Με δάκρυα στα μάτια και το αίσθημα της απογοήτευσης, οι κάτοικοι των περιοχών που επλήγησαν στο Λος Άντζελες επιστρέφουν στα σημεία όπου βρίσκονταν τα σπίτια τους. Στάχτη, καταστροφή και τίποτα πια δεν θυμίζει τον άλλοτε παράδεισο στα δυτικά των Ηνωμένων Πολιτειών. Οι μαρτυρίες τους, συγκλονίζουν.
Στα 61 της, η Αλίτα Τζόνσον, με δάκρυα στα μάτια, επιστρέφει στη γειτονιά στην οποία έχει ζήσει όλη της τη ζωή, στη δυτική Αλταντίνα για να αντικρίσει αποκαϊδια και στάχτες παντού.
«Τίποτα δεν σε προετοιμάζει για τόσο μεγάλη καταστροφή. Δεν υπάρχει «εγχειρίδιο». Εκείνη τη νύχτα όταν φύγαμε ήταν τόσο τρομακτικά. Με το ζόρι έβλεπες, ίσα που μπορούσα να δω το χέρι μου μπροστά μου γιατί η ορατότητα ήταν τόσο κακή και οι άνεμοι λυσσομανούσαν», αναφέρει κάτοικος Αλταντίνα.
Με τις φλόγες να καταπίνουν τα πάντα στο πέρασμά τους, οι ώρες ήταν δραματικές για όσους προσπαθούσαν να περισώσουν τις περιουσίες τους.
«Ο γιος μου με φώναζε, τα παιδιά φώναζαν: “Μπαμπά, βγες έξω, φύγε”. Εγώ και ο γείτονας που έμενε δίπλα δεν ξέρουμε πού είναι τώρα, αυτός και εγώ συνεχίζαμε να δίνουμε μάχη με τις φλόγες μέχρις ότου δεν μπορούσαμε άλλο. Μοιάζει με την Αποκάλυψη, για να είμαι ειλικρινής», ανέφερε ένας άλλος πυρόπληκτος.
Με εφόδια την ψυχραιμία και την εμπειρία του ως πιλότου, ο 65χρονος Καρ αγνόησε την εντολή εκκένωσης και έμεινε για να σώσει το σπίτι του στο Πασίφικ Πάλισέιντς, καταγγέλλοντας ότι η πυροσβεστική ήταν απούσα.
« Όταν ήμουν έξω, ρίχνοντας νερό και προετοιμαζόμουν και όταν άρχισαν να καίγονται τα σπίτια, δεν είδα ούτε ένα πυροσβεστικό όχημα εδώ. Κανένα».
Καμένα σπίτια και καπνοί και στην ακτογραμμή του Μαλιμπού. Η επόμενη ημέρα βρίσκει τους κατοίκους αντιμέτωπους με το δύσκολο έργο να χτίσουν τη ζωή τους από την αρχή ενώ ελλοχεύει ο κίνδυνος για τη δημόσια υγεία εξαιτίας της αυξημένης συγκέντρωσης μικροσωματιδίων στον αέρα.