Στη δημόσια συζήτηση κυριαρχεί εδώ και καιρό το ζήτημα της μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών, ως μέτρο βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας και ενίσχυσης των εισοδημάτων.
Καλό θα ήταν όμως να αναδειχθεί και το θέμα των ασφαλιστικών εισφορών που πληρώνουν οι ίδιοι οι ελεύθεροι επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενοι, για τη σύνταξή τους. Συνήθως το θυμόμαστε στις αρχές κάθε χρονιάς, όταν έρχεται το υπουργείο Εργασίας και ο ΕΦΚΑ και ανακοινώνουν το ποσοστό της αύξησης των εισφορών.
Ωστόσο, πρόκειται για ένα ιδιαιτέρως σοβαρό θέμα, καθώς ειδικά τα τελευταία χρόνια εξαιτίας της πληθωριστικής κρίσης, ο τρόπος διαμόρφωσης των εισφορών των μη μισθωτών ασκεί πρόσθετες πιέσεις στη ρευστότητα επιχειρήσεων, ελεύθερων επαγγελματιών και αυτοαπασχολούμενων. Παράλληλα, είναι και μια από τις αιτίες αύξησης των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς τον ΕΦΚΑ.
Το ασφαλιστικό καθεστώς των μη μισθωτών, θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποτελεί μια “πικρή ιστορία”. Υπενθυμίζουμε τις δυναμικές αντιδράσεις έναντι της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης του 2016, που είχαν χαρακτηριστεί, ίσως με μια δόση απαξίωσης, ως το “κίνημα της γραβάτας”.
Η κριτική που είχε ασκηθεί τότε εστιαζόταν στον τρόπο υπολογισμού των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης των ελεύθερων επαγγελματιών, επειδή όριζε δυσβάσταχτο ύψος εισφορών που δεν ανταποκρινόταν στην εισφοροδοτική ικανότητα, μείωνε την εισπραξιμότητα των βεβαιωθέντων και στερούσε την προστασία σε ελεύθερους επαγγελματίες.
Ειδικότερα, οι εισφορές των ελευθέρων επαγγελματιών ανέρχονταν στο 20% του δηλωθέντος εισοδήματος (καθαρό φορολογητέο αποτέλεσμα) του προηγουμένου έτους κατά την ένταξη του ΟΑΕΕ στον ΕΦΚΑ και προβλεπόταν μια μικρή μεταβατική περίοδος για νέους επιστήμονες. Η αμφισβήτηση είχε να κάνει κατά πόσον μπορεί να συνδέεται η εισφορά με τη φορολογική ικανότητα του προηγούμενου έτους και κατά πόσον πρέπει να ορίζονται ελάχιστα (κατώτατα) όρια εισφοράς.
Το 2020, το ασφαλιστικό καθεστώς ελεύθερων επαγγελματιών και αυτοαπασχολούμενων άλλαξε και πάλι. Αυτή τη φορά, μεταξύ άλλων θεσπίστηκαν έξι ασφαλιστικές κατηγορίες για ελεύθερους επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενους και μία, η οποία θεωρείται ειδική ασφαλιστική κατηγορία, που απευθύνεται σε νέους ασφαλισμένους κατά τα πρώτα πέντε έτη ασφάλισης.
Μέχρι εδώ όλα καλά. Το πρόβλημα ξέσπασε όμως, όταν οι εισφορές άρχισαν να αναπροσαρμόζονται με βάση τον πληθωρισμό. Ειδικά το 2023 και φέτος, το πρόβλημα έγινε έντονο, αφού οι ελεύθεροι επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενοι είδαν τις εισφορές τους να αυξάνονται υπέρογκα, λόγω του υψηλού πληθωρισμού.
Και γιατί αυτό; Ο νόμος του 2020 οδήγησε στην αλλαγή του συστήματος εισφορών των μη μισθωτών από 1η Ιανουαρίου 2020, αποσυνδέοντάς τες από το φορολογητέο εισόδημα και προέβλεπε το πάγωμα των εισφορών για τα έτη 2021 και 2022 στο αρχικό ύψος. Εντούτοις από το 2023,τα ποσά των εισφορών για κάθε κατηγορία θα προσαυξάνονται, κατά το ποσοστό μεταβολής του μέσου ετήσιου γενικού δείκτη τιμών καταναλωτή του προηγούμενου έτους.
Το αποτέλεσμα είναι ότι, ακριβώς λόγω του υψηλού πληθωρισμού, οι εισφορές να αυξηθούν κατά 9,6% το 2023 και κατά 3,46% το 2024.Δηλαδή αύξηση κατά 13,06% μέσα σε δύο χρόνια. Και κάπως έτσι, οι εισφορές για κύρια σύνταξη, μαζί με τις εισφορές για τον κλάδο υγείας, αυξήθηκαν, για την πρώτη ασφαλιστική κατηγορία συγκεκριμένα, από 210 ευρώ το μήνα το 2020, σε 238,22 ευρώ. Αντίστοιχα, οι εισφορές στην έκτη ασφαλιστική κατηγορία αυξήθηκαν από 566 ευρώ το μήνα το 2020, σε 642,06 ευρώ το μήνα το 2024.
Οι αυξήσεις αυτές στις εισφορές, έχουν οδηγήσει τους περισσότερους ελεύθερους επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενους να επιλέξουν την χαμηλότερη ασφαλιστική κατηγορία. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία του ΕΦΚΑ, το 78,3% των ελεύθερων επαγγελματιών, αυτοαπασχολουμένων και αγροτών επέλεξε τη χαμηλότερη ασφαλιστική κλάση και το 11,2%, που αντιστοιχεί στους νέους επαγγελματίες, επέλεξε την ειδική ασφαλιστική κατηγορία. Με άλλα λόγια, το 90% των ελεύθερων επαγγελματιών και αγροτών επέλεξε τις χαμηλότερες ασφαλιστικές κλάσεις.
Το πρόβλημα τώρα είναι ότι, οι χαμηλές εισφορές δίνουν και χαμηλές συντάξεις. Με βάση τις εισφορές του 2024, το 90% των ελεύθερων επαγγελματιών και αγροτών, θα λάβουν σύνταξη έως 800 ευρώ μεικτά, με 40 χρόνια εργασίας, αφού επιλέγουν μαζικά την χαμηλότερη ασφαλιστική κατηγορία.
Από την πλευρά του το υπουργείο Εργασίας υποστηρίζει ότι, στόχος είναι πρωτίστως η διασφάλιση του ύψους των συντάξεων των μη μισθωτών. Ενδεχόμενη αγνόηση του πληθωρισμού στις εισφορές θα οδηγήσει με μαθηματική βεβαιότητα σε χαμηλότερες συντάξεις στο μέλλον. Σωστό αυτό, αρκεί οι επιβαρύνσεις για τους ασφαλισμένους να μην είναι μεγάλες, όπως συμβαίνει τώρα.
*Ο Νίκος Κοσμόπουλος είναι επιχειρηματίας και υποψήφιος για το Δ.Σ. του ΕΒΕΑ στο τμήμα Υπηρεσιών με τον συνδυασμό «Το ΕΒΕΑ στα μέλη του»