Η τροπολογία που φέρνει ο υπουργός Εργασίας στη Βουλή, Γιάννης Βρούτσης, στο υπό διαβούλευση «Αναπτυξιακό Πολυνομοσχεδίο», θα αποτελέσει καρμανιόλα για τους εργαζόμενους στις ιδιωτικές επιχειρήσεις, ενώ θα υπάρξει πλήρης εκμετάλλευση των μερικώς απασχολούμενων.
Σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις, οι ετήσιες απώλειες από τις προωθούμενες διατάξεις, αν εφαρμοστούν στο σύνολό τους, επιμερίζονται ως εξής:
- 600 εκατ. ευρώ οι ετήσιες απώλειες για τους εργατοϋπαλλήλους του ιδιωτικού τομέα,
- 250 εκατ. ευρώ οι ετήσιες απώλειες για τον ΕΦΚΑ,
- 100 εκατ. ευρώ οι ετήσιες απώλειες για το ΕΤΕΑΕΠ,
- 100 εκατ. ευρώ οι ετήσιες απώλειες για τον ΕΟΠΥΥ και
- 50 εκατ. ευρώ οι ετήσιες απώλειες για τον ΟΑΕΔ.
Ειδικότερα, οι διατάξεις του υπό διαβούλευση «Αναπτυξιακού Πολυνομοσχεδίου» που θα προξενήσουν τις μεγάλες αυτές απώλειες τόσο για τους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα όσο και για τα Ασφαλιστικά Ταμεία αλλά και για τον ΕΟΠΥΥ και για τον ΟΑΕΔ, υπέρ των οποίων καταβάλλονται οι κάθε είδους εισφορές, είναι οι εξής:
Η διάταξη της παρ. 8 του άρθρου 49, με την οποία θεσπίζεται γενική ρήτρα εξαίρεσης («ρήτρα opt–out») της πλειονότητας των ελληνικών επιχειρήσεων και για διάφορους λόγους από την εφαρμογή των εθνικών, τοπικών και κλαδικών συλλογικών συμβάσεων.
Η διάταξη αυτή στοχεύει στην ολοκληρωτική απαξίωση της κλαδικής ΣΣΕ, του σημαντικότερου είδους συλλογικής σύμβασης εργασίας για το επίπεδο των μισθών των διαφόρων κλάδων.
Συγκεκριμένα η διάταξη αυτή αναφέρει:
«8.Οι εθνικές και τοπικές ομοιοεπαγγελματικές και κλαδικές συλλογικές συμβάσεις είναι δυνατόν να θεσπίζουν ειδικούς όρους ή να εξαιρούν από την εφαρμογή συγκεκριμένων όρων τους εργαζομένους που απασχολούνται σε ειδικής κατηγορίας επιχειρήσεις όπως επιχειρήσεις κοινωνικής οικονομίας, νομικά πρόσωπα μη κερδοσκοπικού σκοπού και επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα, όπως κατ’εξοχήν επιχειρήσεις σε καθεστώς προπτωχευτικής ή παραπτωχευτικής ή πτωχευτικής διαδικασίας ή συνδιαλλαγής ή εξωδικαστικού συμβιβασμού ή εξυγίανσης. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, μετά από γνώμη του Ανωτάτου Συμβουλίου Εργασίας, εξειδικεύονται τα κριτήρια για τις επιχειρήσεις που εξαιρούνται και καθορίζονται οι κατηγορίες όρων των συλλογικών συμβάσεων που εξαιρούνται για τις επιχειρήσεις αυτές και κάθε άλλη λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρούσης διάταξης.».
Η διάταξη των παρ. 2 και 3 του άρθρου 51, με την οποία θεσπίζεται η ρήτρα εξαίρεσης από την αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης που έχει θεσπιστεί με τον ν. 1876/1990.
Με τη διάταξη αυτή πλήττεται καταλυτικά η αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης επί συρροής κλαδικών συμβάσεων με επιχειρησιακές συμβάσεις.
Η συγκεκριμένη διάταξη χαρακτηριστικά αναφέρει:
«2. Κλαδική ή επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας υπερισχύει σε περίπτωση συρροής με ομοιοεπαγγελματική συλλογική σύμβαση εργασίας. Κατ’εξαίρεση στις περιπτώσεις επιχειρήσεων, που αντιμετωπίζουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα και βρίσκονται σε καθεστώς προπτωχευτικής ή παραπτωχευτικής ή πτωχευτικής διαδικασίας ή συνδιαλλαγής ή εξωδικαστικού συμβιβασμού ή οικονομικής εξυγίανσης, η επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας υπερισχύει της κλαδικής, εφόσον στην κλαδική δεν προβλέπονται εξαιρέσεις από την εφαρμογή όρων της σύμφωνα με την παράγραφο 8 του άρθρου 3 του Ν.1876/1990. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, μετά από γνώμη της Ολομέλειας του Ανωτάτου Συμβουλίου Εργασίας, εξειδικεύονται οι περιπτώσεις των επιχειρήσεων που εξαιρούνται και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρούσης διάταξης.
3. Η εθνική κλαδική ή ομοιοεπαγγελματική συλλογική σύμβαση δεν υπερισχύει αντίστοιχης τοπικής.».
3ον) Η διάταξη των παρ. 2 και 3 του άρθρου 52, με την οποία θεσπίζεται η ρήτρα εξαίρεσης από την αρχή της επέκτασης της κλαδικής συλλογικής σύμβασης εργασίας ή της προσχώρησης αυτής.
