Η Παλαιστινιακή παροικία στην Ελλάδα δημοσίευσε συγκλονιστικές μαρτυρίες από αμάχους στη Λωρίδα της Γάζας, καταγράφοντας τη φρίκη που βιώνουν οι κάτοικοι εξαιτίας των ισραηλινών επιδρομών. Σύμφωνα με την ανάρτηση, τα πλήγματα του Ισραήλ συνεχίζονται αδιάκοπα, καταστρέφοντας σπίτια, περιουσίες και στοιχίζοντας ζωές.
Στην πολυκατοικία «Αμπού Ντάμπι», απέναντι από το σχεδόν εκτός λειτουργίας νοσοκομείο «Γενική Υπηρεσία», ισραηλινή επίθεση χτύπησε ένα διαμέρισμα όπου μια μητέρα με τα παιδιά της έπεσαν θύματα της φωτιάς. Ο διασώστης Αμπούντ αλ-Ματζνταλάουι περιγράφει συγκλονιστικά:
“Μπήκαμε στο διαμέρισμα που καιγόταν. Η μητέρα με τον γιο και την κόρη της φώναζαν. – ‘Βγάλτε μας, καίγομαι!’ μου έλεγε η μάνα, κι εμείς προσπαθούσαμε να σβήσουμε τις φλόγες. Κρατούσα τη μάνικα, αλλά η φωτιά πλησίαζε απειλητικά. Έδωσα τη μάνικα στον συνάδελφο, έβγαλα το μπουφάν και τη μπλούζα μου, την έδεσα στο πρόσωπο για να αντέξω τον καπνό – δεν έχουμε εξοπλισμό, δεν υπάρχει άλλος τρόπος.
Φτάνω στην πόρτα. Η μάνα μου λέει: ‘Έλιωσα… τα κόκαλά μου λιώνουν… τα παιδιά μου δεν ακούγονται πια.’ Δεν άντεξα. Βγήκα μια στιγμή για να ανασάνω, γιατί το στήθος μου είχε κλείσει από τον καπνό. Ξαναμπαίνω και της φωνάζω: ‘Στο υπόσχομαι, θα σε βγάλουμε!’
Εκείνη ούρλιαζε, κι ανάμεσα σε εκείνη και στη σωτηρία υπήρχε μόνο η πόρτα που στεκόμουν. Κατάφερα να περάσω από ένα εσωτερικό παράθυρο. Έριξα το φως… και είδα κάτι που δεν μπορώ να ξεχάσω ποτέ: Η μάνα έρποντας στο πάτωμα, να προσπαθεί να ξεφύγει. Τα χέρια της είχαν λιώσει, κομμάτια κρέμονταν. Όλα γύρω της φωτιά.
Σώσαμε τον γιο, που ξεψυχούσε. Την κόρη τη βγάλαμε νεκρή, καμένη ολοκληρωτικά. Τη μάνα τη σηκώσαμε, αλλά όταν πιάναμε τα χέρια της, έλιωναν και έπεφταν από τις φλόγες που είχαν καταφάει το κορμί της. Την παραδώσαμε στο ασθενοφόρο. Αυτό που με τσάκισε περισσότερο ήταν ότι η μάνα, ο γιος και η κόρη, ο καθένας είχε πέσει σε διαφορετική γωνία, ψάχνοντας μια χαραμάδα σωτηρίας. Όμως η μηχανή θανάτου του Ισραήλ δεν τους άφησε καμία ελπίδα.
Σας γράφω για τη χειρότερη στιγμή της ζωής μου. Αν μπορούσε κάποιος να καταγράψει εκείνες τις κραυγές, ίσως να ξυπνούσε ο κοιμισμένος κόσμος. Εγώ μόνο τις κραυγές έχω χαραγμένες στο μυαλό μου. Θα με κυνηγούν για πάντα”.
Οι μαρτυρίες αυτές αναδεικνύουν τη φρίκη που βιώνουν καθημερινά οι πολίτες της Γάζας, 700 ημέρες μετά την έναρξη του πολέμου, και τον δραματικό αντίκτυπο των επιθέσεων σε αμάχους, ιδιαίτερα στις πιο ευάλωτες ομάδες.



















