Απάντηση στην κριτική του Ευάγγελου Βενιζέλου κατά της κυβέρνησης για τη στάση της στη χθεσινή διαδικασία στη Βουλή κατά τη συζήτηση για τη σύσταση Προανακριτικής για την υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ, έδωσε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Παύλος Μαρινάκης, στην ενημέρωση των πολιτικών συντακτών.
Για την κριτική του Ευάγγελου Βενιζέλου είπε: «Ο κ. Βενιζέλος κάνει λάθος, δεν ισχύουν αυτά που λέει. Συγχέει λανθασμένα την απαρτία με την απαιτούμενη πλειοψηφία για τη λήψη απόφασης» ανέφερε μεταξύ άλλων ο κ. Μαρινάκης και συνέχισε: «Το Σύνταγμα δεν περιέχει κανόνα περί απαρτίας στη Βουλή, πέραν του ελάχιστου ορίου των 75 παρόντων βουλευτών. Υπάρχουν διαφορετικές πλειοψηφίες που απαιτούνται. Η χθεσινή πλειοψηφία ήθελε αυστηρά πλειοψηφία 151 βουλευτών. Για να υπερψηφιστεί μια πρόταση χρειάζονται 151 βουλευτές να ψηφίσουν “ναι”. Χτες, είχαμε απαρτία, αλλά δεν είχαμε πλειοψηφία, γι’ αυτό δεν υπερψηφίστηκαν οι προτάσεις. Άρα, δεν τίθεται θέμα ακυρότητας. Το Σύνταγμα είναι σαφές. Υπάρχουν διαφορετικές προβλέψεις για πλειοψηφία, όχι για απαρτία».
Για τις κατηγορίες που προσάπτουν στην κυβερνητική πλειοψηφία γιατί ψήφισε με επιστολική ψήφο, ο κ. Μαρινάκης είπε ότι από την εποχή του κορονοϊού η επιστολική ψήφος χρησιμοποιείται κατά κόρον. «Είχαμε 57 περιπτώσεις ονομαστικών ψηφοφοριών κατά τις 2 πρώτες συνόδους της τρέχουσας κοινοβουλευτικής περιόδου. Το ποσοστό των βουλευτών της ΝΔ που ψήφισε με επιστολική ψήφο ήταν 22%. Το ΠΑΣΟΚ του κ. Βενιζέλου και των λοιπών 42%, ο ΣΥΡΙΖΑ 47%, η Ελληνική Λύση 34% και της Νέας Αριστεράς 55%, ΚΚΕ 16% και Πλεύση Ελευθερίας 13%. Θεωρώ λανθασμένη την ανάλυση του κ. Βενιζέλου και αν ανοίξει κάποιος το σύνταγμα θα καταλάβει ότι τίποτα δεν στέκει από αυτές τις απόψεις».
Για τον Γιώργο Φλωρίδη είπε: «Δεν υπάρχει κανένα ζήτημα αποπομπής για τον κ. Φλωρίδη. Η αντιπολίτευση πήρε κομμάτια από μια τοποθέτηση και αυτό είναι λογική αμφιθεάτρου. Η ζωή προχωράει αλλά για τα κόμματα αυτά ο χρόνος πάγωσε στα χρόνια που ήταν στο πανεπιστήμιο. Δεν θεωρεί η κυβέρνηση ότι υπάρχει στην Ελλάδα κόμμα φιλοτουρκικό. Με πολλές τοποθετήσεις τους συκοφαντούν τη χώρα τους και επίσης πολλές από τις φορές που θέλουν να παραστήσουν τους ανθρωπιστές. Ναι, η εξωτερική πολιτική της χώρας είναι μια σύνθετη άσκηση και δεν μπορούν να γίνονται απλουστεύσεις ή να μπαίνει σε δεύτερη μοίρα».
Σε άλλο ερώτημα ο κ. Μαρινάκης τόνισε: «Δεν υπάρχει κανένα θέμα με τον υπουργό».
Για το θέμα της προκαταρκτικής είπε ότι δεν υπάρχει θέμα παραγραφής, ενώ για τη Ζωή Κωνσταντοπούλου είπε: «Δεν έχω καμία πολιτική σχέση με την Αριστερά αλλά η στάση της κας Κωνσταντοπούλου περιγράφει το κατάντημα. Άλλο ο Φλωράκης, άλλο η Κωνσταντοπούλου. Δυστυχώς τείνουμε να συνηθίσουμε το τέρας. Υπάρχει και πιο κάτω από τον πάτο του 2015. Πέρασαν κάποιες ημέρες και με εξαίρεση τον Μακάριο Λαζαρίδη δεν είδα κανένα κόμμα να καταγγέλλει τη συμπεριφορά εναντίον της Τίνας Μεσσαροπούλου». Και πρόσθεσε: «Αν ήταν σύζυγος βουλευτή της Αριστεράς θα είχε γίνει χαμός. Η υποκρισία της συγκεκριμένης πολιτικού έχει αναδειχθεί με πολλά παραδείγματα, αλλά εδώ υπάρχει αφωνία από όλο το πολιτικό σύστημα».
