«Συναισθανόμουν πάντα τους άλλους στην Ευρώπη», δηλώνει ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και τονίζει ότι η Γερμανία, λόγω της ιστορίας της, πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτική στις σχέσεις με τους ευρωπαίους εταίρους της.
Παραδέχεται ότι πολλές φορές «πονάει» να βλέπει κανείς εικόνες, όπως τον εαυτό του ως Χίτλερ, αλλά πρέπει να μάθει να ζει με αυτό, ενώ δηλώνει οπαδός της θεωρίας του Κέινς για τον ρόλο του κράτους σε περιόδους κρίσης, αλλά εμμένει στην άποψή του κατά των ευρωομολόγων.
«Δεδομένης της ιστορίας μας, πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί ώστε να έχουμε καλές σχέσεις με τους ευρωπαίους γείτονές μας. Το πετύχαμε αρκετά καλά μετά την καταστροφή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Παρεμπιπτόντως, είχα πάντα μεγάλη ενσυναίσθηση για τους άλλους στην Ευρώπη. Έλεγα πάντα: Δεν θέλω πρώτα να ρωτήσω τι είναι καλό για τη Γερμανία, αλλά να συζητήσω για το ποια πιστεύουμε ότι είναι η καλύτερη λύση για την Ευρώπη», δηλώνει ο Πρόεδρος του Ομοσπονδιακού Κοινοβουλίου και πρώην υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας σε συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης που παραχωρεί στο περιοδικό Der Spiegel που κυκλοφορεί σήμερα.
Ο κ. Σόιμπλε ερωτάται μεταξύ άλλων για τα συναισθήματά του όταν κατά τη διάρκεια της κρίσης του Ευρώ εμφανίστηκαν στην Ελλάδα αφίσες που τον παρουσίαζαν ως Χίτλερ. «Πρέπει κανείς να μάθει να ζει με αυτό, πονάει κάποιες φορές, αλλά πρέπει να το λαμβάνει υπ’ όψιν. Δεν πρέπει κανείς να απομονώνεται, αλλά να διερωτάται πάντα, αν κάνει τη δουλειά του σωστά», απαντά ο κ. Σόιμπλε και επισημαίνει ότι ο ίδιος δεν ανήκε στους μη δημοφιλείς πολιτικούς κατά την διάρκεια της κυβερνητικής του θητείας. «Έχω ευθύνη έναντι των πολιτών που με ψήφισαν. Φυσικά και θα ήταν ωραίο να απολάμβανα υψηλή δημοφιλία στην Βραζιλία, αλλά δεν με ψήφισαν οι Βραζιλιάνοι», λέει χαρακτηριστικά και αποκαλύπτει ότι κατά την διάρκεια της κρίσης λάμβανε πολλές επιστολές από την Ελλάδα που έλεγαν: «Γνωρίζουμε ότι υπαίτιος δεν είστε εσείς, αλλά η κυβέρνησή μας».
Ο γερμανός πολιτικός εκφράζει μεταξύ άλλων την ελπίδα ότι η πανδημία του κορονοϊού θα μπορούσε να αποτελέσει ένα βήμα προς μεγαλύτερη ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. «Το πακέτο βοήθειας θα είναι ένα κίνητρο. Πάντα ήμουν υπέρ μιας “στενότερης” ένωσης, επειδή πιστεύω ότι η Γερμανία έχει καλύτερες ευκαιρίες για το μέλλον με μια πολιτική ένωση στην Ευρώπη», εξηγεί. Διευκρινίζει ωστόσο ότι «το να διεξάγεται αρχικά στο προσκήνιο μια ανόητη συζήτηση για το συμβολικό ζήτημα των ευρω-ομολόγων ήταν χαρακτηριστικό» και τονίζει: «Ήμουν πάντα ενάντια στην κοινή ευθύνη χωρίς από κοινού απόφαση. Αλλά είμαι πολύ υπέρ της ισορροπίας μεταξύ των οικονομικά ισχυρότερων και των ασθενέστερων μελών. Γι’ αυτό η πρόταση της Καγκελαρίου Μέρκελ και του Γάλλου Προέδρου Μακρόν είναι εξαιρετική». Τάσσεται μάλιστα υπέρ της κίνησης της ΕΕ προς την κατεύθυνση κοινών δημοσιονομικών και οικονομικών πολιτικών και υπενθυμίζει ότι στην φάση της ίδρυσης της Νομισματικής Ένωσης διεξαγόταν ήδη η συζήτηση σχετικά με το εάν ένα ενιαίο νόμισμα μπορεί να υπάρξει χωρίς πολιτική ένωση. «Και δεν ήταν μόνο οι οικονομολόγοι που γνώριζαν ότι ένα κοινό νόμισμα χωρίς κοινή δημοσιονομική, οικονομική και κοινωνική πολιτική θα αντιμετωπίσει δυσκολίες», σημειώνει. Σε ό,τι αφορά όμως την ιδέα της δημιουργίας των «Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης», προειδοποιεί ότι πρέπει κανείς να είναι προσεκτικός εάν θέλει να προωθήσει την Ευρώπη. «Και εγώ έχω γίνει πιο επιφυλακτικός σε σχέση με αυτό. Το διδάχθηκα στη διάρκεια δεκαετιών», δηλώνει.