Μετά το σκάνδαλο των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων του αρχηγού κοινοβουλευτικού Κόμματος, καθώς και δημοσιογράφων, τέθηκε έντονα το ζήτημα της « νομιμότητας» της άρσης του απορρήτου της επικοινωνίας, καθώς και της καταστρατήγησης του Συντάγματος, υπό το πρόσχημα του κινδύνου της Εθνικής ασφάλειας.
Το Σύνταγμα προστατεύει το δικαίωμα του απορρήτου της επικοινωνίας, ως απόλυτα απαραβίαστο και προβλέπει ότι νόμος ορίζει τις εγγυήσεις υπό τι οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων. (αρθ.19 παρ.1 Συντάγματος).
Με το Ν. 2225/1994 ορίζονται οι προϋποθέσεις για την άρση του απορρήτου. Στο άρθρο 3 του νόμου (άρση για λόγους εθνικής ασφάλειας) η αίτηση υποβάλλεται προς τον Εισαγγελέα Εφετών ή τον Εισαγγελέα, που έχει αποσπασθεί στην αιτούσα αρχή (στην ΕΥΠ). Η χορηγούσα την έγκριση διάταξη του Εισαγγελέα, με βάση το άρθρο 5 παρ.1 του ιδίου νόμου, πρέπει να περιέχει τη δημόσια αρχή που ζητά την επιβολή της άρσης, τον σκοπό της επιβολής, τα μέσα επικοινωνίας, επί των οποίων επιβάλλεται και την χρονική διάρκεια.
Στο άρθρο 4 του νόμου, αναφέρονται, κατά τρόπο λεπτομερή και περιοριστικά, τα αδικήματα (μεταξύ των οποίων και όλα τα άρθρα του Ποινικού Κώδικα, που αφορούν τη δημόσια ασφάλεια και δημόσια τάξη -αρθ.134 έως 200-) για την διακρίβωση των οποίων είναι επιτρεπτή η άρση του απορρήτου της επικοινωνίας, με διάταξη του αρμοδίου Δικαστικού Συμβουλίου, μετά από αίτηση του Εισαγγελέα ή του Ανακριτή, που διενεργεί την προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση ή κυρία ανάκριση αντίστοιχα ή σε επείγουσες περιπτώσεις, από τους τελευταίους (ανακριτή ή εισαγγελέα), οι οποίοι, όμως, υποχρεούνται, να εισάγουν το ζήτημα στο Δικαστικό Συμβούλιο, εντός 3 ημερών.
Με βάσει το αρθ. 5 παρ. 2,του ιδίου ως άνω νόμου, η χορηγούσα την έγκριση διάταξη του Εισαγγελέα, στη δεύτερη αυτή περίπτωση , πρέπει να περιέχει, επί πλέον των στοιχείων της προηγούμενης παραγράφου, το όνομα του προσώπου, εις βάρος του οποίου επιβάλλεται το μέτρο και την αιτιολογία της επιβολής αυτού.
Προκύπτει, επομένως, ότι οι εγγυήσεις(νομικές και δικαστικές) για την άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας είναι εμφανώς πολύ περιορισμένες σε σχέση με εκείνες για την άρση του απορρήτου προς διακρίβωση σοβαρών εγκλημάτων. Αποτέλεσμα αυτού είναι ότι αφήνεται το περιθώριο, για να γίνεται καταστρατήγηση του νόμου από κάποιους, οι οποίοι κάνουν ερμηνεία, κατά τρόπο ευρύ, αυθαίρετο και καταχρηστικό του όρου «δημόσια ασφάλεια». Και στην συνέχεια, ενδύοντας τις αυθαίρετες και καταχρηστικές αυτές ενέργειες τους, με τον μανδύα της «νομιμοφάνειας», δηλαδή με την έγκριση από τον Εισαγγελέα της άρσης του απορρήτου, εμφανίζουν ως «νόμιμη» την επιβολή του μέτρου.
