Αναμφίβολα, τα ζητήματα που άπτονται της προστασίας του Περιβάλλοντος είναι κρίσιμα στο νέο αιώνα της 4ης βιομηχανικής επανάστασης που διανύουμε.
Ζητούμενο όμως, παραμένει εάν στο πλαίσιο του διαλόγου αυτού τίθενται τα πραγματικά διακυβεύματα, θεμελιωμένα σε επιστημονικά δεδομένα ή αν αντιθέτως έχουμε την πρωτοκαθεδρία ενός κυρίαρχου μονολόγου που σχετίζεται ουσιαστικά με την επιδίωξη για αναπροσανατολισμό του μεγάλου διεθνούς κεφαλαίου προς νέες επενδύσεις χαμηλού ρίσκου και διασφαλισμένης άμεσης απόδοσης υπό την σκέπη και χρηματοδότηση των κρατών.
Ας πάρουμε όμως, τα πράγματα από την αρχή, «χωρίς φόβο και χωρίς πάθος»…
Το 2016 κυρώθηκε η Συμφωνία του Παρισιού που αφορά τη Σύμβαση Πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών για τη Κλιματική Αλλαγή, με διακηρυγμένο στόχο «τη διατήρηση της αύξησης της μέσης θερμοκρασίας του Πλανήτη στους 1,5-2 βαθμούς Κελσίου έως το 2100», συγκρινόμενη με το έτος 1750 και την έναρξη της Βιομηχανικής περιόδου στο δυτικό κόσμο.
Αυτό είναι το κλειδί για την κατανόηση της στρατηγικής πολιτικής επιλογής της ΕΕ με το τίτλο «Green Deal» με προφανή στόχο τη συνειρμική σύνδεση με το προοδευτικό πρόγραμμα ανάταξης της οικονομίας των ΗΠΑ, «New Deal» του Φ. Ρούσβελτ.
Ερχόμαστε έτσι στο πρώτο ερώτημα και συγκεκριμένα στο ποια είναι η πραγματική σχέση της «Κλιματικής Αλλαγής» και της «Πράσινης Συμφωνίας».
Η «Κλιματική Αλλαγή» αποτελεί το κεντρικό και κρίσιμο αφήγημα στο εποικοδόμημα, τον απαραίτητο συνεκτικό Μύθο θα λέγαμε για τη κατίσχυση στη κοινωνία της πολιτικής της Πράσινης Ανάπτυξης και Μετάβασης σε μια κλιματικά ουδέτερη οικονομία, απαλλαγμένη από τα Ορυκτά Καύσιμα και τις εκπομπές CO2 έως το 2050, του αερίου που αποτελεί το καθοριστικό παράγοντα του Φαινομένου του Θερμοκηπίου, την «κουβέρτα» που κρατάει ζεστό τον πλανήτη στους 14ο C.
Συγκεκριμένα, η αύξηση αυτή του CO2, στην ατμόσφαιρα, από το 1750 έως το 1998 υπολογίζεται στο 35% περίπου και ανέρχεται στα 385 ppm που σημαίνει ότι σε 1.000.000 μέρη ατμοσφαιρικού αέρα, τα 385 μέρη είναι CO2.
Και τα δύο όμως αυτά αφηγήματα στερούνται επιστημονικής τεκμηρίωσης και κοινής αποδοχής από την Επιστημονική Κοινότητα με το καθιερωμένο ως τα τώρα τρόπο, τα Διεθνή Επιστημονικά Συνέδρια, τις Διεθνείς Πιστοποιήσεις και τους Διεθνείς Οργανισμούς. Είναι χαρακτηριστικό ότι δεν υπάρχει Διεθνής Οργανισμός για το Κλίμα, όπως για παράδειγμα, ο Παγκόσμιος Μετεωρολογικός Οργανισμός παρότι η Κλιματική Αλλαγή/Κρίση χαρακτηρίζεται από πολλούς, ως η κύρια απειλή για το Πλανήτη.
