Σχέδιο συγκεκριμένων βραχυπρόθεσμων, μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων λύσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο για τη μείωση των τιμών ενέργειας, ξεδιπλώνει σε άρθρο του στα ”Νέα Σαββατοκύριακο”, ο υπουργός Επικρατείας Άκης Σκέρτσος, σχέδιο που εισηγήθηκε, άλλωστε, ο πρωθυπουργός στο Συμβούλιο Κορυφής, όπως επισημαίνει. Στο ίδιο άρθρο, ο υπουργός Επικρατείας απαντά και στο γιατί, κατά την κυβερνητική προσέγγιση, «οι μειώσεις έμμεσων φόρων και τα εθνικά πλαφόν στις τιμές ενέργειας δεν αντιμετωπίζουν το πρόβλημα στη ρίζα του».
Αφετηριακή του θέση είναι ότι «η μείωση των υψηλών τιμών ενέργειας και καυσίμων αποτελεί σήμερα τη νούμερο ένα προτεραιότητα της κυβέρνησης» και αυτό γιατί, όπως επιχειρηματολογεί ο Ά.Σκέρτσος, «επηρεάζουν βίαια τους πολίτες και τον οικογενειακό προγραμματισμό κάθε νοικοκυριού, αυξάνουν τον πληθωρισμό, ροκανίζουν τα εισοδήματα, κάνουν πολύ πιο ακριβά τα ελληνικά προϊόντα όχι μόνο στην εσωτερική αλλά και στις διεθνείς αγορές, άρα μειώνουν την ανταγωνιστικότητά μας».
Επιπλέον, «διαβρώνουν την αποτελεσματικότητα των ευρωπαϊκών οικονομικών κυρώσεων στη Ρωσία -που ως χώρα παραγωγός φυσικού αερίου και πετρελαίου ό,τι χάνει από τη μια τσέπη το κερδίζει από την άλλη. Τέλος, και ακόμη χειρότερα, ξυπνούν ξανά τα φαντάσματα του λαϊκισμού και της αντισυστημικής αγανάκτησης σε όλη την Ευρώπη».
Τούτων δοθέντων, συνεχίζει στην ανάλυσή του, «οι κίνδυνοι για άλλη μια φορά είναι μεγάλοι και υπαρξιακής φύσης για κάθε ευρωπαϊκή χώρα ξεχωριστά και συνολικά για την ένωσή μας. Το μέγεθος δε του προβλήματος είναι τόσο μεγάλο -το πρόσθετο κόστος μόνο για την ελληνική οικονομία υπολογίζεται ήδη στα 14 δισ. ευρώ- που καμία χώρα δεν μπορεί να το λύσει μόνη της. Οι λύσεις πρέπει να είναι ευρωπαϊκές, αντισυμβατικές και άμεσες. Τώρα, όχι σε έξι μήνες», σημειώνει εμφατικά και προσθέτει:
«Ποιες είναι οι διαθέσιμες λύσεις και τι μπορούμε να κάνουμε λοιπόν; Να πούμε κατ’ αρχήν ότι η Ευρώπη δεν μπορεί να απεξαρτηθεί άμεσα από το ρωσικό φυσικό αέριο διότι δεν υπάρχουν διεθνώς ικανές εναλλακτικές ποσότητες πλήρους αναπλήρωσης των αναγκών μας. Αλλά ούτε και οι εγχώριες πηγές ενέργειας μπορούν άμεσα να προσφέρουν ενεργειακή αυτονομία και φθηνότερα καύσιμα. Μπορούμε να το πετύχουμε σε 5 έως 8 χρόνια μέχρι να αναπτυχθούν περισσότερες ΑΠΕ και να αντληθεί περισσότερο φυσικό αέριο ως καύσιμο μετάβασης, όχι όμως τώρα».
Παραλλήλως, ο υπουργός Επικρατείας απαντά -μέσω του άρθρου του- και στην κριτική που έχει δεχθεί η κυβέρνηση για ελλιπή μέτρα αντίδρασης: «Οι μειώσεις έμμεσων φόρων και τα εθνικά πλαφόν στις τιμές ενέργειας επίσης δεν αντιμετωπίζουν το πρόβλημα στη ρίζα του. Είναι σαν ένα πολύ ακριβό φάρμακο που δεν θεραπεύει. Κοστίζουν πολύ στους εθνικούς προϋπολογισμούς, στερούν σημαντικά έσοδα που χρηματοδοτούν με τη σειρά τους δημόσια αγαθά, όπως τα σχολεία, τα νοσοκομεία και η ασφάλεια, και έχουν σαφέστατο ταξικό πρόσημο υπέρ των πλουσίων όταν είναι οριζόντιες. Τα δε εθνικά πλαφόν στις εταιρίες ενέργειας θα πρέπει πάλι να πληρωθούν από την τσέπη των Ελλήνων φορολογουμένων».
Για τούτο και «χρειαζόμαστε ένα σχέδιο βραχυπρόθεσμων, μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων λύσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Και αυτό εισηγήθηκε ο πρωθυπουργός στο χθεσινό Συμβούλιο Κορυφής», τονίζει εξειδικεύοντας στη συνέχεια:
«Άμεσα τώρα οι ευρωπαϊκές ρυθμιστικές αρχές ενέργειας να παρέμβουν με την εργαλειοθήκη έξι σημείων που προτείναμε στη χρηματιστηριακή αγορά φυσικού αερίου για να σταματήσουν οι ακραίες κερδοσκοπικές τάσεις και να ισορροπήσουν οι τιμές σε χαμηλότερα και πιο λογικά επίπεδα. Οι αγορές δεν είναι τέλειες και όταν χειραγωγούνται σε βάρος των συμφερόντων των πολιτών πρέπει να ρυθμίζονται.
Μεσοπρόθεσμα, αλλά ξεκινώντας από τώρα, να χρησιμοποιήσουμε τη συλλογική εμπορική δύναμη της Ευρώπης για κοινές προμήθειες αερίου. Το κάναμε στα εμβόλια, μπορούμε να το κάνουμε και τώρα. Να σταματήσουν οι μυωπικές εθνικές συμφωνίες και να πάμε σε ένα ευρωπαϊκό συμβόλαιο προμηθειών αερίου για τους επόμενους δύο χειμώνες.
Και μακροπρόθεσμα να επιταχύνουμε την αδειοδότηση και εγκατάσταση ΑΠΕ, όπως είναι τα θαλάσσια αιολικά πάρκα, τις ενεργειακές διασυνδέσεις με άλλες χώρες αλλά και την εκμετάλλευση πιθανών εγχώριων κοιτασμάτων φυσικού αερίου».
Εν κατακλείδι, «η στοχευμένη στήριξη των πιο ευάλωτων εισοδημάτων και των μικρότερων επιχειρήσεων θα συνεχιστεί αμείωτη από την κυβέρνηση. Όμως το πρόβλημα δεν λύνεται μόνο με επιδόματα. Απαιτείται ένα ευρύτερο και φιλόδοξο σχέδιο που θα κάνει την Ευρώπη μια πραγματική ενεργειακή ένωση και την Ελλάδα πιο αυτοδύναμη». «Αν όχι τώρα, πότε;», διερωτάται κλείνοντας ο υπουργός Επικρατείας.