Το χρονοδιάγραμμα της ολοκλήρωσης της ανακριτικής διαδικασίας ενδέχεται να επηρεάσει η χθεσινή παραγγελία της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου προς την Εισαγγελία Εφετών Λάρισας που ζητά να ερευνηθούν και να απαντηθούν οι ισχυρισμοί και οι καταγγελίες που προβάλλονται από συγγενείς θυμάτων των Τεμπών και τους συνηγόρους τους.
H ανακριτική διαδικασία σύμφωνα με πληροφορίες θα ολοκληρώνονταν εκτός απροόπτου μέσα στο επόμενο διάστημα με τις καταθέσεις των στελεχών της ΕΡΓΟΣΕ, της Hellenic Train αλλά και της άσκησης ποινικών διώξεων σε στελέχη άλλων δύο φορέων, σύμφωνα με το Larissanet.gr.
Αναλυτικλα το δημοσίευμα του Larissanet.gr:
Μετά τις χθεσινές εξελίξεις όμως το στάδιο της ανάκρισης ενδέχεται να επιμηκυνθεί από τη στιγμή που το ανώτατο δικαστήριο της χώρας ζητά να εξεταστούν τα αιτήματα των συγγενών με την επισήμανση ωστόσο πως είναι στην ευχέρεια του εφέτη ανακριτή να κρίνει και να αξιολογήσει τα αιτήματα τους.
Tις προηγούμενες μέρες παραδόθηκε στις δικαστικές Αρχές το πόρισμα του τεχνικού συμβούλου του Συλλόγου Συγγενών Θυμάτων των Τεμπών, ειδικού εμπειρογνώμονα σε θέματα εκρήξεων και πυρκαγιών, Βασίλη Κοκοτσάκη. Σ ‘αυτό αναφέρεται ότι ο χώρος όπου κατέληξαν οι αμαξοστοιχίες μετά την μετωπική σύγκρουση, αλλοιώθηκε, δεν ελήφθησαν σωστά δείγματα και προτείνει μια σειρά ενεργειών που πρέπει να γίνουν από τους δικαστικούς πραγματογνώμονες προκειμένου να αποδειχτεί το κατά πόσο τα έλαια σιλικόνης ευθύνονται για την ανάφλεξη και τη φωτιά.
Υπογραμμίζει επίσης την παρουσία χημικών ουσιών που χρησιμοποιούνται στη νόθευση καυσίμων όπως το ξυλόλιο. Το τελευταίο επισημαίνεται και στο πόρισμα της Επιτροπής Διερεύνησης Ανεξάρτητων Πραγματογνωμόνων Οικογενειών (ΕΔΑΠΟ) στοιχεία του οποίου δόθηκαν στη δημοσιότητα τον περασμένο Αύγουστο ενώ χθες παρουσιάστηκε στην ΕΣΗΕΑ το τελικό πόρισμα.
Για τις οικογένειες των θυμάτων, τα όσα αναφέρονται στα πορίσματα των ιδιωτών πραγματογνωμόνων αποτελούν στοιχεία αυτού που ονομάζουν «συγκάλυψη», δηλαδή το μπάζωμα του χώρου του δυστυχήματος προκειμένου να χαθούν στοιχεία που έχουν να κάνουν με το φορτίο της εμπορικής αμαξοστοιχίας.
Αυτή δεν είναι η πρώτη φορά πάντως που οι οικογένειες πιέζουν τις ανακριτικές αρχές για τη διερεύνηση του φορτίου και των χημικών ουσιών. Το τελευταίο τρίμηνο του 2023 έγιναν διάφορες ανακριτικές πράξεις μετά από αιτήματα των οικογενειών όπως η δεύτερη δειγματοληψία στο χώρο του δυστυχήματος και στα συντρίμμια των βαγονιών που φυλάσσονται στο Κουλούρι αλλά και η εξέταση βιντεοληπτικού υλικού επικεντρωμένο στην εμπορική αμαξοστοιχία.
Αφού προσκομίστηκαν τα αποτελέσματα των παραπάνω διαδικασιών προς τα τέλη Δεκεμβρίου, ξεκίνησε η άσκηση νέων ποινικών διώξεων που είχαν μπει στον «πάγο» καθώς ο ανακριτής περίμενε να έχει όλα τα στοιχεία στα χέρια του προτού προχωρήσει.
Μετά τη χθεσινή παρέμβαση του Αρείου Πάγου όμως, ανακριτικές πράξεις τέτοιου είδους ενδέχεται να απασχολήσουν ξανά τον εφέτη ανακριτή και αυτό διότι όπως επισημαίνεται στην εισαγγελική παραγγελία δεν πρέπει να μείνει καμία αμφιβολία για την εξέταση κάθε πτυχής της υπόθεσης από τις εισαγγελικές και ανακριτικές αρχές.
Να σημειωθεί πως αυτή δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Άρειος Πάγος επεμβαίνει είτε με ανακοίνωση είτε με εισαγγελική παραγγελία στη δικαστική διερεύνηση του δυστυχήματος.