Αντί αυτού, η διαχείριση της διακηρυσσόμενης ύψιστης αυτής απειλής, γίνεται από Επιτροπή του ΟΗΕ, τη Διακυβερνητική Επιτροπή για την Αλλαγή του Κλίματος. (IPCC), με εκθέσεις από εθελοντές επιστήμονες και εγκρίσεις από τις κυβερνήσεις.
Σημειωτέων, η IPCC μοιράστηκε το Νόμπελ Ειρήνης του 2007 με τον Αλ Γκορ, το πολιτικό θεμελιωτή της θεωρίας της υπερθέρμανσης/Κλιματικής αλλαγής από το 2000.
Γιατί όμως οι όροι κλιματική αλλαγή/κρίση δεν είναι δόκιμοι στο πεδίο των Μαθηματικών και Φυσικών Επιστημών;
Γιατί είναι όροι αόριστοι, περιγραφικοί και δηλωτικοί της ασάφειας, της Εικασίας -στις Μαθηματικές επιστήμες χρησιμοποιούμε τον όρο Εικασία όταν μια υπόθεση παραμένει αναπόδεικτη, ανοιχτή πχ «Εικασία του Γκόλντμπαχ»- περί κλιματικής «εκτροπής».
Είναι όροι δηλαδή αποκλειστικά πολιτικοί, επικοινωνιακοί και συχνά «τρομοκρατικοί».
Επίσης, ο ισχυρισμός περί ανθρωπογενούς φαινομένου οφείλει σύμφωνα με την καθιερωμένη Αριστοτέλεια και Μαθηματική Λογική, να αποδείξει ότι αυτό ισχύει αποκλειστικά τη συγκεκριμένη περίοδο -εδώ από το 1750 έως σήμερα-, και άρα ποτέ άλλοτε στην επί 4,5 δισεκατομμύρια χρόνια ιστορία της Γης και του Κλίματος της.
Παρά το μη επιστημονικά αποδεδειγμένο δεδομένο όμως, είναι χαρακτηριστικό ότι σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα στη χώρα μας, 9 στους 10 θεωρούν ότι η κλιματική αλλαγή οφείλεται κυρίως στον ανθρώπινο παράγοντα.
Στο σημείο αυτό, αξίζει να επισημανθεί ότι οι μετρήσεις της αύξησης της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη ελέγχονται ως προς την αξιοπιστία και εγκυρότητα τους– συνθήκες απαραίτητες στο πλαίσιο επιστημονικών ερευνών- καθώς εξαρτώνται από τις μεθόδους, τα όργανα και τους τόπους λήψης τους. Είναι προφανές ότι όλα αυτά έχουν πλήρως μεταβληθεί κατά τη διάρκεια λήψης δεδομένων, ήδη από τις αρχές του περασμένου αιώνα.
Το μόνο βέβαιο σε όλη αυτή την ιστορία, εάν όντως υφίσταται υπερθέρμανση και κλιματική απειλή από τις ανθρωπογενείς εκπομπές CO2, είναι ότι οι βιομηχανικές κατασκευές μετατροπής Αιολικής και Ηλιακής Ενέργειας σε Ηλεκτρική, αδυνατούν να πραγματοποιήσουν τόσο τους στόχους της Συμφωνίας του Παρισιού, όσο και του «Green Deal».
Αυτό σχετίζεται με τις απώλειες, τη μικρή ενεργειακή απόδοση, τη τυχαιότητα στην παραγωγή (Random-Stochastic) Ηλεκτρικής Ενέργειας, την αναγκαιότητα σε πρώτες ύλες κατασκευής αλλά και την αναγκαιότητα ύπαρξης είτε θερμικών μονάδων υποστήριξης βάσης για την ευστάθεια του συστήματος, είτε μονάδων αποθήκευσης της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειες, μπαταριών δηλαδή σε μέγεθος ολόκληρων πεδιάδων.
