Η Βρετανία υπέστη 40 χρόνια παρακμή εξαιτίας αυτής της προβληματικής οικονομικής θεωρίας περί διάχυσης του πλούτου προς τα κάτω. Θα τη θάψει επιτέλους ο Κιρ Στάρμερ μια και καλή;
Αν ο «μίνι προϋπολογισμός» του Κουάζι Κουάρτενγκ επιβιώσει από τη θύελλα που προκάλεσε, ένας τραπεζίτης με ετήσιο εισόδημα ενός εκατομμυρίου λιρών θα λάβει φορολογική ελάφρυνση ύψους 50.000 λιρών – πέρα από τα επιπλέον μπόνους που ενδέχεται να προσφέρει η τράπεζα, τώρα που η κυβέρνηση Λιζ Τρας κατήργησε το πλαφόν. Οι εργαζόμενοι στο delivery απ’ την άλλη, το μόνο που λαμβάνουν είναι λογύδρια για το πόσο χειραφετητικό είναι το να φιλοδοξούν να γίνουν πλούσιοι, πιθανώς ως κίνητρο για να κάνουν πιο έντονα πετάλι. Αυτή είναι η κεντρική ιδέα που διέπει την αναπτυξιακή στρατηγική της κυβέρνησης ή, σύμφωνα με τον πρώην υπουργό Brexit Ντέιβιντ Φροστ, το αντίδοτο της κυβέρνησης στη στασιμότητα και στην ηττοπάθεια.
Παρότι μπαίνουμε στον πειρασμό να επισημάνουμε την προφανή αναλογία μεταξύ ιδεών-ζόμπι όπως η ανάπτυξη μέσω διάχυσης του πλούτου και της κλασικής ταινίας τρόμου Νύχτα των ζωντανών νεκρών, μια πιο κατάλληλη αντιμετώπιση δεδομένης της σοβαρότητας της κατάστασης είναι να ακολουθήσουμε τα επιπλέον χρήματα του τραπεζίτη. Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι ο τραπεζίτης θα τα επενδύσει, δίνοντας έτσι ώθηση στην ανάπτυξη. Αν δεν ήταν κραυγαλέο ψέμα, θα μπορούσε να το δει κανείς ως ένα συγκινητικό παράδειγμα αβάσιμης πίστης. Αλλά σε αντίθεση με τους αρτοποιούς, τους κρεοπώλες και τους ζυθοποιούς του Άνταμ Σμιθ, οι οποίοι θα επένδυαν τυχόν περισσευούμενα μετρητά για να μπορέσουν να προσφέρουν περισσότερο και καλύτερο ψωμί, κρέας και μπίρα, ο τραπεζίτης θα αγοράσει συμμετοχή σε κάποιο fund, το οποίο με τη σειρά του θα αγοράσει μετοχές, παράγωγα και ομόλογα.
Αυτοί οι αποδέκτες των επιπλέον χρημάτων του τραπεζίτη είναι γνωστό παλαιόθεν ότι δεν συνηθίζουν να επενδύουν στην πραγματική παραγωγική οικονομία. Και γιατί άλλωστε να το κάνουν, τη στιγμή που οι μάζες δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να αγοράσουν νέα προϊόντα υψηλής αξίας; Αντίθετα, οι μεγάλες επιχειρήσεις χρησιμοποιούν όποια κεφάλαια τύχει να έχουν στη διάθεσή τους είτε για να επαναγοράσουν δικές τους μετοχές (με σκοπό να ενισχύσουν την τιμή της μετοχής και, κατά συνέπεια, τα μπόνους τους) είτε για να κερδοσκοπήσουν στην αγορά παραγώγων ή στα ακίνητα. Το βρόμικο μυστικό πίσω από την ιδέα-ζόμπι περί διάχυσης μέρους του συσσωρευμένου πλούτου προς τα κάτω, γνωστή ως trickle-down economics, είναι ότι μόνο ένα πράγμα μπορεί να αποτρέψει τον φαύλο χρηματοπιστωτικό κύκλο από το να ξεφύγει από κάθε έλεγχο: το ότι είναι στο χέρι της κυβέρνησης (και ενίοτε της κεντρικής τράπεζας) να τον τροφοδοτεί.
