«Δεν έχει κανένα νόημα να χαϊδέψω τα αυτιά κανενός». Με αυτή τη φράση, ο πρώην πρωθυπουργός, Αντώνης Σαμαράς, ξεκίνησε την ομιλία του στο 14ο συνέδριο της Νέας Δημοκρατίας, με κύριο άξονα την ακρίβεια αλλά και το ενεργειακό.
«Ήρθα να σας μιλήσω σήμερα για αυτό που μας ενώνει όλους τους νεοδημοκράτες και ήρθα να σας μιλήσω για την πατρίδα μας. Ίσως το να μιλάς σήμερα για την πατρίδα κάποιοι θα πουν πως δεν είναι πολιτικά ορθό. Εγώ δεν είμαι με την πολιτική ορθότητα αλλά με την πολιτική αλήθεια», ανέφερε αρχικά ο Αντώνης Σαμαράς.
«Στην Ευρώπη μεγαλώνει η απόσταση της πολιτικής από τις κοινωνίες και τις ανησυχίες τους και μάλιστα σε συνθήκες πολέμου. Δεν έχει κανένα νόημα να χαϊδέψω αυτιά. Δεν θα ήμουν χρήσιμος στη χώρα ούτε στην κυβέρνηση ούτε στην παράταξη την οποία υπηρετώ εδώ και 45 χρόνια. Τα θετικά επιτεύγματα φαίνονται και αναγνωρίζονται και για αυτό η Νέα Δημοκρατία παραμένει σήμερα η κυρίαρχη πολιτική δύναμη», πρόσθεσε ο πρώην πρωθυπουργός.
«Άμεση μείωση φορολογίας»
Η ατζέντα του Αντώνη Σαμαρά για τα θέματα, ξεκίνησε με την ακρίβεια αλλά και τα μέτρα ανακούφισης για το ηλεκτρικό ρεύμα.
«Από τα δικά μας λάθη αντιμετωπίζονται, όπως έγινε τώρα με τους λογαριασμούς στο ηλεκτρικό ρεύμα. Λάθη τα οποία καλώς σήμερα διορθώθηκαν. Εξαγγέλθηκαν μέτρα, υπάρχει ανακούφιση. Το ζήτημα είναι από εδώ και μπρος να υπάρξει μόνιμη λύση, ελληνική και κυρίως ευρωπαϊκή. Το θέμα είναι να υπάρχει αλλαγή στη φορολόγηση. Οι έκτακτες επιδοτήσεις δεν μπορεί να είναι μόνιμη λύση γιατί ασφαλώς δεν είναι μόνον οι τιμές ενέργειας, αλλά είναι και οι πρώτες ύλες και τα λοιπά, που παραμένουν εξαρτημένες», τόνισε ο Αντώνης Σαμαράς.
«Λάθος η απότομη στροφή στην πράσινη ενέργεια»
Στη συνέχεια ο κύριος Σαμαράς τόνισε πως ήταν λάθος η ενεργειακή «στροφή» που πήρε η Ευρώπη, με αφορμή και τον πόλεμο στην Ουκρανία και την αποκοπή από το ρωσικό αέριο.
«Ήταν ακόμα λάθος γιατί στηρίχθηκε στο μύθο ότι μπορούμε τάχα, ταχύτατα να αντικαταστήσουμε τους υδρογονάνθρακες με τον ήλιο και τον άνεμο. Δυστυχώς αυτό μπορεί να γίνει αλλά όχι τόσο γρήγορα. Είχα καλέσει τότε δημόσια την Ευρώπη να οργανώσουμε την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων στην Ανατολική Μεσόγειο χαρακτηρίζοντας μάλιστα αυτά τα κοιτάσματα ευρωπαϊκά. Όμως κάποιοι τότε είχαν δεύτερες σκέψεις και άλλα συμφέροντα και έκαναν πως δεν άκουγαν. Και η επόμενη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, όπως όλοι ξέρουμε, αδράνησε και αυτό ήταν λάθος. Δεν κρύβω ότι ακόμα και τα τελευταία 2,5 χρόνια αργήσαμε, αργήσαμε και εμείς να αξιοποιήσουμε τα ελληνικά ενεργειακά κοιτάσματα. Σφάλμα εκείνο που ειπώθηκε ότι δεν μας ενδιαφέρει να τρυπήσουμε το βυθό των θαλασσών. Γιατί εμείς λέει είμαστε με την πράσινη ενέργεια», πρόσθεσε ο Αντώνης Σαμαράς.
Και συνέχισε, λέγοντας: «Πριν λίγες μέρες βέβαια ο πρωθυπουργός πολύ σωστά ανακοίνωσε ότι θα επιταχυνθούν οι έρευνες για τους υδρογονάνθρακες αλλά οι εταιρείες δηλώνουν απρόθυμες και η ζημιά έχει γίνει. Kαι πρέπει να διορθωθεί η ζημιά. Πρέπει όμως να διορθωθεί και το λάθος της άμεσης απολιγνιτοποίησης έως το 2024».
«Κάποιοι λέγανε πως δεν έπρεπε να εγκαταλείψουμε το άρμα της Γερμανίας»
Παράλληλα, ο Αντώνης Σαμαράς επέκρινε ανοιχτά κάποιους που τάχθηκαν κατά των εξοπλιστικών σχέσεων της Ελλάδας με τη Γαλλία.
«Το γνωστό λόμπι του κατευνασμού, που έχει διεισδύσει σε όλα τα πολιτικά κόμματα, δηλαδή οι οπαδοί και οι θεωρητικοί της εύκολης τακτοποίησης των εθνικών μας θεμάτων που ζητούσαν να μην πάρουμε πλοία ανοιχτής θαλάσσης και να μην υπογράψουν τη συμφωνία με τη Γαλλία. Γιατί δεν έπρεπε λέει να εγκαταλείψουμε το άρμα της Γερμανίας. Δηλαδή μας έλεγαν να μην πάμε με τη μόνη χώρα που μας στηρίζετε ανοιχτά, τη Γαλλία, για να μην εγκαταλείψουμε τη χώρα που δεν μας στηρίζε, τη Γερμανία. Ωραία πολιτική συμμαχιών», τόνισε ο πρώην πρωθυπουργός.
Στη συνέχεια, εξαπέλυσε επίθεση κατά της Άνγκελα Μέρκελ, σχολιάζοντας: «Διαφώνησα ευθέως με την επανέναρξη των διερευνητικών επαφών. Δεν διαφωνούσα γενικά να συζητούμε με την Τουρκία. Διαφωνούσα με ανεπίσημο διάλογο την ώρα που συνεχιζόταν και κλιμακώνονταν οι προκλήσεις και τα τετελεσμένα του Ερντογάν. Και έτσι ο Ερντογάν κατάφερε τελικά να αποφύγει τις κυρώσεις όπως ακριβώς επεδίωκε και ήθελε η κυρία Μέρκελ».