Τζόουνσταουν: Το χρονικό της μεγαλύτερης ομαδικής αυτοκτονίας

Το Τζόουνσταουν, μια μικρή περιοχή στη Νέα Γουινέα της Νότιας Αμερικής, πρόκειται να γίνει το σκηνικό για μία από τις πιο ανατριχιαστικές σελίδες της σύγχρονης αμερικανικής ιστορίας. Ο Τζιμ Τζόουνς, αυτοαποκαλούμενος «Μεσσίας», στις 18 Νοεμβρίου του 1978 δίνει την εντολή για τη μαζική αυτοκτονία περισσότερων από 900 ατόμων. Και εκείνοι υπακούουν και αυτοκτονούν.

Στα μέσα της δεκαετίας του ΄50 ο ιεροκήρυκας Τζόουνς ιδρύει στην Ινδιανάπολη της Ιντιάνας τον «Ναό των Ανθρώπων» στον οποίο, όπως έλεγε, «δίδασκε αποστολικό σοσιαλισμό». Η φιλοσοφία του υπόσχεται ίση μεταχείριση, δικαιοσύνη και αγάπη άνευ όρων σε όλα τα μέλη της. Προσελκύοντας κυρίως μέλη της αφροαμερικανικής κοινότητας, ηλικιωμένους που είχαν παραγκωνιστεί από την κοινωνία, ιδεολόγους που είχαν βαρεθεί τον ρατσισμό της εποχής του «φυλετικού διαχωρισμού» ακόμα και άθεους που είχαν συγκινηθεί από το όραμα του Τζόουνς.

από τη Μυρτώ Τζώρτζου

Ο Ναός δέχεται έντονες επικρίσεις το 1965 και μεταφέρεται στην Καλιφόρνια. Ο Τζόουνς δεν μένει μόνο εκεί αλλά ιδρύει και παραρτήματα στο Σαν Φερνάντο και στο Σαν Φρανσίσκο όπου εγκαθίσταται μόνιμα στις αρχές της δεκαετίας του ΄70.

Κάποια στιγμή αντιμετωπίζει κατηγορίες για σεξουαλική επίθεση. Το 1974 αγοράζει μια μεγάλη έκταση στη ζούγκλα της Γουινέας στη Νότια Αμερική όπου, και λόγω των κατηγοριών αυτών, μεταφέρει εκεί την έδρα του «Ναού των Ανθρώπων».

Το καλοκαίρι του 1977, περίπου 900 άτομα πουλούν τα υπάρχοντά τους, ό,τι έχουν και δεν έχουν, και ακολουθούν τον Τζόουνς στα βόρεια της χώρας, όπου φτιάχνουν έναν οικισμό στη ζούγκλα που τον ονομάζουν Τζόουνσταουν.

Ο οικισμός είναι προσβάσιμος μόνο με αεροπλάνο ή ακτοπλοϊκώς (19ωρο ταξίδι από την πρωτεύουσα). Ο αναμφισβήτητα παράφρων Τζόουνς γίνεται ένας βάναυσος δικτάτορας μέσα στην απομονωμένη και βαριά φυλασσόμενη κοινότητά του, στην οποία ελέγχει απόλυτα τη ζωή των οπαδών του.

Χρησιμοποιεί τεχνικές ελέγχου του μυαλού, συνεχή κηρύγματα και ομιλίες του στη διαπασών από τα μεγάφωνα μέρα και νύχτα, που διακόπτουν τον ύπνο όλων. Χωρίζει παντρεμένα ζευγάρια, ελέγχει τη διατροφή της κοινότητας και απαγορεύει κάθε επικοινωνία με τον έξω κόσμο. Οι οπαδοί δουλεύουν ατελείωτες ώρες σκληρά στην τροπική ζέστη και την υγρασία. Κανένα μέλος του Ναού δεν μπορεί να φύγει από την κοινότητα μέσα στη ζούγκλα καθώς ένοπλες φρουρές περιπολούν στην περίμετρό του για να μη δραπετεύσει κάποιος.

Μετά τη δουλειά, διεξάγονται οι λεγόμενες “Λευκές Νύχτες“. Κατά τη διάρκειά τους, ο Τζόουνς δίνει μερικές φορές στα μέλη του Ναού τέσσερις επιλογές:

• να επιχειρήσουν να διαφύγουν στη Σοβιετική Ένωση
• να διαπράξουν «επαναστατική αυτοκτονία»
• να μείνουν στην Τζόουνσταουν και να πολεμήσουν τους υποτιθέμενους εχθρούς
• να διαφύγουν στη ζούγκλα

Ο Τζέιμς Τζόουνς, ο ιδρυτής και ηγέτης του «Ναού των Ανθρώπων»

Πεθαίνοντας στον …παράδεισο

Στις αρχές του 1978, ο Τζόουνς αρχίζει στην κυριολεξία να χάνει το μυαλό του και παρουσιάζει τις ασκήσεις για τη μαζική αυτοκτονία. Λέει ότι πρόκειται να κάνει έφοδο το FBI και για να αποφύγουν τον εγκλεισμό τους σε στρατόπεδα συγκέντρωσης θα πρέπει να αυτοκτονήσουν.