Πρέπει να επισημανθεί ότι οι περιορισμένες αυτές εγγυήσεις, ως προς την άρση του απορρήτου για λόγους δημόσιας ασφάλειας, συρρικνώθηκαν ακόμη περισσότερο, όταν, με πρόταση του Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης Παν. Πικραμένου και του Υπουργού Δικαιοσύνης Κ. Τσιάρα, ψηφίστηκε, (31-3-2021), με τροπολογία, το αρθ.87 παρ.1 του Ν.4790/2021, με το οποίο καταργήθηκε η δυνατότητα γνωστοποίησης της παρακολούθησης, μετά το πέρας αυτής, στον ενδιαφερόμενο, στην περίπτωση της άρσης του απορρήτου για λόγους δημόσιας ασφάλειας, όπως μέχρι τότε ίσχυε με βάση το αρθ. 5 παρ. 9 του Ν. 2225/1994 .
Και παρέμεινε η δυνατότητα αυτή μόνο για την περίπτωση της άρσης, για διακρίβωση σοβαρών εγκλημάτων. Και μάλιστα, στη διάταξη αυτή δόθηκε αναδρομική ισχύ και η απαγόρευση γνωστοποίησης καταλαμβάνει και όλες τις παρακολουθήσεις που έγιναν στο παρελθόν. Δικαιολογημένα σχολιάζεται η διάταξη αυτή ως άκρως ύποπτη, δεδομένου ότι είχε προηγηθεί η καταγγελία του δημοσιογράφου Κουκάκη, για παρακολούθηση των επικοινωνιών του και το αίτημα αυτού, προς την ΑΔΑΕ, για γνωστοποίηση της παρακολούθησης.
Πρέπει, επίσης, να επισημανθεί, ότι ο Εισαγγελέας αποσπάται, με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, στην ΕΥΠ για να ελέγχει τη νομιμότητα των ενεργειών της εν λόγω Δημόσιας Αρχής. Αυτός είναι ο θεσμικός του ρόλος και η αποστολή του. Επιβάλλεται, επομένως, να ασκεί τα καθήκοντά του στη θέση αυτή με ιδιαίτερη προσοχή, να ελέγχει τη σοβαρότητα του κινδύνου εθνικής ασφάλειας και τις ενδείξεις, που επικαλείται η αιτούσα αρχή και να λαμβάνει πάντοτε υπόψη την αρχή της αναλογικότητας και της αναγκαιότητας.
Όταν δε πρόκειται για βουλευτή (ή Ευρωβουλευτή, ο οποίος, σε εθνικό επίπεδο, έχει τη νομική προστασία του βουλευτή) πρέπει να λαμβάνει υπόψη ότι αυτός πέραν της προστασίας του αρθ.19 παρ.1 του Συντάγματος, έχει και αυξημένες εγγυήσεις και δικαιώματα, ως προς τις πληροφορίες που περιέχονται ή δίδονται από αυτόν, κατά την άσκηση των καθηκόντων του, σύμφωνα με το άρθρο 61 παρ.3 του Συντάγματος.
Σχετικά με το πρόσφατο μείζον θεσμικό ζήτημα της άρσης του απορρήτου της επικοινωνίας του Προέδρου Κοινοβουλευτικού Κόμματος (ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ) και Ευρωβουλευτή Νικ. Ανδρουλάκη, παραμένει άκρως εκτεθειμένη η Κυβέρνηση και ο Πρωθυπουργός, στην άμεση εποπτεία του οποίου έχει υπαχθεί η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΕΥΠ) με διάταξη νόμου, που ψήφισε η παρούσα Κυβερνητική πλειοψηφία, αμέσως μετά την ανάληψη της Διακυβέρνησης της χώρας (Π.Δ 81/2019 ,8-7-2019).
Υποχρεούται, επομένως, να καταθέσει στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, την αίτηση της Δημόσιας Αρχής που ζήτησε την άρση του απορρήτου και την διάταξη της εισαγγελέως, η οποία, σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθ.5 παρ.1 Ν.2225/1994, πρέπει να περιέχει τον σκοπό της επιβολής του μέτρου.
