H εισαγγελέας Ελένη Σκεπαρνιά προχώρησε σε συμπληρωματική αγόρευση προκειμένου να εναρμονιστεί η πρότασή της για τη δίκη της Siemens με τις αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα, ζητώντας την ενοχή 22 κατηγορουμένων εκ των 54 που κάθονται στο εδώλιο για την κατηγορία της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομη δραστηριότητα (ξέπλυμα βρόμικου χρήματος) κατ´ επάγγελμα.
Σύμφωνα με όσα ανέφερε η κυρία Σκεπαρνιά, μετά τις αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα, η πράξη της δωροδοκίας υπαλλήλου έχει παραγραφεί, καθώς ο υπάλληλος του ΟΤΕ δεν είναι πλέον δημόσιος υπάλληλος. Ωστόσο, κατά την κρίση της, οι πράξεις τους (δωροδοκία) δεν κατέστησαν ανέγκλητες γιατί συνιστούν αδίκημα στον ιδιωτικό τομέα. Η συμπεριφορά τους ήταν και πριν αξιόποινη, μέχρι και σήμερα.
Σύμφωνα με την εισαγγελική λειτουργό, και η πράξη της δωροδοκίας στον ιδιωτικό τομέα έχει υποπέσει σε παραγραφή λόγω παύσης της ποινικής δίωξης, με αποτέλεσμα να ζητήσει την απαλλαγή όλων των κατηγορουμένων υπαλλήλων του ΟΤΕ και των στελέχων της Siemens, Ελλήνων και Γερμανών.
Για 22 εκ των κατηγορουμένων, ωστόσο, η κυρία Σκεπαρνιά ζήτησε την ενοχή τους για το αδίκημα του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος κατ’ επάγγελμα. Μεταξύ αυτών, οι Μιχάλης Χριστοφοράκος, Χρήστος Καραβέλας, Πρόδρομος Μαυρίδης, Αλέξανδρος Αθανασιάδης, Γιώργος Σκαρπέλης και τα τραπεζικά στελέχη Φάνης Λυγινός και Ζαν-Κλοντ Όσβαλντ.
Για τον Θεόδωρο Τσουκάτο, η εισαγγελέας υποστήριξε ότι δεν αποδείχθηκε ότι τέλεσε το αδίκημα της συνέργειας σε δωροδοκία υπαλλήλων του ΟΤΕ. Ως εκ τούτου το αδίκημα σε βάρος του έχει παραγραφεί είπε η εισαγγελέας.
Η πρόταση της εισαγγελέως, πάντως, δέχθηκε κριτική των συνηγόρων υπεράσπισης, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι η δωροδοκία στον ιδιωτικό τομέα, για την οποία η εισαγγελέας υποστήριξε ότι υφίσταται ως αδίκημα εαν και παραγεγραμμένο, θεσμοθετήθηκε το 2007, ενώ οι πράξεις που αποδίδονται στους κατηγορουμένους «φθάνουν» χρονικά μέχρι το 2005.