Συγκεκριμένα η ρύθμιση αυτή αναφέρει:
«2. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων είναι δυνατόν να κυρωθεί το Πόρισμα του Ανωτάτου Συμβουλίου Εργασίας και να κηρυχθεί γενικώς υποχρεωτική, για όλους τους εργαζόμενους, συλλογική σύμβαση εργασίας ή διαιτητική απόφαση με τους εξής όρους:
2.1. Για την επέκταση συλλογικής σύμβασης εργασίας ή διαιτητικής απόφασης απαιτείται: α) αίτηση που υποβάλλεται από οποιοδήποτε από τους δεσμευόμενους από αυτή προς τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, β) τεκμηρίωση των επιπτώσεων της επέκτασης στην ανταγωνιστικότητα και την απασχόληση και κοινοποίηση αυτής στο Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας.
2.2. Το Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας γνωμοδοτεί αιτιολογημένα προς τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων λαμβάνοντας υπόψη: α) την αίτηση για επέκταση, β) την τεκμηριωμένη βεβαίωση της αρμόδιας υπηρεσίας του Υπουργείου ότι, η συλλογική ρύθμιση δεσμεύει ήδη εργοδότες, που απασχολούν ποσοστό μεγαλύτερο του 50% των εργαζομένων του κλάδου ή του επαγγέλματος και γ) το πόρισμα διαβούλευσης των δεσμευομένων μερών, ενώπιον του Ανωτάτου Συμβουλίου Εργασίας, για την αναγκαιότητα της επέκτασης και τις επιπτώσεις της στην ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, τη λειτουργία του ανταγωνισμού και την απασχόληση.
2.3 Επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα και βρίσκονται σε καθεστώς προπτωχευτικής ή παραπτωευτικής ή πτωχευτικής διαδικασίας ή συνδιαλλαγής ή εξωδικαστικού συμβιβασμού ή οικονομικής εξυγίανσης, ανεξαρτήτως εάν στην επεκτεινόμενη συλλογική ρύθμιση προβλέπονται εξαιρέσεις από την εφαρμογή όρων για εργαζόμενους σε επιχειρήσεις, σύμφωνα με την παράγραφο 8 του άρθρου 3 του Ν.1876/1990, μπορούν να εξαιρούνται από το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 παρούσης διάταξης, μετά από αιτιολογημένη γνώμη του Ανωτάτου Συμβουλίου Εργασίας, ως προς όρους ή ως προς το σύνολο της συλλογικής σύμβασης εργασίας ή διαιτητικής απόφασης, που κηρύσσεται υποχρεωτική.
3. Η επέκταση ισχύει από την ημερομηνία δημοσίευσης της απόφασης του υπουργού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και η ισχύς της λήγει τρεις (3) μήνες μετά την πάροδο ισχύος της συλλογικής ρύθμισης.».
Οι διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 53, που θεσπίζει τη ρήτρα κατάργησης (ουσιαστικά) της μονομερούς προσφυγής στη Διαιτησία, παρά τις αντίθετες κρίσεις των Ανωτάτων Δικαστηρίων επί του θέματος (ΟλΣτΕ 2307/2014 ΟλΑΠ 25/2014).
Σύμφωνα με τη ρύθμιση αυτή, η μονομερής προσφυγή στη Διαιτησία από κανόνας του Συλλογικού Εργατικού Δικαίου, όλως απαραδέκτως και αντισυνταγματικώς, μετατρέπεται σε «έσχατο και επικουρικό μέσο» τής ασθενέστερης πάντα εργατικής πλευράς.
Η διάταξη αυτή επί λέξει αναφέρει:
«2. Είναι δυνατή η προσφυγή στη διαιτησία μονομερώς από οποιοδήποτε μέρος, ως έσχατο και επικουρικό μέσο επίλυσης συλλογικών διαφορών εργασίας, μόνον στις εξής περιπτώσεις:
α) εάν η συλλογική διαφορά αφορά επιχειρήσεις δημόσιου χαρακτήρα ή κοινής ωφέλειας, η λειτουργία των οποίων έχει ζωτική σημασία για την εξυπηρέτηση βασικών αναγκών του κοινωνικού συνόλου κατά την έννοια της παρ. 2 του άρθρου 19 του ν. 1264/1982 όπως συμπληρώθηκε με τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 3 του Ν. 1915/1990,
β) εάν η συλλογική διαφορά αφορά στη σύναψη συλλογικής σύμβασης εργασίας και αποτύχουν οριστικά οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των μερών και η επίλυση της επιβάλλεται από υπαρκτό λόγο γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος συνδεόμενο με τη λειτουργία της ελληνικής οικονομίας. Οριστική αποτυχία των διαπραγματεύσεων θεωρείται ότι υπάρχει, εφόσον σωρευτικώς (i) … και (ii) …
Η αίτηση μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία πρέπει να περιέχει και πλήρη αιτιολογία σχετικά με τη συνδρομή των προϋποθέσεων που την δικαιολογούν, η δε διαιτητική απόφαση που εκδίδεται επί αυτής είναι άκυρη εάν δεν περιέχει και πλήρη αιτιολογία σχετικά με τη συνδρομή των προϋποθέσεων που δικαιολογούν τη μονομερή προσφυγή στη διαιτησία.».
Με πληροφορίες από ΕΝΥΠΕΚΚ