Μία από τις μεγαλύτερες μορφές της παγκόσμιας υδατοσφαίρισης, ο Τίμπορ Μπένεντεκ, «έφυγε» από τη ζωή σε ηλικία μόλις 48 ετών, νικημένος από τον καρκίνο.
Επί σειρά ετών βασικό στέλεχος και αρχηγός της εθνικής Ουγγαρίας, με 437 συμμετοχές, ο Μπένεντεκ κατέκτησε τρία χρυσά Ολυμπιακά μετάλλια, το 2000 στο Σίδνεϊ, το 2004 στην Αθήνα και το 2008 στο Πεκίνο, καθώς επίσης τέσσερα μετάλλια (ένα χρυσό, δύο ασημένια κι ένα χάλκινο) σε Παγκόσμια Πρωταθλήματα, επτά μετάλλια (ένα χρυσό, τρία ασημένια και τρία χάλκινα) σε Ευρωπαϊκά Πρωταθλήματα, τέσσερα μετάλλια (δύο χρυσά, ένα ασημένιο, ένα χάλκινο) σε World League και άλλα τέσσερα (ένα χρυσό, δύο ασημένια κι ένα χάλκινο) σε Παγκόσμια Κύπελλα.
Σε συλλογικό επίπεδο, ο Μπένεντεκ αναδείχθηκε πέντε φορές πρωταθλητής Ευρώπης (τέσσερις με την Προ Ρέκο και μία με την Ουίπεστ), κατέκτησε ισάριθμα Σούπερ Καπ και ένα LEN Trophy, καθώς και αρκετά πρωταθλήματα σε Ουγγαρία και Ιταλία.
“Κρέμασε το σκουφάκι του» το 2012 και μεταπήδησε απευθείας στην προπονητική. Στα τέλη της ίδιας χρονιάς ανέλαβε την τεχνική ηγεσία της εθνικής Ουγγαρίας, που είχε αποτύχει στους Ολυμπιακούς του Λονδίνου, και μέσα σε λίγους μήνες την οδήγησε στην κατάκτηση του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος της Βαρκελόνης (2013).
Παρέμεινε στο πόστο του ομοσπονδιακού τεχνικού ως το 2016, κατακτώντας επίσης το ασημένιο μετάλλιο στο Ευρωπαϊκό του 2014, αλλά αποχώρησε μετά την πέμπτη θέση στους Ολυμπιακούς του Ρίο. Διατέλεσε για ένα διάστημα πρόεδρος της ομοσπονδίας υδατοσφαίρισης της Ουγγαρίας, ενώ στη συνέχεια συνεργάστηκε με την Ουίπεστ, αρχικά ως τεχνικός διευθυντής και στη συνέχεια ως προπονητής. Τον περασμένο μήνα ανακοίνωσε ότι αποσύρεται από το χώρο του αθλητισμού, χωρίς να δημοσιοποιήσει την κατάσταση της υγείας του.
Από τα πολυάριθμα ατομικά βραβεία που κέρδισε, ξεχωρίζει η ανάδειξή του στην καλύτερη ομάδα της Ουγγαρίας για τον 20ο αιώνα, ενώ ψηφίστηκε τέσσερις φορές ως κορυφαίος παίκτης της χρονιάς στη χώρα. Το 2015 έγινε μέλος του Hall of Fame του υγρού στίβου.