Τι είχε πει ο Βενιζέλος
Ο Ευάγγελος Βενιζέλος, με εκτενή ανάρτησή του, επέκρινε έντονα την κυβερνητική πλειοψηφία στη Βουλή για τη χθεσινοβραδυνή διαδικασία κατά τη συζήτηση των προτάσεων του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ και ΣΥΡΙΖΑ-Νέας Αριστεράς, για τη συγκρότηση Προανακριτικής Επιτροπής σχετικά με το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ.
Ο κ. Βενιζέλος ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι «…η ηγεσία του κυβερνώντος κόμματος επέλεξε όχι απλώς την κραυγαλέα παραβίαση του Συντάγματος και του Κανονισμού της Βουλής αλλά τον πολλαπλό ευτελισμό των θεσμών», παραβίασε με ωμό τρόπο βασικές διατάξεις του Συντάγματος και του Κανονισμού της Βουλής, ενώ υπογραμμίζει πως οι ενέργειες αυτές δείχνουν «κρίση εσωτερικής εμπιστοσύνης και αυτοπεποίθησης παρά τα επιφαινόμενα. Μια τέτοια κρίση καθίσταται όμως σχεδόν αυτόματα κρίση νομιμοποίησης».
Ακολουθεί ολόκληρη η ανάρτηση του κ. Βενιζέλου:
«Η κοινοβουλευτική πλειοψηφία της Νέας Δημοκρατίας την περίοδο 2008 -2009 αποχώρησε τρεις φορές (δύο για την υπόθεση Βατοπεδίου και μία για την υπόθεση Παυλίδη) από συνεδριάσεις της Βουλής που είχαν ως αντικείμενο προτάσεις για τη συγκρότηση ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης κατά το άρθρο 86 παρ.3 εδ. β Συντ. Και τις τρεις φορές ο έλεγχος της διαδικασίας περιήλθε στους παρόντες βουλευτές της αντιπολίτευσης και δεν διεξήχθη μυστική ψηφοφορία επειδή δεν ήταν παρόντες τουλάχιστον 151 βουλευτές, όση δηλαδή είναι η αναγκαία κατά το Σύνταγμα πλειοψηφία. Οι προτάσεις για συγκρότηση επιτροπής προκαταρκτικής εξέτασης δεν απορρίφθηκαν αλλά παρέμειναν εκκρεμείς. Ο τότε Πρόεδρος της Βουλής αείμνηστος Δημήτρης Σιούφας, παρών ο ίδιος στην έδρα, αποδέχθηκε τη θέση της αντιπολίτευσης σεβόμενος το άρθρο 67 του Κανονισμού της Βουλής.
Η σημερινή κοινοβουλευτική πλειοψηφία της Νέας Δημοκρατίας, δηλαδή η ηγεσία της, στην υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ δεν ήθελε να ακολουθήσει το κατά τη δική της έκφραση «μοντέλο Τριαντόπουλου / Καραμανλή», δηλαδή τη συγκρότηση επιτροπής προκαταρκτικής εξέτασης που με συνοπτική διαδικασία παρέπεμψε, για την υπόθεση των Τεμπών, τους κατηγορούμενους υπουργούς στον ανακριτή και το δικαστικό συμβούλιο του Ειδικού Δικαστηρίου, έστω για το πλημμέλημα της παράβασης καθήκοντος.
Δεν ήθελε ούτε να αποχωρήσει κατά το προηγούμενο της περιόδου 2008-2009 αφήνοντας τις προτάσεις συγκρότησης προκαταρκτικής επιτροπής σε εκκρεμότητα, φοβούμενη την ενδεχόμενη επαναφορά τους σε αυτήν ή στην επόμενη βουλευτική περίοδο.
Δεν ήθελε ούτε να αφήσει τους βουλευτές της να μετάσχουν αυτοπροσώπως και κατά συνείδηση στη μυστική ψηφοφορία φοβούμενη τον αριθμό των διαρροών οι οποίες θα μπορούσαν να θέσουν σε αμφισβήτηση τη συνοχή της.