Η πρώτη παρέμβαση έγινε την επομένη του δυστυχήματος από τον τότε εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ισίδωρο Ντογιάκο ο οποίος ανέθεσε την εποπτεία και αναβάθμιση της έρευνας στον τότε προϊστάμενο της Εισαγγελίας Εφετών Λάρισας Σταμάτη Δασκαλόπουλο ζητώντας με νέα εισαγγελική παραγγελία, δύο μέρες μετά, να εξεταστούν ευθύνες προς πάσα κατεύθυνση.
Μετά τη λήξη της θητείας του κ. Ντογιάκου την θέση της εισαγγελέως του Αρείου Πάγου ανέλαβε η Γεωργία Αδειλήνη. Η κα Αδειλήνη μάλιστα βρέθηκε το Νοέμβριο στα συντρίμμια των βαγονιών στο Κουλούρι και ενημερώθηκε από τον εφέτη ανακριτή για την πορεία των ερευνών.
Η σχέση ωστόσο της εισαγγελέως του Αρείου Πάγου με τις οικογένειες των θυμάτων υπήρξε τουλάχιστον «ταραχώδης» καθώς ουκ ολίγες φορές την κατηγόρησαν για κυνισμό μετά από συνάντηση που είχαν μαζί της.
Απάντηση σε αυτή την κριτική υπάρχει στην κοινή ανακοίνωση Προέδρου και Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου που δημοσιεύτηκε στις 12 Φεβρουαρίου και ανέφερε μεταξύ άλλων ότι δημοσιεύματα «επιχείρησαν να «παραποιήσουν» την εικόνα και το έργο της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου και να την εμφανίσουν, επιεικώς, ως «αφελή», που αδυνατεί να κατανοήσει τη σοβαρότητα της υποθέσεως και δεν ενδιαφέρεται για την απονομή της Δικαιοσύνης σε μια υπόθεση, η οποία έχει συγκλονίσει και συνεχίζει να συγκλονίζει το Πανελλήνιο».
Η ανακοίνωση τόνιζε ακόμη πως «οι Έλληνες Δικαστές και Εισαγγελείς επιτελούν το έργο τους, έργο τιτάνιο, με απόλυτη αφοσίωση, μη φειδόμενοι κόπου και προσωπικών θυσιών, κατά τρόπο ανεπίληπτο, με αποτέλεσμα να ολοκληρώνεται, σύντομα, η κυρία ανάκριση, ένα χρόνο περίπου μετά το πολύνεκρο δυστύχημα, στο πλαίσιο της οποίας, έχουν καταστεί κατηγορούμενοι 31 άτομα, μέχρι στιγμής και να διαφαίνεται η σε σύντομο χρόνο εκδίκαση της υπόθεσης, ενώπιον του αρμόδιου ποινικού δικαστηρίου».
Ανακοίνωση από την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου σχετικά με το δυστύχημα υπήρξε τέλος και το Νοέμβριο προκειμένου να διαψευστούν δηλώσεις ατόμων που ισχυρίζονταν ότι στα συντρίμμια των βαγονιών στο Κουλούρι εντοπίστηκαν ανθρώπινα μέλη.
Το παρασκήνιο τις ανακοίνωσης
Πώς όμως έφτασε ο Άρειος Πάγος και ενώ είχε εκφράσει την ικανοποίηση του για την πορεία των ερευνών μερικές μέρες πριν, στη χθεσινή εισαγγελική παραγγελία;
Μια εξήγηση μπορεί να εντοπιστεί στην πίεση που δημιουργήθηκε μετά την προβολή του θέματος στο Ευρωκοινοβούλιο και συγκεκριμένα στην εκδήλωση που διοργανώθηκε από την Αριστερά/Left με πρωτοβουλία του Ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, Κώστα Αρβανίτη αλλά και στο ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με τις σοβαρές μομφές για το Κράτος Δικαίου στην Ελλάδα.
Αρχικά στην εκδήλωση που διοργανώθηκε στις 14 Φεβρουαρίου μίλησαν οι συγγενείς των θυμάτων, κ.κ. Μαρία Καρυστιανού και Παύλος Ασλανίδης και επεσήμαναν το θέμα του «μπαζώματος» του χώρου αλλά και της συμπεριφοράς της εισαγγελέως του Αρείου Πάγου προς τους συγγενείς των θυμάτων.
Αναφορικά με το ψήφισμα για το Κράτος Δικαίου επισημαίνεται μεταξύ άλλων η έρευνα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας για τη σύμβαση 717 και τις διώξεις που ακολούθησαν για 23 άτομα αλλά όχι σε πρώην υπουργούς της κυβέρνησης.
Στην απάντηση της Διοικητικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου στην απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου αναφέρεται για το συγκεκριμένο απόσπασμα πως το ψήφισμα «υποβιβάζει το έργο των εθνικών εισαγγελικών και ανακριτικών αρχών για την υπόθεση των Τεμπών, αποσιωπώντας την υφιστάμενη ενδελεχή έρευνα για τα μη πολιτικά πρόσωπα, για τα οποία και μόνο είναι αρμόδιες και η οποία εκκίνησε αμέσως μετά την τραγωδία και βρίσκεται σε εξέλιξη. Επίσης, με την ασαφή διατύπωση που έχει επιλεχθεί είναι δυνατόν να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι οι δικαστικές και εισαγγελικές αρχές εξαίρεσαν τα πολιτικά πρόσωπα από την άσκηση ποινικής δίωξης, ενώ η αρμοδιότητα αυτή, όπως και κάθε επόμενο στάδιο της ποινικής διαδικασίας για τα πρόσωπα αυτά ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Βουλής».