Η Μάργκαρετ Θάτσερ, η οποία είναι δήθεν το είδωλο της Λιζ Τρας, κατάλαβε αυτό το βρόμικο μικρό μυστικό. Πήρε το σκληρό μάθημα ότι οι φοροελαφρύνσεις των πλουσίων απλώς μετέφεραν εισοδήματα στην άρχουσα τάξη χωρίς να αποφέρουν αναπτυξιακά μερίσματα. Για να επιδείξουν οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές της μια επίφαση ανάπτυξης, έπρεπε να ταΐσει τον φαύλο χρηματοοικονομικό κύκλο με δημόσιο πλούτο που προϋπήρχε: συγκεκριμένα, τις εργατικές κατοικίες και τις δημόσιες επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας (φυσικό αέριο, ηλεκτρικό ρεύμα, νερό). Εν ολίγοις, οι πολιτικές της Θάτσερ ενίσχυσαν την ανάπτυξη όχι επειδή λειτούργησε η trickle-down διάχυση του πλούτου προς τα κάτω, αλλά επειδή τμήματα του κοινού πλούτου της κοινωνίας ρευστοποιήθηκαν κοψοχρονιά και ρίχτηκαν στο καζάνι του Σίτι.
Το επιχειρηματικό μοντέλο της Θάτσερ για το Ηνωμένο Βασίλειο παραμένει λίγο πολύ απαράλλακτο έκτοτε. Μολονότι η τελευταία κυβέρνηση των Εργατικών χρησιμοποίησε τα έσοδά της από τη φορολόγηση του Σίτι για να χρηματοδοτήσει το εθνικό σύστημα υγείας και τις κοινωνικές υπηρεσίες, η παραγωγική κεφαλαιακή βάση της χώρας συνέχισε να συρρικνώνεται. Ο Τόνι Μπλερ και ο Γκόρντον Μπράουν όχι μόνο διατήρησαν τον κύκλο χρηματιστικοποίησης τον οποίο είχε ξεκινήσει η Θάτσερ, αλλά τον ενίσχυσαν περαιτέρω με δύο τρόπους: αίροντας όλους τους εναπομείναντες κανονιστικούς περιορισμούς στο Σίτι και ρίχνοντας στην κυκλική ροή του τα έσοδα από τις απορρυθμισμένες δημόσιες υπηρεσίες.
Ώσπου, το 2008, υπό το βάρος της ύβρεως, ο φαύλος κύκλος της χρηματιστικοποίησης ως γνωστόν κατέρρευσε με πάταγο. Αμέσως, η Τράπεζα της Αγγλίας έσπευσε να ενώσει δυνάμεις με την κυβέρνηση για να την κρατήσει στη ζωή. Σε αυτό το έξοχο παράδειγμα σοσιαλισμού αποκλειστικά για τραπεζίτες, ο Τζορτζ Όσμπορν πρόσθεσε λιτότητα για τους πολλούς, η οποία, πιέζοντας περαιτέρω τη συνολική ζήτηση, εξάλειψε όποια ώθηση είχε απομείνει προς πραγματικές επενδύσεις στην παραγωγική βάση της Βρετανίας.
Τέσσερις δεκαετίες μετά την έναρξη του νεοφιλελεύθερου πειράματος, τα στοιχεία μιλάνε μόνα τους: η θεωρία περί διάχυσης των οικονομικών οφελών είναι ένα επικίνδυνο παραμύθι. Η ανάπτυξη στην πραγματικότητα έχει ανοσία στους ανώτατους συντελεστές φόρου εισοδήματος. Ο Πολ Κρούγκμαν έδειξε πρόσφατα ότι ούτε οι φορολογικές περικοπές του Ρόναλντ Ρέιγκαν ούτε οι αυξήσεις φόρων του Μπιλ Κλίντον επηρέασαν σημαντικά την εισοδηματική πορεία των ΗΠΑ. Ομοίως, στο Ηνωμένο Βασίλειο τα δεδομένα διαλύουν την πεποίθηση των Συντηρητικών ότι η Θάτσερ έβαλε τη χώρα σε μια γενναία νέα τροχιά προς υψηλότερη ανάπτυξη. Διαπιστώνουμε ότι το 1979 η παραγωγή ανά ώρα εργασίας στη Βρετανία υπολειπόταν έναντι της Γαλλίας και της Γερμανίας κατά 17% και 18% αντίστοιχα. Μήπως όμως κάλυψε το έδαφος μετά από τέσσερις δεκαετίες εφαρμογής φορολογικών πολιτικών trickle-down και διάφορων μέτρων απορρύθμισης, κάτι που δεν συνέβη ποτέ στη Γαλλία; Όχι, το 2019 η διαφορά παραγωγικότητας του Ηνωμένου Βασιλείου τόσο σε σχέση με τη Γαλλία όσο και σε σχέση με τη Γερμανία παρέμεινε στα ίδια επίπεδα.
