Αντισυμβατικός, ταλαντούχος, ιδεολόγος και αναμφισβήτητα από τους σημαντικότερους ηθοποιούς της μεταπολεμικής γενιάς, ο Βασίλης Διαμαντόπουλος γεννήθηκε σαν σήμερα στον Πειραιά πριν από 102 χρόνια. Σπούδασε αρχικά στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και στη συνέχεια στις δραματικές σχολές του Εθνικού Θεάτρου και του Θεάτρου Τέχνης.
από τη Μυρτώ Τζώρτζου
Βασίλης Διαμαντόπουλος: Στο Θέατρο Τέχνης έκανε την πρώτη του εμφάνιση το 1942 παίζοντας με το δάσκαλό του Κάρολο Κουν στην «Αγριόπαπια» του Ίψεν, την πρώτη παράσταση του Θεάτρου Τέχνης στο οποίο παρέμεινε μέχρι το 1949 ερμηνεύοντας περί τους τριάντα πρωταγωνιστικούς ρόλους σε έργα των Πιραντέλο, Ίψεν, Τσέχοφ, Ο’Νιλ, Ξενόπουλου και άλλων.
Στη συνέχεια συνεργάστηκε με το θίασο της Κατερίνας στη «Νίνα» του Ρουσέν και το καλοκαίρι του 1950 προσελήφθη στο Εθνικό Θέατρο. Το 1953-54 συγκροτεί προσωπικό θίασο και ανεβάζει το «Εκατομμυριούχοι της Νάπολης» του Ντε Φιλίπο πάλι με σκηνοθέτη τον Κουν και το «Ο άνθρωπος, το κτήνος και η αρετή» του Πιραντέλο.
Επανέρχεται στο Εθνικό Θέατρο το 1956 και συμμετέχει στις παραστάσεις «Χειμωνιάτικο παραμύθι» του Σέξπιρ, «Εκκλησιάζουσες» του Αριστοφάνη, «Η ηδονή της τιμιότητας» του Πιραντέλο, «Η άμαξα» του Μεριμέ, «Βασιλιάς Ληρ» και «Οθέλος» του Σέξπιρ.
Το 1958 είναι έτος – σταθμός στην καριέρα του. Ιδρύει το «Νέο Θέατρο», που εγκαινιάζει το σημερινό θέατρο «Αλάμπρα» και λειτουργεί έως το 1966 με πρωταγωνίστρια την τότε σύντροφό του Μαρία Αλκαίου.
Για τη συνεισφορά του στο θέατρο, τιμήθηκε με το «Χρυσό Σταυρό Γεωργίου Ά». Ήταν ο πρώτος ηθοποιός που εμφανίστηκε ζωντανά στην ελληνική τηλεόραση από το κρατικό φορέα της ΕΙΡ το 1966, με το μονόπρακτο του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Αυτός και το παντελόνι του».
Στη δικτατορία αυτοεξορίζεται στο Παρίσι. Επιστρέφει στην Ελλάδα το 1970. Αρχικά συνεργάζεται με το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος (ΚΒΘΕ) και αργότερα με το «Θέατρο Σάτιρα» του Γιώργου Μιχαλακόπουλου, στου οποίου την ίδρυση συμμετείχε και ο ίδιος. Εκείνη την εποχή ο Διαμαντόπουλος είχε την ιδέα μιας τηλεοπτικής σειράς, την οποία μετέδωσε στον συγγραφέα Κώστα Μουρσελά και έτσι γράφτηκαν τα κείμενα της σειράς «Εκείνος κι Εκείνος», που παρουσιάστηκε στην τηλεόραση το 1972. Το δίδυμο του Λουκά (Βασίλης Διαμαντόπουλος) και του Σόλωνα (Γιώργος Μιχαλακόπουλος), αγαπήθηκε, εν μέσω δικτατορίας, και οι ηθοποιοί έγιναν σύμβολα.
Το 1993 ιδρύει το «Σύγχρονο Θέατρο» και ανεβάζει την «Ανάκριση» του Πέτερ Βάις. Εκεί έπαιξε και τον τελευταίο του ρόλο στο θέατρο. Επίσης έπαιξε σε 21 ταινίες, και σε αρκετές τηλεοπτικές σειρές.
Με τη Φίνος Φιλμ ξεκίνησε τη συνεργασία του το 1949 με την ταινία «Τελευταία Αποστολή», η οποία αποτέλεσε και την πρώτη συμμετοχή της Ελλάδας στο κινηματογραφικό Φεστιβάλ των Καννών (1951).
Ο Βασίλης Διαμαντόπουλος υπήρξε ενεργό μέλος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών (ΣΕΗ) και είχε αναπτύξει συνδικαλιστική και πολιτική δραστηριότητα στο χώρο του ΚΚΕ. Ο ίδιος έχει πει σε συνέντευξή του στο Ριζοσπάστη:«Εγώ ευτυχώς δεν έχω πάψει να ονειρεύομαι. Δεν έχω πάψει να θέλω. Βέβαια αυτό κοστίζει κόπους, διαψεύσεις. Όμως αυτό δε με πειράζει. Το να αγωνίζεται κανείς είναι κι αυτό μια ηδονή».
Το 1981 έλαβε το βραβείο Α’ Ανδρικού στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για την αξέχαστη ερμηνεία του στο «Μάθε παιδί μου γράμματα» του Θόδωρου Μαραγκού. Η τελευταία του κινηματογραφική εμφάνιση ήταν στην ταινία του Βασίλη Μπουντούρη «Μπίζνες στα Βαλκάνια» (1997).
Ο Βασίλης Διαμαντόπουλος παντρεύτηκε δύο φορές, πρώτα με την ηθοποιό Τώνια Καράλη, με την οποία απέκτησε μία κόρη, και στη συνέχεια με την ηθοποιό Μαρίνα Γεωργίου, με την οποία απέκτησε ένα γιο.
Πέθανε στις 5 Μαΐου του 1999, σε ηλικία 78 ετών, από καρδιοαναπνευστική ανακοπή στη Γενική Κλινική Αθηνών, λόγω υποκεφαλικού κατάγματος του αριστερού μηριαίου που υπέστη από πτώση. Η τότε σύζυγός του, Μαρίνα Γεωργίου, δεν δέχθηκε την πρόταση της ελληνικής κυβέρνησης να γίνει η κηδεία του με δημόσια δαπάνη. Είχε δηλώσει πως «η κηδεία του θα είναι λιτή και απέριττη, όπως ο ίδιος ήθελε».