Η χθεσινή εισαγγελική παραγγελία λοιπόν φαίνεται κατά κάποιο τρόπο να «απαντά» στους ισχυρισμούς των συγγενών περί συγκάλυψης που ακούγονται σε εθνικό και πλέον ευρωπαϊκό επίπεδο, δύο μέρες πριν τη συμπλήρωση ενός χρόνου από το τραγικό δυστύχημα με τους 57 νεκρούς.
Αναλυτικά η εισαγγελική παραγγελία:
«Με το υπ’ αριθ. πρωτ. 1706/1-3-2023 έγγραφο-παραγγελία μας σας αναθέσαμε την ανώτατη εποπτεία του ανακριτικού έργου της υπόθεσης των Τεμπών, σύμφωνα με το άρθρο 32 εδαφ. α΄ του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
Είναι αδιαμφισβήτητες οι υπεράνθρωπες προσπάθειες τις οποίες εδώ και ένα έτος καταβάλλουν οι εισαγγελικές και ανακριτικές αρχές για τη διερεύνηση σε βάθος και στον ταχύτερο δυνατό χρόνο του ως άνω εγκλήματος, μη φειδόμενες χρόνου και μόχθου, όπως άλλωστε οφείλουμε, ώστε να επιτευχθεί ο εντοπισμός όλων των υπαιτίων και η παραπομπή τους σε δίκη σε εξαιρετικά σύντομο χρόνο, στόχος στον οποίο αυτή τη στιγμή είμαστε πολύ κοντά, αλλά ο οποίος επ’ ουδενί δεν αποτελεί αυτοσκοπό, ούτε και μπορεί να αντιστρατεύεται την ίδια την απονομή της δικαιοσύνης, οδηγώντας σε συγκεκριμένες ανακριτικές ενέργειες ή αποκλείοντας άλλες, τυχόν επιβεβλημένες για την ανεύρεση της αλήθειας.
Οι ασκούντες το λειτούργημα του συνηγόρου της υποστήριξης της κατηγορίας ή της υπεράσπισης στην υπόθεση αυτή αλλά και το σύνολο του νομικού κόσμου της χώρας και όχι μόνο, γνωρίζουν πολύ καλά ότι ποτέ άλλοτε στη δικαστική μας ιστορία δεν επιτεύχθηκε κάτι ανάλογο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν θα έπρεπε αυτή η λειτουργία της δικαιοσύνης να είναι αυτονόητη και συνήθης και όχι εξαιρετική.
Στο πιο πάνω πλαίσιο, όπως σας είναι γνωστό, σας έχουμε διαβιβάσει αμελλητί κάθε υπόμνημα και αίτημα συγγενών θυμάτων που μας υποβλήθηκε, συμπεριλαμβανομένων και των καταγγελιών τους για τα αίτια της πρόκλησης έκρηξης πυρός, την ύπαρξη διάφορων εύφλεκτων και τοξικών ουσιών στο χώρο, την αλλοίωση του χώρου του εγκλήματος, με πιθανή απώλεια αποδεικτικών στοιχείων κλπ, που άλλωστε έχουν υποβληθεί αυτοτελώς και σε σας και στον Εφέτη Ανακριτή, προκειμένου να διερευνηθούν, έχετε δε προβεί, όπως γνωρίζουμε, στις απαιτούμενες προς τούτο ενέργειες.
Παρά τα ανωτέρω όμως, διαμαρτυρίες και καταγγελίες συγγενών θυμάτων για αναπάντητα ερωτήματα, αποδεικτικά στοιχεία που δεν ελήφθησαν υπόψη ή δεν εκτιμήθηκαν σωστά, ανακριτικές ενέργειες που παραλείφθηκαν, ακόμα και για συγκάλυψη ευθυνών από τη δικαιοσύνη, εξακολουθούν να διαχέονται στο εσωτερικό της χώρας, αλλά και στο εξωτερικό, υποστηριζόμενες και από μερίδα του Τύπου.
Κατόπιν αυτών επιτακτική παρίσταται η ανάγκη να μεριμνήσετε, ώστε να ερευνηθεί και να απαντηθεί, μετά από αξιολόγηση, κατά την κρίση σας, κάθε ισχυρισμός και καταγγελία, που προβάλλεται από συγγενείς θυμάτων ή θύματα και τους συνηγόρους τους, ώστε το πέρας της ανάκρισης να μην αφήσει ουδεμία αμφιβολία ως προς το ότι οι εισαγγελικές και ανακριτικές αρχές διερεύνησαν κάθε πτυχή της υπόθεσης, επιτελώντας στο ακέραιο το καθήκον τους»