Το αποτέλεσμα της έρευνας για το σκάνδαλο του μολυσμένου αίματος δημοσιοποιήθηκε σήμερα κάνοντας λόγο για μια αλήθεια που συγκαλήφθηκε.
Ευθύνες στις βρετανικές Αρχές καταλογίζει η έρευνα για το σκάνδαλο του μολυσμένου αίματος που χορηγήθηκε σε ασθενείς και στοίχισε τη ζωή σε σχεδόν 3.000 ανθρώπους στη Μεγάλη Βρετανία από τη δεκαετία του ’70 έως και εκείνη του ’90.
Επί είκοσι χρόνια, χιλιάδες άνθρωποι που έπασχαν από αιμορροφιλία ή υποβλήθηκαν σε χειρουργική επέμβαση, μολύνθηκαν από τους ιούς της ηπατίτιδας C και του HIV, από το αίμα που τους μεταγγίστηκε.
«Το εύρος αυτού που συνέβη είναι τρομακτικό», σχολίασε στην έκθεση των 2.500 σελίδων ο πρώην δικαστής Μπράιαν Λάνγκσταφ, στον οποίο ανατέθηκε το 2018 η διεξαγωγή αυτής της τεράστιας δημόσιας έρευνας.
Χιλιάδες καταθέσεις
Χρειάστηκαν επτά χρόνια, καταθέσεις από χιλιάδες μάρτυρες και η μελέτη δεκάδων χιλιάδων εγγράφων για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η αλήθεια «αποσιωπήθηκε επί δεκαετίες» και ότι το σκάνδαλο «θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί».
«Αυτή η καταστροφή δεν ήταν τυχαία. Οι μολύνσεις συνέβησαν επειδή οι αρμόδιοι –οι γιατροί, οι υπηρεσίες διαχείρισης του αίματος και οι διαδοχικές κυβερνήσεις– δεν έδωσαν προτεραιότητα στην ασφάλεια των ασθενών», τόνισε ο Λάνγκσταφ στην ανακοίνωσή του.
Λόγω έλλειψης αίματος, το δημόσιο σύστημα υγείας της Βρετανίας, το NHS, στράφηκε σε Αμερικανούς προμηθευτές οι οποίοι πλήρωναν τους αιμοδότες, μεταξύ αυτών ήταν κρατούμενοι σε φυλακές και μέλη άλλων ομάδων υψηλού κινδύνου. «Η αντίδραση των Αρχών απλώς επιδείνωσε την οδύνη των θυμάτων», πρόσθεσε ο δικαστής.
Μακρά λίστα αστοχιών
Η έκθεση για τη «χειρότερη ιατρική καταστροφή» στην ιστορία του NHS καταγράφει μια μακρά λίστα αστοχιών των αρχών. Το NHS δεν ενημέρωσε παρά μόνο όταν ήταν πολύ αργά τους ασθενείς που μολύνθηκαν, κάποιες φορές έπειτα από χρόνια. Παράλληλα, οι αρχές δεν απέσυραν τα προϊόντα αίματος όταν εκφράστηκαν αμφιβολίες για την ποιότητά τους.
Το NHS δεν επιδίωξε ενεργά να μειώσει τις εισαγωγές αίματος από τις ΗΠΑ και ταυτόχρονα οι δωρεές αίματος στη Βρετανία δεν ελέγχονταν επαρκώς.
Στην έκθεση επισημαίνεται η ευθύνη των διαδοχικών κυβερνήσεων που καθυστέρησαν να αντιδράσουν όταν ξέσπασε το σκάνδαλο.
«Είναι καιρός πλέον να αναγνωρίσουμε σε εθνικό επίπεδο αυτήν την καταστροφή και να χορηγήσουμε μια δίκαιη αποζημίωση σε όσους υπέστησαν βλάβη», ανέφερε ο Λάνγκσταφ.
Αποζημιώσεις στα θύματα
Ορισμένα από τα θύματα έλαβαν μια πρώτη αποζημίωση ύψους 100.000 λιρών το 2022, όταν δημοσιοποιήθηκε μια ενδιάμεση έρευνα. Αλλά το συνολικό ύψος της αποζημίωσης θα ανακοινωθεί αυτήν την εβδομάδα και αναμένεται ότι θα ανέλθει σε πολλά εκατομμύρια.