Ενώπιον αυτού του αδιεξόδου η ηγεσία του κυβερνώντος κόμματος επέλεξε όχι απλώς την κραυγαλέα παραβίαση του Συντάγματος και του Κανονισμού της Βουλής αλλά τον πολλαπλό ευτελισμό των θεσμών:
Πρώτον, απαγόρευσε στους βουλευτές της να μετάσχουν αυτοπροσώπως και κατά συνείδηση στη μυστική ψηφοφορία και τους έθεσε υπό ασφυκτικό έλεγχο ευτελίζοντας τον θεσμικό ρόλο του βουλευτή της συμπολίτευσης.
Δεύτερον, παραβίασε σωρηδόν τη διάταξη του άρθρου 70 Α Κανονισμού της Βουλής που προβλέπει τη δυνατότητα συμμετοχής βουλευτή στην ψηφοφορία με επιστολική ψήφο μόνο όταν μετέχει σε αποστολή της κυβέρνησης ή της Βουλής στο εξωτερικό ή συντρέχει κατάσταση εγκυμοσύνης ή λοχείας ή όταν ισχύουν περιορισμοί λόγω πανδημίας. Ευτέλισε κατά τον τρόπο αυτό την πρόβλεψη περί επιστολικής ψήφου.
Τρίτον, προσπάθησε να κατασκευάσει τεχνητά τις προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν για την έγκυρη λήψη απόφασης από τη Βουλή, θεωρώντας ότι αυτές συνίστανται στην ύπαρξη απαρτίας τουλάχιστον 75 βουλευτών κατά το άρθρο 67 Συντ. Όμως το άρθρο 67 Συντ. δεν προβλέπει απαρτία για τη συνεδρίαση της Βουλής αλλά ελάχιστο απαιτούμενο αριθμό ψήφων για την λήψη απόφασης, όταν από άλλη ειδικότερη συνταγματική διάταξη δεν προβλέπεται μεγαλύτερος αριθμός, δηλαδή αυξημένη πλειοψηφία επί του όλου αριθμού των βουλευτών. Τέτοια διάταξη, ειδικότερη του άρθρου 67 Συντ., είναι το άρθρο 86 παρ.3 που απαιτεί απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών (151/300). Παρά όμως την προσπάθεια, τελικά στην ψηφοφορία μετείχαν μόνο 83 βουλευτές, άρα δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις έγκυρης λήψης απόφασης για την οποία απαιτούνται τουλάχιστον 151 και όχι τουλάχιστον 75 βουλευτές. Κατέστη κατά τον τρόπο αυτό άκυρη η ψηφοφορία και ανακριβής η συναγωγή του αποτελέσματος ότι οι προτάσεις για τη συγκρότηση επιτροπής διενέργειας προκαταρκτικής εξέτασης δήθεν απορρίφθηκαν. Οι προτάσεις παραμένουν εκκρεμείς έως ότου τεθούν σε ψηφοφορία σύμφωνα με το Σύνταγμα και τον Κανονισμό της Βουλής.
Τέταρτον, έφερε τον Πρόεδρο της Βουλής σε εξαιρετικά δύσκολη θέση και τον οδήγησε σε επιδεικτική απουσία από την όλη διαδικασία την ευθύνη της οποίας έχει θεσμικά. Κατ´ ακολουθία οδήγησε τον προεδρεύοντα αντιπρόεδρο και πρώην υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης σε ωμή παραβίαση του άρθρου 67 παρ.7 του Κανονισμού της Βουλής καθώς αρνήθηκε να θέσει σε ψηφοφορία την αντίρρηση που διατύπωσε το ΠΑΣΟΚ και υποστήριξε σύσσωμη η αντιπολίτευση, στην εκ μέρους του απόρριψη της πρότασης για αναβολή της ψηφοφορίας. Αυτό δε με την παιδαριώδη αιτιολογία ότι στην αίθουσα υπήρχαν 90 βουλευτές οι οποίοι το επόμενο λεπτό δεν υπήρχαν γιατί η αντιπολίτευση αποχώρησε διαμαρτυρόμενη! Επιπλέον στα Πρακτικά της Βουλής και στο οπτικοακουστικό υλικό της συνεδρίασης καταγράφηκε σωρεία παραβιάσεων των διατάξεων του άρθρου 73 Κανονισμού της Βουλής που διέπουν τη διεξαγωγή μυστικής ψηφοφορίας. Το πλήγμα στο κύρος του Προεδρείου της Βουλής είναι δυστυχώς μεγάλο.
