«Στέλλα»: Άγνωστες πτυχές της θρυλικής ταινίας

Ταινία-θρύλος του ελληνικού κινηματογράφου η «Στέλλα» του 33χρονου τότε Μιχάλη Κακογιάννη έκανε πρεμιέρα στους κινηματογράφους στις 21 Νοεμβρίου 1955 με πρωταγωνιστές τη Μελίνα Μερκούρη και τον Γιώργο Φούντα. Ήταν μάλιστα η πιο εμπορική ταινία της σεζόν 1955-1956 από τις 24 συνολικά ελληνικές παραγωγές που προβλήθηκαν (134.142 εισιτήρια).

από τη Μυρτώ Τζώρτζου

Η Στέλλα δεν είναι μια συνηθισμένη γυναίκα. Ερωτεύεται πέρα και έξω από τα στενά «καλούπια» της Ελλάδας της δεκαετίας του ’50, της μετεμφυλιακής και υπερσυντηρητικής Ελλάδας. Είναι η γυναίκα που ζει τη ζωή της, χωρίς να νοιάζεται τι θα πουν οι άλλοι για αυτή. Μια γυναίκα που επιλέγει, δεν την επιλέγουν. Μια γυναίκα που ζηλεύουν οι άλλες γυναίκες γιατί την ποθούν οι άντρες τους.

Η Στέλλα είναι τραγουδίστρια, το πρώτο όνομα του λαϊκού μαγαζιού, «Ο Παράδεισος». Όταν γνωρίζει τον Μίλτο (Γιώργος Φούντας), ποδοσφαιριστή του Ολυμπιακού, διακόπτει το δεσμό της με τον Αλέκο (Αλέκος Αλεξανδράκης), νεαρό γόνο μιας πλούσιας οικογένειας, που δεν την ήθελε γιατί ήταν τραγουδίστρια. Ο Αλέκος σκοτώνεται σε ένα τροχαία ατύχημα.

Ο παθιασμένος Μίλτος θέλει να την κάνει γυναίκα του κι εκείνη δέχεται, αλλά το μετανιώνει σχεδόν αμέσως. Την ημέρα του γάμου τους δεν πάει ποτέ στην εκκλησία και περνά τη νύχτα της με τον Αντώνη (Κώστας Κακκαβάς), ένα νεαρό που γνώρισε στο δρόμο.

Η Στέλλα έξω από το κέντρο «Ο Παράδεισος» που τραγουδούσε

Ξημερώματα, επιστρέφοντας βλέπει το Μίλτο να έρχεται προς το μέρος της. Χαμογελαστή, αφήνεται στην αγκαλιά του και σκοτώνεται από το μαχαίρι του. Την ώρα που ξεψυχά, του ζητά να την φιλήσει.

Πού γυρίστηκε η χαρακτηριστική σκηνή με το μαχαίρι

Η χαρακτηριστική σκηνή με τον προδομένο Μίλτο να σκοτώνει την ατίθαση Στέλλα γιατί δεν τον παντρεύτηκε δεν γυρίστηκε στον Πειραιά, όπως πολλοί πίστευαν, αλλά στα Εξάρχεια και συγκεκριμένα στη συμβολή των οδών Καλλιδρομίου, Ιουστινιανού, Οικονόμου και Δεληγιάννη.

Στην επίμαχη σκηνή η Στέλλα και ο Αντώνης κατηφορίζουν την οδό Οικονόμου ενώ ταυτόχρονα ο Μίλτος εμφανίζεται από απέναντι, από την οδό Ιουστινιανού. Καθώς ο Μίλτος πλησιάζει τη Στέλλα φαίνονται δύο κτίρια, τα οποία είναι επί της Καλλιδρομίου και υπάρχουν μέχρι σήμερα. Η σκηνή που έπειτα φαίνεται κόσμος να κατεβαίνει είναι η οδός Πουλχερίας που είναι τα πολλά σκαλιά σήμερα.

Στη διάρκεια της ταινίας εμφανίζονται σκηνές που έχουν γυριστεί στον Πειραιά, την Καστέλλα και το Μικρολίμανο αλλά υπάρχει και η πλατεία Αβησσυνίας, η οδός Ηφαίστου, η πλατεία Μοναστηρακίου, η Πύλη της Ρωμαϊκής Αγοράς, το Α’ Νεκροταφείο και η οδός Αναπαύσεως, η Ερμού, η Όθωνος και η Αμαλίας στο Σύνταγμα, η Βουκουρεστίου, η Πανεπιστημίου, η Χαριλάου Τρικούπη, η Πεσματζόγλου, το Αρσάκειο, τα δικαστήρια της οδού Σανταρόζα, οι ανηφοριές του Λυκαβηττού. Σχεδόν ολόκληρη η ταινία είναι σήμερα ένα διαμάντι όπου ο θεατής μπορεί να ανακαλύψει πώς ήταν η Αθήνα εκείνη την εποχή.

Ο Μάνος Χατζιδάκις έγραψε τη μουσική της ταινίας με τη βοήθεια του Βασίλη Τσιτσάνη. Τα σκηνικά δημιούργησε ο Γιάννης Τσαρούχης, την περίφημη αφίσα της ταινίας, φιλοτέχνησε ο Γιώργος Βακιρτζής, στη συγγραφή του σεναρίου συμμετείχε και ο Ιάκωβος Καμπανέλλης. Η υπόθεση, άλλωστε, βασίστηκε στο  θεατρικό έργο του Καμπανέλλη «Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια».

Τα κοστούμια ήταν της Ντένης Βαχλιώτη, η οποία ήταν υποψήφια για Όσκαρ για τις ταινίες «Ποτέ την Κυριακή» το 1960 και «Φαίδρα» το 1962 με πρωταγωνίστρια και πάλι τη Μελίνα Μερκούρη, ενώ το 1975 κέρδισε το Όσκαρ Ενδυματολογίας για την ταινία «Μεγάλος Γκάτσμπι».

Για τη Μερκουρη και τον 19χρονο τότε Κακκαβά ήταν η πρώτη εμφάνιση στον κινηματογράφο. Ο ηθοποιός χρησιμοποίησε το ψευδώνυμο Κώστας Καράλης καθώς, όπως ο ίδιος είχε πει σε παλαιότερη συνέντευξή του, δεν ήθελε να μπει το πραγματικό του όνομα στους τίτλους, επειδή δεν συμφωνούσαν οι δικοί του! Το ψευδώνυμο του το βρήκε η Μερκούρη.

Τους στίχους του τραγουδιού «Αγάπη που ‘γινες δίκοπο μαχαίρι», που ακούγεται στην ταινία, έγραψε ο ίδιος ο Μιχάλης Κακογιάννης.

Η «Στέλλα» πρωτοπροβλήθηκε στο διαγωνιστικό τμήμα του 8ου Κινηματογραφικού Φεστιβάλ των Καννών του 1955 και προκάλεσε αίσθηση παρόλο που δεν κέρδισε κάποιο βραβείο. Την επόμενη μέρα κέρδισε τη «Χρυσή Σφαίρα» καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας της Ένωσης Ξένων Ανταποκριτών του Χόλιγουντ και προτάθηκε για το Όσκαρ ενδυματολογίας.