Η σημερινή είναι μια «αξιομνημόνευτη ημέρα», σχολίασε σε συνέντευξη Τύπου ο Άντριου Έβανς, ο ιδρυτής της οργάνωσης “Tainted Blood” («Μολυσμένο Αίμα»), αιμορροφιλικός που μολύνθηκε από τον HIV και την ηπατίτιδα C όταν ήταν πέντε ετών. «Κάποιες φορές είχαμε την εντύπωση ότι φωνάζαμε στο κενό, αυτά τα τελευταία σαράντα χρόνια. Αυτό που συνέβη σήμερα αποδεικνύει ότι κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί στη Βρετανία», πρόσθεσε.
Ο πρόεδρος της ένωσης αιμορροφιλικών Heomophilia Society, Κλάιβ Σμιθ, εξέφρασε τη λύπη του επειδή, λόγω της καθυστέρησης πολλών ετών, «δυστυχώς (…) πολλοί είναι εκείνοι που δεν θα δικαιωθούν».
Χρησιμοποιούσαν παιδιά ως πειραματόζωα
Ένας επιζών ασθενής είπε στο BBC ότι του φέρθηκαν σαν να ήταν «πειραματόζωο».
Οι δοκιμές αφορούσαν παιδιά με διαταραχές της πήξης του αίματος, ενώ οι οικογένειες συχνά δεν είχαν συναινέσει να συμμετάσχουν στην έρευνα.
Σύμφωνα δε με το BBC, η πλειονότητα των παιδιών που συμμετείχαν σε αυτές τις κλινικές δοκιμές είναι πλέον νεκρά.
Έγγραφα δείχνουν επίσης ότι γιατροί σε κέντρα αιμορροφιλίας σε όλη τη χώρα χρησιμοποιούσαν προϊόντα αίματος παρά το γεγονός ότι θα μπορούσαν να είναι μολυσμένα.
Η έλλειψη προϊόντων αίματος στο Ηνωμένο Βασίλειο κατά τις δεκαετίες του 1970 και του 1980 σήμαινε ότι εισάγονταν από τις ΗΠΑ. Αυτό είχε ως συνέπεια το πλάσμα για τις θεραπείες να προέρχεται από δότες υψηλού κινδύνου (κρατούμενους, τοξικομανείς κλπ.) και να έχει μολυνθεί με δυνητικά θανατηφόρους ιούς, συμπεριλαμβανομένης της ηπατίτιδας C, η οποία προσβάλλει το ήπαρ με αποτέλεσμα την κίρρωση και τον καρκίνο, και τον ιό του HIV.
Ένα προϊόν αίματος, γνωστό ως «Παράγοντας VIII» (Factor VIII), φάνηκε ότι είναι εξαιρετικά αποτελεσματικό στη διακοπή της αιμορραγίας, αλλά ήταν επίσης ευρέως γνωστό πως ήταν μολυσμένο με ιούς.
Όπως αναφέρει το BBC, ο Luke O’Shea-Phillips, 42 ετών σήμερα, έχει ήπια αιμορροφιλία – μια διαταραχή της πήξης του αίματος που σημαίνει ότι μελανιάζει και αιμορραγεί πιο εύκολα από τους περισσότερους. Κόλλησε ηπατίτιδα C ενώ νοσηλευόταν σε νοσοκομείο στο κεντρικό Λονδίνο, λόγω μιας μικρής τομής στο στόμα του, σε ηλικία τριών ετών, το 1985. Έγγραφα που είδε το BBC δείχνουν ότι του δόθηκε σκόπιμα το προϊόν αίματος -το οποίο ο γιατρός του ήξερε ότι μπορεί να ήταν μολυσμένο- ώστε να μπορέσει να εγγραφεί σε μια κλινική δοκιμή. Ο γιατρός ήθελε να μάθει πόσο πιθανό ήταν οι ασθενείς να κολλήσουν ασθένειες από μια νέα έκδοση θερμικά επεξεργασμένου Παράγοντα VIII. Αν και δεν είχε λάβει ποτέ θεραπεία για την κατάστασή του στο παρελθόν, ο Luke πήρε τον Παράγοντα VIII για να σταματήσει η αιμορραγία στο στόμα του.