Μέρος της κατάθεσης του άντρα της άτυχης Καρολάιν αποκάλυψε ο τηλεοπτικός σταθμός Alpha. Όπως ανέφερε ο 32χρονος πιλότος, «πρέπει να μας πήρε ο ύπνος μεταξύ 01:15 με 01:30. Εγώ ξύπνησα όταν άκουσα το τρίξιμο από το πόμολο της πόρτας. Δεν κατάλαβα τι ώρα ήταν ακριβώς. Όταν άνοιξα τα μάτια μου, είδα να μπαίνουν στο δωμάτιο τρεις άνδρες. Με πλησίασε αυτός με το πιστόλι και πριν μου πει οτιδήποτε, του είπα: “Στο σαλόνι υπάρχουν 10.000 ευρώ μετρητά. Σε παρακαλώ μην μας πειράξεις”».
Τότε ο 32χρονος σκούντηξε την Καρολάιν να ξυπνήσει. Μόλις είδε τους ληστές, άρχισε να ουρλιάζει. Τότε ο δεύτερος δράστης με το ασημένιο πιστόλι κατευθύνθηκε προς την 20χρονη. «Ο κοντός πήγε πάνω στη γυναίκα του, τη γύρισε μπρούμυτα με μια απότομη λαβή και της γύρισε το κεφάλι προς το στρώμα ή το μαξιλάρι. Μόλις πήγα να αντιδράσω, μου κόλλησε το πιστόλι στη δεξιά πλευρά του λαιμού του, ρίχνοντάς με στη συνέχεια στο πάτωμα», ανέφερε ο 32χρονος πιλότος.
Οι δράστες μιλούσαν καλά ελληνικά, όμως κάποια στιγμή μίλησαν σε μια γλώσσα που του θύμιζε βουλγάρικα ή αλβανικά. «Επειδή μου είχαν δέσει το στόμα, κάποια στιγμή έχασα τις αισθήσεις μου τελείως. Όταν ξύπνησα δεν άκουγα τίποτα. Δεν ήξερα πόση ώρα είχε περάσει, δεν μπορούσα να καταλάβω αν είχε ξημερώσει ή όχι».
Τον έναν από τους δράστες, τον πιο κοντό, τον είδε στο πρόσωπο όταν κατέβηκε αυτό που φορούσε και μπόρεσε να τον παρατηρήσει: «Έχει σαρκώδη χείλη και έντονη μύτη, στρογγυλό και αξύριστο, ανοιχτόχρωμο πρόσωπο (όχι όπως το δικό μου που είμαι ξανθός) και έντονα μάτια. Κατάλαβα ότι είναι άνω των 35 ετών. Ήταν περίπου 1,70μ. και ψωμωμένος, δηλαδή γυμναζόταν και έχει πλάτες».
Ο 32χρονος αναφέρεται και στη στιγμή που συνειδητοποίησε ότι η Καρολάιν ήταν νεκρή: «Όταν σηκώθηκα είδα τη γυναίκα μου μπρούμυτα στο κρεβάτι, ακίνητη. Τα χέρια της ήταν δεμένα πίσω από την πλάτη της με κάποιο ρούχο και η κόρη μας ήταν δίπλα ξύπνια, αλλά δεν έκλαιγε. Αγκάλιασα τη γυναίκα μου και την κόρη μας κλαίγοντας και τότε ο αστυνομικός μου είπε “έχει φύγει, προσπάθησε να ηρεμήσεις”. Εννοώντας πως είναι νεκρή. Ήμουν σοκαρισμένος, πήρα την κόρη μου αγκαλιά και κατέβηκα κάτω».