Δεν μπορούμε, επίσης, να παραβλέψουμε ότι και η αποσπασμένη στην ΕΥΠ εισαγγελέας, η οποία χορήγησε την άδεια της άρσης του απορρήτου, εμφανιζόμενη στην ως άνω Επιτροπή της Βουλής, θα πρέπει, προς άρση των εναντίον της εκφραζομένων αιτιάσεων, να εξηγήσει ποιοι ήταν οι λόγοι και οι σοβαρές ενδείξεις, οι οποίες έκρινε ότι συνέτρεχαν, για να εκδώσει την σχετική διάταξή της, που αφορούσε τον συγκεκριμένο Ευρωβουλευτή και υποψήφιο (τότε) Πρόεδρο Κοινοβουλευτικού Κόμματος και με βάση την οποία η Κυβέρνηση εμφανίζει την εν λόγω παρακολούθηση ως νόμιμη.
Καταλήγοντας, θα πρέπει να τονισθεί ότι το μεν Κράτος οφείλει να νομοθετεί, καθορίζοντας ένα νομοθετικό πλαίσιο, που θα αποτρέπει, κατά το δυνατόν, τις καταχρήσεις και τις παρανομίες, σχετικά με την άρση απορρήτου των επικοινωνιών, το οποίο (απόρρητο) είναι ατομικό δικαίωμα, που προστατεύεται από το Σύνταγμα και από την ΕΣΔΑ (αρθ.10) και τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (αρθ….)
Οι δε Δημόσιες Αρχές οφείλουν να ενεργούν σύμφωνα με τη νομιμότητα και η Δικαστική Εξουσία οφείλει να ελέγχει τη συνταγματικότητα και την νομιμότητα των ενεργειών αυτών, σύμφωνα με το θεσμικό της καθήκον, ώστε να μην δημιουργείται η εντύπωση στους πολίτες ότι «διευκολύνει» τις παράνομες ενέργειες της Δημόσιας Διοίκησης και της Εκτελεστικής Εξουσίας.
Επιβάλλεται, επομένως, να υπάρξουν άμεσα τροποποιήσεις στο νομοθετικό πλαίσιο των εγγυήσεων, σχετικά με την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών. Το Κράτος πρέπει να προστατεύει τη δημόσια ασφάλεια, πλην όμως, τα μέσα με τα οποία αυτή διασφαλίζεται, δεν μπορεί να θίγουν υπέρμετρα τα ατομικά δικαιώματα.
Πρέπει:
► 1) Με την τροποποίηση – συμπλήρωση του άρθ.5 παρ.1 Ν.2225/1994, να περιέχεται υποχρεωτικά στην εισαγγελική διάταξη, που χορηγεί την άδεια για λόγους εθνικής ασφάλειας α) το ονοματεπώνυμο και η ιδιότητα του προσώπου, κατά του οποίου επιβάλλεται το μέτρο και β) η αιτιολογία (οι λόγοι και οι σοβαρές ενδείξεις) για την επιβολή του μέτρου.
► 2) Να επανέλθει η δυνατότητα (ή και η υποχρέωση) της γνωστοποίησης από την ΑΔΑΕ της παρακολούθησης για λόγους δημόσιας ασφάλειας, μετά από αίτημα του ενδιαφερομένου, (με τροποποίηση – συμπλήρωση της διάταξης του αρθ. 5 παρ. 9 Ν. 2225/1994 και με αναδρομική ισχύ της εν λόγω διάταξης, ώστε να μπορέσουν να λάβουν γνώση και τα πρόσωπα, εις βάρος των οποίων επιβλήθηκε το μέτρο, μετά την κατάργηση της εν λόγω δυνατότητας γνωστοποίησης, με το αρθ. 87 παρ. 1 Ν. 4790/31-3-2021).
Εξάλλου, η τελευταία αυτή διάταξη είναι αντισυνταγματική, δεδομένου ότι το δικαίωμα του πολίτη προς πληροφόρηση προστατεύεται από το Σύνταγμα (αρθ.5 Α παρ.1) και από το Ευρωπαϊκό Δίκαιο (το δικαίωμα ενημέρωσης του υποκειμένου των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (οδηγία ΕΕ2016/680, αρθ. 13 και 14)
Οι παράνομες ή οι νομιμοφανείς παρακολουθήσεις, η παραβίαση του απορρήτου των επικοινωνιών και της ιδιωτικής ζωής του ατόμου δημιουργούν μείζον θεσμικό ζήτημα και κλονίζουν το Κράτος Δικαίου και την Δημοκρατία.