Αναρωτιέμαι, ποιος λόγος υπήρχε να συντελεστεί αυτός ο ακραίος διασυρμός του Κοινοβουλίου; Η κυβερνητική πλειοψηφία θα μπορούσε να μετάσχει κανονικά στην ψηφοφορία και οι προτάσεις να μη συγκεντρώσουν 151 θετικές ψήφους και να απορριφθούν έστω με κάποιες διαρροές ψήφων βουλευτών της συμπολίτευσης. Το θεσμικό και πολιτικό κόστος για την κυβέρνηση θα ήταν πολύ μικρότερο από το κόστος της εικόνας ευτελισμού των θεσμών που καταγράφτηκε χθες. Η κυβερνητική πλειοψηφία θα μπορούσε επίσης- ακραίο και οριακό σενάριο- να δηλώσει ότι απέχει από την ψηφοφορία με τους βουλευτές της να αρνούνται να μετάσχουν στη μυστική ψηφοφορία αλλά να παραμένουν παρόντες στη συνεδρίαση ώστε να έχουν τη δυνατότητα λήψης των διαδικαστικού χαρακτήρα αποφάσεων χωρίς να παραβιάζεται όλη αυτή η δέσμη διατάξεων του Συντάγματος και του Κανονισμού. Θα παραβιαζόταν βεβαίως η θεμελιώδης εγγύηση της κατά συνείδηση ψήφου του βουλευτή και μάλιστα σε μια παρόμοια δικαστικού χαρακτήρα διαδικασία στην οποία οι βουλευτές δεν επιτρέπεται να άγονται και να φέρονται υπό συνθήκες σιδηράς κομματικής πειθαρχίας.
Αν όλο αυτό είναι επίδειξη απόλυτης αδιαφορίας για το συνταγματικό πλαίσιο λειτουργίας της Βουλής, η κατάσταση είναι θεσμικά ολισθηρή. Αν όλο αυτό είναι αποτέλεσμα πολιτικού φόβου για τη συνοχή της πλειοψηφίας, το υφέρπον πρόβλημα δεν αντιμετωπίζεται με τέτοιες μεθοδεύσεις υψηλού πολιτικού κόστους. Αν η μετακίνηση από το «μοντέλο Τριαντόπουλου / Καραμανλή» στο χθεσινό μοντέλο, σημαίνει ότι τώρα δεν υπάρχει πλέον ούτε η στοιχειώδης άνεση να δηλώνεται εμπιστοσύνη στον «φυσικό δικαστή» του Ειδικού Δικαστηρίου, τότε τα πράγματα μπορεί να έχουν βάθος μη ορατό ακόμη δια γυμνού οφθαλμού.
Κοινός παρονομαστής φαίνεται να είναι η κρίση εσωτερικής εμπιστοσύνης και αυτοπεποίθησης παρά τα επιφαινόμενα. Μια τέτοια κρίση καθίσταται όμως σχεδόν αυτόματα κρίση νομιμοποίησης».
Η απάντηση του Βενιζέλου στις κυβερνητικές πηγές
Με ανακοίνωση απαντά το γραφείο του Ευάγγελου Βενιζέλου στις προηγούμενες διευκρινίσεις κυβερνητικών πηγών σχετικά με τη διαδικασία στη Βουλή.
Σημειώνεται πως οι κυβερνητικές πηγές ξεκαθάρισαν ποια είναι η συνταγματική πρόβλεψη για την απαρτία, την πλειοψηφία και τον ρόλο της επιστολικής ψήφου στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, μετά από αντιδράσεις που μιλούσαν για «κρίση νομιμοποίησης», ενώ έγινε αναφορά σε ανάρτηση του κ. Βενιζέλου, για την οποία οι πηγές ανέφεραν πως δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα της σύγχρονης ελληνικής δημοκρατίας.
Το γραφείο του Ευάγγελου Βενιζέλου απαντά ως εξής:
- Μια από τις βασικές τομές που επέφερε το ισχύον Σύνταγμα του 1975 στο κοινοβουλευτικό δίκαιο είναι η κατάργηση της απαρτίας με την έννοια της αναγκαίας παρουσίας ελάχιστου αριθμού βουλευτών για να συνεδριάζει έγκυρα η Βουλή. Το άρθρο 67 Συντ. δεν θεσπίζει ελάχιστο αριθμό βουλευτών (75/ 300) για να υπάρχει απαρτία, αλλά ελάχιστο αριθμό θετικών ψήφων για να αποφασίζει η Βουλή όταν εφαρμόζεται ο γενικός κανόνας ότι η Βουλή αποφασίζει με την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων μελών της.
