητής και άνθρωπος καταφέρνει να το κερδίσει.
Δεν είναι άλλος από τον Οδυσσέα Ελύτη, «ο ποιητής του Αιγαίου», ο οποίος το κερδίζει «για την ποίησή του, που με φόντο την ελληνική παράδοση, με αισθηματοποιημένη δύναμη και πνευματική οξύνοια ζωντανεύει τον αγώνα του σύγχρονου ανθρώπου για ελευθερία και δημιουργία».
Μυρτώ Τζώρτζου
«Η απονομή του βραβείου Νόμπελ στο μεγάλο μας Έλληνα ποιητή Οδυσσέα Ελύτη δεν είναι μια τιμή προς τον Ελύτη, αλλά μια τιμή προς το ίδιο το Νόμπελ», θα πει ο Γιάννης Ρίτσος.
Η απονομή του βραβείου γίνεται στις 10 Δεκεμβρίου του 1979 και ο Ελύτης παρίσταται στην καθιερωμένη τελετή όπου παραλαμβάνει το βραβείο από τον βασιλιά Κάρολο Γουστάβο. Τον επόμενο χρόνο καταθέτει το χρυσό μετάλλιο και τα διπλώματα του βραβείου στο Μουσείο Μπενάκη.
Μετά το Νόμπελ ακολουθούν και άλλες τιμητικές διακρίσεις εντός και εκτός Ελλάδας. Απονομή φόρου τιμής σε ειδική συνεδρίαση της Βουλής των Ελλήνων, η αναγόρευση του σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου της Σορβόνης, η ίδρυση έδρας νεοελληνικών σπουδών με τίτλο Έδρα Ελύτη, στο πανεπιστήμιο Rutgers του Νιου Τζέρσεϊ, καθώς και η απονομή του αργυρού μεταλλίου Benson από τη Βασιλική Φιλολογική Εταιρεία του Λονδίνου.
Τελειώνοντας την ομιλία του για τη βράβευσή του στη Στοκχόλμη τον Δεκέμβριο του 1979 ο Ελύτης λέει: «Παρά ένα κάτι ελάχιστο, συχνά, το εγκόσμιο φως γίνεται υπερκόσμιο και τανάπαλιν. Μια αίσθηση που μας δόθηκε από τους αρχαίους και μια άλλη από τους μεσαιωνικούς έρχονται να γεννήσουν μια τρίτη που τους μοιάζει όπως το παιδί στους γεννήτορές του. Μπορεί η ποίηση ν’ ακολουθήσει έναν τέτοιο δρόμο; Οι αισθήσεις μες απ’ τον αδιάκοπο καθαρμό τους να φτάσουν στην αγιότητα; Τότε η αναλογία τους θα επαναστραφεί επάνω στον υλικό κόσμο και θα τον επηρεάσει. Δεν αρκεί να ονειροπολούμε με τους στίχους. Είναι λίγο. Δεν αρκεί να πολιτικολογούμε. Είναι πολύ. Κατά βάθος ο υλικός κόσμος είναι απλώς ένας σωρός από υλικά. Θα εξαρτηθεί από το αν είμαστε καλοί ή κακοί αρχιτέκτονες το τελικό αποτέλεσμα. Ο Παράδεισος ή η Κόλαση που θα χτίσουμε».
Μόλις δεκαέξι χρόνια νωρίτερα, το 1963, το Νόμπελ Λογοτεχνίας είχε πάρει ο Γιώργος Σεφέρης.
Ο κατά κόσμον Οδυσσέας Αλεπουδέλης γεννιέται στις 2 Νοεμβρίου του 1911 στο Ηράκλειο Κρήτης και είναι το τελευταίο παιδί από τα έξι της οικογένειας. Το λόγο για τον οποίο θα αλλάξει το επώνυμό του τον λέει ο ίδιος σε συνέντευξή του «Το πραγματικό μου όνομα κουβαλούσε το βάρος μιας μικρής εμπορικής και βιομηχανικής φήμης που για όσους το έφεραν με υπερηφάνεια -και ήταν όλοι τους άνθρωποι που μόνη τους φιλοδοξία ήτανε το κέρδος – θα ήταν μεγάλη δυστυχία να το δούνε να ταυτίζεται με την υπόσταση ενός ποιητικού έργου παράξενου και ριψοκίνδυνου… Πήρα ψευδώνυμο γιατί θα ήτανε ντροπή να φτιάξω ένα έργο για το οποίο αφιέρωνα όλες μου τις δυνάμεις, όλο μου το πάθος μου για την αφιλοκέρδεια και να το ταυτίσω, ύστερα, με ένα όνομα συνυφασμένο με ό, τι ατομικά εγώ μισώ, δηλαδή, το πρακτικό πνεύμα, την εμπορική πίστη, τον άκρατο ωφελιμισμό».
Το έργο του Ελύτη είναι τεράστιο και ένα μέρος του έχει μελοποιηθεί από καταξιωμένους συνθέτες, όπως ο Μίκης Θεοδωράκης. Πέρα από το ποιητικό του έργο, ο Ελύτης έχει γράψει σημαντικά δοκίμια, συγκεντρωμένα στους τόμους Ανοιχτά Χαρτιά (1974) και Εν Λευκώ (1992), καθώς και αξιόλογες μεταφράσεις Ευρωπαίων ποιητών και θεατρικών συγγραφέων.
Φεύγει από τη ζωή σε ηλικία 85 ετών στις 18 Μαρτίου του 1996 από ανακοπή καρδιάς.