Τρανή απόδειξη αυτού, ότι δηλαδή το γιγάντιο εγχείρημα της απαλλαγής από τα Ορυκτά Καύσιμα έως το 2050 δια των ΑΠΕ του «Green Deal» δεν έχει κάποια σοβαρή πιθανότητα επιτυχίας, αποτελούν τα τεράστια ποσά που επενδύονται στο πρωτοποριακό πρόγραμμα ITER στη Γαλλία που αφορά τη σύντηξη Υδρογόνου (Η2), τη μόνη βιώσιμη μελλοντικά, εναλλακτική επιλογή έναντι των ορυκτών καυσίμων, με τη συμμετοχή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, κρατών της ΕΕ, των ΗΠΑ, της Ινδίας, της Κίνας, της Ρωσίας, της Κορέας.
Εδώ αξίζει να επισημάνουμε με απόλυτη σαφήνεια ότι κανενός είδους ενέργεια δεν μπορεί να είναι αμιγώς πράσινη, όπως λανθασμένα αναφέρεται. Όλες οι μετατροπές σε Ηλεκτρική ή Κινητική ενέργεια σημαίνει εκμετάλλευση φυσικών πόρων και επίδραση στο φυσικό περιβάλλον. Ούτε ακόμη και η παραγόμενη ενέργεια των Υδρο-Ηλεκτρικών συστημάτων ή της Σύντηξης υδρογόνου (Η2), που είναι το «μέλλον» στο ενεργειακό πεδίο, δε συνιστούν αμιγώς πράσινη ενέργεια.
Ωστόσο, ειδικά όσον αφορά τη σύντηξη Υδρογόνου (Η2), αυτή θα μπορέσει να καλύψει τις ολοένα αυξανόμενες ανάγκες ενός παγκόσμιου, αναπτυσσόμενου Ενεργειακού/Ηλεκτρικού πολιτισμού, χωρίς αύξηση των εξορύξεων υδρογονανθράκων αλλά και πρώτων υλών, όπως συμβαίνει, αν και συχνά αποσιωπάται, με τις ΑΠΕ.
Και ερχόμαστε στο πεδίο της Πολιτικής. Εδώ η αναπόδεικτη εικασία -με τη μαθηματική έννοια- ευρείας αλλά όχι καθολικής παραδοχής περί «κλιματικής αλλαγής», παντρεύεται με μια κυρίαρχη πολιτική επιλογή.
Η πολιτική αυτή επιλογή αποσκοπεί στην επανεκκίνηση της Οικονομίας των ισχυρών βιομηχανικών χωρών της ΕΕ που βρίσκονται σε στασιμότητα μετά το 2008 και που τώρα επλήγησαν έτι περαιτέρω από την ύφεση της πανδημίας.
Εξ ου και η επίσπευση και ένταση των πολιτικών αποφάσεων, όπως:
- πρώτον, στόχευση του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας της ΕΕ κυρίως προς τις ΑΠΕ,
- δεύτερον, επιβολή νομικού πλαισίου με τους κλιματικούς νόμους σε ΕΕ και χώρες
- τρίτον, αύξηση του επιτρεπτού ορίου εκπομπής CO2 έως το 2030, σε 55% από 40%, με αποτέλεσμα τη πρόσφατη έκρηξη των τιμών αγοράς δικαιώματος CO2 στο χρηματιστήριο ρύπων και την ανάλογη αύξηση της τιμής του ρεύματος στη χοντρεμπορική, εξέλιξη που θα συνεχίσει να συμβαίνει με την περαιτέρω διείσδυση των ΑΠΕ.
Είναι επίσης χαρακτηριστικό το γεγονός ότι τα «παρκαρισμένα» κεφάλαια πολλών τρισεκατομμυρίων του χρηματοπιστωτικού τομέα αλλάζουν πολιτική επενδύσεων και προσανατολίζονται πλέον σε χαμηλού ρίσκου και άμεσης απόδοσης επενδύσεις, με κρατικές επιδοτήσεις σε «παλιές» τεχνολογίες, όπως είναι οι ΑΠΕ.
Στο πλαίσιο αυτό, είναι ενδεικτική η δήλωση αρχές του 2020, του Λ. Φινκ, CEO της BlackRock με χαρτοφυλάκιο 7 τρισεκατομμύρια δολάρια, «Κάντε πράσινες επενδύσεις αν θέλετε τα λεφτά μας».