- Απαιτούμενος ελάχιστος αριθμός παρόντων βουλευτών προκειμένου να συνεδριάσει εγκύρως η Βουλή, δεν υπάρχει κατά το Σύνταγμα. Αντιθέτως υπάρχει ελάχιστος αναγκαίος αριθμός θετικών ψήφων για την έγκυρη λήψη απόφασης. Αυτός είναι ως γενικός κανόνας οι 75 βουλευτές (300/4). Σε πλήθος όμως συνταγματικών διατάξεων απαιτείται αυξημένη πλειοψηφία επί του όλου αριθμού των βουλευτών, αλλού απόλυτη πλειοψηφία (151/300), αλλού πλειοψηφία τριών πέμπτων (180/300), αλλού πλειοψηφία δύο τρίτων (200/300). Στην προκειμένη περίπτωση κατά το άρθρο 86 παρ.3 απαιτείται η απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, όχι ως απαρτία αλλά ως ελάχιστη πλειοψηφία. Όμως όταν τίθεται διαδικαστικό ζήτημα αναβολής της ψηφοφορίας λόγω απουσίας των βουλευτών της συμπολίτευσης, η απόφαση λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων που δεν μπορεί να είναι μικρότερη των 75. Αυτή η πλειοψηφία είχε συγκροτηθεί χθες από τους βουλευτές της αντιπολίτευσης λόγω της οργανωμένης απουσίας των βουλευτών της συμπολίτευσης και εκφράστηκε υπέρ της αναβολής της μυστικής ψηφοφορίας. Δυστυχώς αυτή η επί της διαδικασίας κρίσιμη απόφαση της Βουλής αγνοήθηκε βάναυσα χθες ενώ είχε γίνει δεκτή τρεις φορές το 2008-2009 σε ίδια ζητήματα. Το σαφές κοινοβουλευτικό και ερμηνευτικό προηγούμενο αγνοήθηκε με θεσμική προπέτεια.
- Η διαπίστωση του απαιτούμενου κατά το Σύνταγμα και τον Κανονισμό της Βουλής αριθμού βουλευτών για τη διεξαγωγή ψηφοφορίας και άρα τη λήψη απόφασης (στην προκειμένη περίπτωση επί των προτάσεων συγκρότησης Επιτροπής προκαταρκτικής εξέτασης) γίνεται κατά το άρθρο 69 παρ. 4 του Κανονισμού, από τον Πρόεδρο της Βουλής. Όταν όμως προκύπτουν αμφιβολίες και αντιρρήσεις, γεννάται παρεμπίπτον ζήτημα, εφαρμόζεται το άρθρο 67 του Κανονισμού, εξετάζεται το παρεμπίπτον ζήτημα και τελικά εφαρμόζεται η παρ. 7 που προβλέπει ότι για τα παρεμπίπτοντα αποφασίζει ο Πρόεδρος της Βουλής αλλά αν προβληθούν αντιρρήσεις αποφαίνεται η Βουλή με ανάταση ή έγερση, με την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων που δεν μπορεί να είναι κατώτερη των 75 και χωρίς άλλη συζήτηση. Αυτό δεν έγινε χθες ενώ έγινε τρεις φορές το 2008-2009 υπό παρόμοιες συνθήκες.
- Είναι άλλο ζήτημα η διευκόλυνση βουλευτών όλων των κομμάτων μέσω της επιστολικής ψήφου και άλλο η μεθοδευμένη απομάκρυνση από την αίθουσα της Βουλής των βουλευτών της συμπολίτευσης και η οργανωμένη μαζική χρήση της επιστολικής ψήφου για 68 από αυτούς ώστε μαζί με τους ελάχιστους παρόντες βουλευτές της ΝΔ να διαμορφώνουν τον αριθμό 75 που κάποιοι θεωρούν ότι διασφαλίζει την νομικώς ανύπαρκτη έννοια της απαρτίας. Πρόκειται για «επιτελικά» οργανωμένη καταστρατήγηση του άρθρου 70 Α του Κανονισμού της Βουλής και ευθεία προσβολή του θεσμικού ρόλου του βουλευτή.
- Η κρίση εσωτερικής εμπιστοσύνης που καθίσταται κρίση νομιμοποίησης δεν τελεί υπό τον έλεγχο του ενδιαφερόμενου αλλά όλων των άλλων και κυρίως των γεγονότων.




















