Έξι χρόνια περίπου μετά το ναυάγιο του Τιτανικού γίνεται ένα άλλο ναυάγιο εξίσου τραγικό, που όμως δεν είναι τόσο γνωστό. Για αυτό έχει χαρακτηριστεί ο άγνωστος Τιτανικός της Δύσης.
Πρόκειται για το ναυάγιο του καναδικού ατμόπλοιου του Ειρηνικού με το όνομα «Princess Sophia»,«Πριγκίπισσα Σοφία», ένα από τα χειρότερα ναυάγια στη δυτική ακτή της Βόρειας Αμερικής.
από τη Μυρτώ Τζώρτζου
Το ναυάγιο αυτό συνέβη μέρες πριν από το τέλος του Πρώτο Παγκόσμιου Πολέμου. Οι εφημερίδες της εποχής τόνιζαν την ανακωχή που τερμάτιζε τον πόλεμο και οι τίτλοι ήταν περισσότερο επικεντρωμένοι στον ολοένα και αυξανόμενο φόβο της ισπανικής γρίπης. Η είδηση ενός ναυαγίου στα νερά της Αλάσκας ερχόταν δυστυχώς σε δεύτερη μοίρα.
Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 1918. Η «Πριγκίπισσα Σοφία» ξεκινάει από το Skagway της Αλάσκας με 3 ώρες καθυστέρηση για το Βανκούβερ και τη Βικτόρια το τελευταίο της ταξίδι, με 268 επιβάτες και 75 άτομα πλήρωμα.
Τέσσερις ώρες μετά το πλοίο που βρίσκεται νότια, κάτω από το κανάλι Lynn, συναντά κακοκαιρία, με χιόνι και ισχυρό βορειοδυτικό άνεμο.
Για να μπορέσει να προχωρήσει σε τέτοιες συνθήκες ο καπετάνιος έπρεπε να επιταχύνει. Η ορατότητα είναι περιορισμένη. Υπάρχει χιονοθύελλα. Για να καταλάβουν πόσο απόσταση έχουν από την ακτή χρησιμοποιούν την κόρνα του πλοίου και υπολογίζουν πόσα λεπτά μετά θα ακούσουν την ηχώ της.
Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 1918. Στις 2 το πρωί το πλοίο χτυπάει στον ύφαλο Vanderbilt. Αμέσως εκπέμπει σήμα κινδύνου. Στις έξι τα ξημερώματα με την παλίρροια στο υψηλότερο σημείο το πλοίο ήταν ακόμη κολλημένο στον ύφαλο. Η τρύπα που έχει γίνει από την πρόσκρουση αφήνει έναν τόνο νερό να μπαινοβγαίνει με την παλίρροια και την άμπωτη. Τα πράγματα είναι άσχημα. Κάποια ψαράδικα έχουν εντοπίσει το κρουαζερόπλοιο και προσπαθούν να το πλησιάσουν. Περιμένουν να καλυτερέψει ο καιρός για να φτάσουν σε αυτό. Κάτι που όμως δεν γίνεται.
Φυσικά στο πλοίο επικρατεί πανικός. Οι επιβάτες έχουν βγει με τα νυχτικά από τις καμπίνες και φωνάζουν. Τα παιδιά κλαίνε και τρέχουν πανικόβλητα. Οι γονείς είναι αδύνατον να τα ηρεμήσουν γιατί είναι και οι ίδιοι σε πανικό. Όλοι προσπαθούν να μάθουν τι συμβαίνει και αν έρχονται κάποιοι για βοήθεια. Ο ένας ρωτάει τον άλλον και όλοι ψάχνουν τους ανθρώπους του πληρώματος και φυσικά τον καπετάνιο. Κάποιοι άλλοι έχουν μείνει στις καμπίνες και γράφουν γράμματα στους δικούς τους ανθρώπους που έμειναν πίσω. Η διαίσθησή τους τους λέει ότι δεν θα τους ξαναδούν.
Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 1918. Τα κύματα γίνονται πιο μεγάλα και ρίχνουν για τα καλά πάνω στο βράχο το πλοίο ανοίγοντας μεγαλύτερη τρύπα. Οι θόρυβοι είναι πολύ έντονοι. Είναι αδύνατον να γίνει κάτι. Ούτε να φύγουν με τις σωσίβιες λέμβους που έχουν ετοιμαστεί μπορούν, θα ήταν τρέλα άλλωστε, ούτε να πλησιάσουν και να τους σώσουν άλλοι γίνεται. Η χιονοθύελλα είναι τρομακτική. Είναι παγιδευμένοι.
Στις 17:20 είναι το τελευταίο ασύρματο μήνυμα από το καράβι. Έχει αρχίσει ήδη να βυθίζεται, κάτι που κρατάει περίπου 1 ώρα.
Την επομένη ο καιρός μαλακώνει, οι άνεμοι πέφτουν. Το πλοίο όμως έχει βυθιστεί. Τα σωστικά που πηγαίνουν εκεί βλέπουν να προεξέχει ένα μόνο κατάρτι και δεν υπάρχει κανείς ζωντανός. Πτώματα επιπλέουν.
Για πολύ καιρό και σε μεγάλη απόσταση, βόρεια και νότια του υφάλου Vanderbilt, δύτες θα ανασύρουν πτώματα. Πολλά και μέσα στις καμπίνες. Μεταξύ των νεκρών είναι και ο Walter Harper, ο πρώτος άνθρωπος που έφτασε στην κορυφή του ψηλότερου βουνού της Βόρειας Αμερικής, του Denali.
Από όλο το καράβι μόνο ένας «επιβάτης» βρέθηκε ζωντανός. Πρόκειται για ένα σκυλάκι, το οποίο κατάφερε και κολύμπησε μέχρι την ακτή και γλίτωσε. Το βρήκαν δύο μέρες μετά το ναυάγιο. Το σκυλάκι, ράτσας αγγλικό σέττερ, ανήκε στον καπετάνιο Τζέιμς Αλεξάντερ και τη σύζυγό του Λουίζα. Στο πλοίο επέβαιναν 5 σκυλάκια.
Άγνωστο και μυστήριο παραμένει το τι προκάλεσε το τραγικό αυτό ναυάγιο.
Οι οικογένειες των επιβατών κινήθηκαν εναντίον της Canadian Pacific αλλά δεν κατάφεραν κάτι.