Αντιστοίχως, και οι εταιρείες Πετρελαιοειδών επενδύουν τεράστια ποσά στις ΑΠΕ με μεγάλη επιτυχία σε διεθνείς διαγωνισμούς εγκατάστασης Αιολικών Πάρκων, όπως τα νέα Φαραωνικά Θαλάσσια της Αγγλίας.
Συνεπώς επί της ουσίας μιλάμε για αναπροσανατολισμό του μεγάλου διεθνούς κεφαλαίου, από τα Ορυκτά Καύσιμα προς τις ΑΠΕ για καλύτερη διασφάλιση των επενδύσεων τους.
Αυτό προφανώς, συνιστά πολιτική επιλογή και είναι πολιτικό ζήτημα το αν κάποιος τάσσεται υπέρ ή κατά. Ωστόσο, η κυριαρχία του στο δημόσιο διάλογο με «θρησκευτική ευλάβεια», αν και με τον μανδύα της «επιστήμης», θα πρέπει να αποσαφηνιστεί.
Στην Ελλάδα οι συνέπειες της εφαρμογής αυτής της πολιτικής που έχει ενταθεί λόγω και της ύφεσης της πανδημίας, σηματοδοτούν την ενεργειακή απίσχναση της χώρας και την εξάρτηση της από το εισαγόμενο Φυσικό Αέριο.
Οι εν λόγω πολιτικές αφορούν μεταξύ άλλων και στην ιδιωτικοποίηση καίριων ενεργειακών υποδομών, στην άναρχη και χωρίς κανόνες χωροθέτηση των ΑΠΕ, στην πρώιμη απολιγνιτοποίηση λόγω τεράστιου κόστους αγοράς CO2, εφ όσον δεν εφαρμόστηκαν αντιρρυπαντικές τεχνολογίες αλλά και στη μετατροπή της υπερσύγχρονης Πτoλεμαίδας V σε μονάδα φυσικού αερίου.
Αν θέλουμε επομένως, να μιλήσουμε για πραγματική μετάβαση με όρους προοδευτικής πολιτικής στη χώρα μας, που θα λαμβάνει σοβαρά υπόψη την προστασία του περιβάλλοντος, θα πρέπει μεταξύ άλλων να σχεδιάσουμε πολιτικές για σύγχρονες αντιρρυπαντικές τεχνολογίες, για ήπιες μορφές παραγωγής, για καλύτερα βιολογικά τρόφιμα, για προστασία και αποκατάσταση των ζημιών στο περιβάλλον από φυσικές καταστροφές και την ανθρώπινη παρέμβαση, για υποδομές αποχέτευσης και ύδρευσης με την ελάχιστη δαπάνη φυσικών πόρων και για οικονομία κλίμακας στη κατανάλωση ενέργειας.
Θα πρέπει να μιλήσουμε για το νέο προοδευτικό σχέδιο για την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, για τη Νέα Οικονομία της Υψηλής Τεχνολογίας, της Βασικής Σωματιδιακής Έρευνας, της Κοσμολογίας, των σύνθετων Logistics και κυρίως της Τεχνητής Νοημοσύνης, που θα εκτοξεύσουν την αποτελεσματικότητα των ανωτέρω σε πρωτοφανή ύψη.
*Γιάννης Βαμβακάς, Μαθηματικός-Στατιστικολόγος με μεταπτυχιακές σπουδές στη Γαλλία, Μέλος ΚΕΑ ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία.
*Κατερίνα Μαμώλη, Πολιτική Επιστήμων, επικοινωνιολόγος με μεταπτυχιακές σπουδές στη Μεγάλη Βρετανία, μέλος ΚΕΑ ΣΥΡΙΖΑ -Προοδευτική Συμμαχία
*Στέφανος Τζουμάκας ,Πρώην Υπουργός, μέλος του Πολιτικού Συμβουλίου ΣΥΡΙΖΑ -Προοδευτική Συμμαχία