Από αυτή την ιστορική θεώρηση, η πρόσφατη σφοδρή αντίδραση κατά της Λιζ Τρας φαντάζει σχεδόν άδικη. Βέβαια, η νέα πρωθυπουργός και ο υπουργός Οικονομικών της έκαναν μνημειώδη γκάφα. Παρ’ όλα αυτά, είναι υποκρισία εκ μέρους των επικριτών της Τρας να προσπαθούν να της φορτώσουν τις αμαρτίες ενός επιχειρηματικού μοντέλου θατσερικής έμπνευσης, το οποίο τροποποιήθηκε από τον Μπλερ, ενισχύθηκε από τον Όσμπορν, υπονομεύτηκε από το Brexit και παραμελήθηκε από τον Μπόρις Τζόνσον. Το λάθος απειρίας της κακότυχης νέας πρωθυπουργού ήταν ότι προσπάθησε να νικήσει τον Ρίσι Σούνακ (εγκαταλείποντας παράλληλα την ατζέντα «ανύψωσης της χώρας» του Τζόνσον) επιστρατεύοντας… θατσερισμούς. Μόνο που, καθώς δεν είχε την πρόσβαση της Θάτσερ σε άφθονα δημόσια περιουσιακά στοιχεία για να τα διοχετεύσει στον χρηματοοικονομικό τομέα, και με την Τράπεζα της Αγγλίας να είναι τόσο φρικαρισμένη με τον πληθωρισμό ώστε να αρνείται να τυπώσει περισσότερο χρήμα για να αναζωογονήσει τη χρηματιστικοποίηση, η Τρας κατέληξε να προσπαθεί να πετύχει το ακατόρθωτο: να κάνει ριγκανισμούς, αλλά χωρίς το ισχυρό δολάριο για στήριξη.
Το πρόβλημα με τις ιδέες-ζόμπι που αρνούνται να πεθάνουν είναι ότι, μόλις επανεμφανιστούν, ενθαρρύνουν την ανάσταση κι άλλων θανατηφόρων απέθαντων ιδεών. Υπάρχουν ήδη ενδείξεις ότι ο Κουάρτενγκ, αντί να σκοτώσει το ζόμπι που λέγεται trickle-down, θα αναβιώσει το ζόμπι που λέγεται λιτότητα. Το Ηνωμένο Βασίλειο, που αρνείται να καταλάβει ότι οι φορολογικές περικοπές δεν δημιουργούν ποτέ ανάπτυξη και η λιτότητα δεν ανακόπτει ποτέ τον ρυθμό αύξησης του δημόσιου χρέους, είναι γραφτό να παραμείνει στοιχειωμένο από αυτά τα δύο ζόμπι για άλλα δύο χρόνια. Το θετικό της υπόθεσης είναι ότι τα Trussonomics έχουν σχεδόν εγγυηθεί την ήττα των Τόριδων στις επόμενες εκλογές. Και μετά; Άραγε οι Εργατικοί του Κιρ Στάρμερ έχουν κάποιο σχέδιο για να σπάσουν τον φαύλο κύκλο της ιδιοποίησης πλούτου με κρατική υποστήριξη και επίκεντρο το Σίτι; Το μέλλον του Ηνωμένου Βασιλείου, αλλά και κάθε ελπίδα να ανατραπούν περιττές ζημίες τεσσάρων δεκαετιών, θα εξαρτηθεί από αυτό.
*Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο news247 και αποτελεί απόδοση του άρθρου του Γιάνη Βαρουφάκη στον Guardian με τίτλο “Trickle-down Truss is carrying on the dirty work of Thatcher, Blair and Osborne“