Όπως αποτυπώνεται σε μία από τις πιο ανατριχιαστικές ηχογραφήσεις που έγιναν ποτέ, ο Τζόουνς ακούγεται να προτρέπει τους οπαδούς του να διαπράξουν μια πράξη που αποκαλεί «επαναστατική αυτοκτονία».

Κατά τη διάρκεια μιας άσκησης ο Τζόουνς λέει στους κατοίκους να πιουν ένα συσκευασμένο φρουτοποτό από χάρτινα κύπελλα που ονομάζεται Flavour-Aid λέγοντάς τους ότι το ποτό είχε μέσα υδροκυάνιο. Εκείνοι υπακούουν και το πίνουν. Δεν παθαίνουν κάτι. Ο Τζόουνς τους αποκαλύπτει ότι η άσκηση είναι απάτη. Βλέπει όμως με αυτό πόσο πιστοί του είναι.

Λίγες εβδομάδες αργότερα, το απόγευμα της 18ης Νοεμβρίου, τους λέει και πάλι να πιουν το ποτό αυτό. Η συνεχής πλύση εγκεφάλου που είχαν υποστεί όλο αυτό το διάστημα, ο τρόμος από το θέαμα των ένοπλων φρουρών του που τους σημαδεύουν με καραμπίνες αλλά και η απελπισία των περισσότερων από αυτούς που βλέπουν ότι μάλλον είχαν πιστέψει σε ψέματα, τους κάνουν να δεχτούν να πιουν ξανά χωρίς να σκεφτούν το κοκτέιλ. Μόνο που αυτή τη φορά είναι δηλητηριώδες. Αλλά ακόμα και όσοι αντιστέκονται δεν γλιτώνουν τον βασανιστικό θάνατο, αφού οι φρουροί του Τζόουνς τους χορηγούν με ένεση το δηλητήριο.

917 άντρες, γυναίκες και παιδιά, πίνουν κάτι που αυτή τη φορά περιέχει υδροκυάνιο. Τα σώματά τους πέφτουν στο έδαφος. Έχουν αυτοκτονήσει. Ο δε Τζόουνς αυτοκτονεί και αυτός με μια σφαίρα στο κεφάλι.

Οι ντόπιοι ανακαλύπτουν το μακελειό και ειδοποιούν την αστυνομία που ειδοποιεί το στρατό. Όταν οι αξιωματούχοι της Γουινέας φτάνουν στην περιοχή την επόμενη μέρα, βρίσκουν ένα μέρος γεμάτο πτώματα, με πολλούς να κρατάνε τα χέρια ο ένας στον άλλον.

Οι σοροί των θυμάτων επιστρέφουν στις ΗΠΑ

Στις 20 Νοεμβρίου, δυο μέρες μετά το μακελειό, φτάνει το πρώτο αεροπλάνο από τις ΗΠΑ για να περισυλλέξει τα πτώματα.

Είναι χαρακτηριστική και ανατριχιαστική η περιγραφή του Ρίτσαρντ Ντουάιρ, εκπροσώπου της πρεσβείας:

«Στην Τζόουνσταουν κείτονταν 900 σοροί, μέσα στη ζέστη, και είχαν ήδη αρχίσει να αποσυντίθενται. Οι επιλογές μας περιορίστηκαν σημαντικά. Ένα από τα πιο σημαντικά πράγματα που έπρεπε να κάνουμε ήταν να αναγνωρίσουμε τα πτώματα. Δύο πρώην μέλη του Ναού επέστρεψαν εκεί για να επιχειρήσουν να ταυτοποιήσουν τις σορούς, τουλάχιστον όσους γνώριζαν. Έβαλαν σε όλους ετικέτες με τα ονόματά τους.

Αρκούσε όμως μια βροχή, όπως έμαθα αργότερα, για να εξαφανίσει τα στοιχεία τους.”………Για μένα το μεγάλο ερώτημα πάντα επιστρέφει. Αυτοκτόνησαν αυτοβούλως αυτοί οι άνθρωποι στην Τζόουνσταουν ή εξαναγκάστηκαν; Προφανώς με βάση τη λογική και τη νομοθεσία, τα μικρά παιδιά δεν μπορούν να αυτοκτονήσουν οπότε δεν υπάρχει αμφιβολία πως δολοφονήθηκαν και μάλιστα από τους γονείς και τους συγγενείς τους.»

Το περιστατικό στη Γουιάνα κατατάσσεται ανάμεσα στις μεγαλύτερες μαζικές αυτοκτονίες στην ιστορία.