Ένας χρόνος συμπληρώνεται σήμερα από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, στις 24 Φεβρουαρίου του 2022.
Η Ρωσία ξεκίνησε το πρωί εκείνης της μέρας να σφυροκοπά με βομβαρδισμούς την Ουκρανία, με όλο τον πλανήτη να παρακολουθεί με κομμένη την ανάσα, μέχρι και σήμερα.
Σφοδρές συγκρούσεις, καταγγελίες για σφαγές και οι μάχες για ανακατάληψη εδαφών, είναι μερικά από όσα συνθέτουν τα όσα έχουμε δει αυτό τον ένα χρόνο.
Εισβολή μεγάλης κλίμακας
Την αυγή της 24ης Φεβρουαρίου, ο πρόεδρος της Ρωσίας Βλαντίμιρ Πούτιν εξαπολύει «ειδική στρατιωτική επιχείρηση» για την «αποστρατιωτικοποίηση και αποναζιστικοποίηση» της Ουκρανίας, όπως ο ίδιος λέει.
Δηλώνει ότι ενεργεί για να υπερασπιστεί τις αυτονομιστικές «δημοκρατίες» του Λουγκάνσκ και του Ντόνετσκ στο Ντονμπάς, των οποίων ανακήρυξε την ανεξαρτησία και τις οποίες υποστήριξε κατά τον πόλεμό τους για 8 χρόνια κατά του Κιέβου στην ανατολική Ουκρανία.
Ο στρατός του ξεκινά μεγάλης κλίμακας εισβολή με αεροπορικά πλήγματα σε όλη τη χώρα και την είσοδο χερσαίων δυνάμεων στον βορρά -από το έδαφος της Λευκορωσίας, συμμάχου της Μόσχας- στην ανατολή και στον νότο.
Η ρωσική επίθεση, έπειτα από μήνες διπλωματικών εντάσεων και προσπαθειών για να αποφευχθεί ο πόλεμος, πυροδοτεί έναν χείμαρρο από διεθνείς καταδίκες.
Οι δυτικοί επιβάλλουν στη Ρωσία σειρά οικονομικών κυρώσεων, που σκληραίνουν με την πάροδο του χρόνου. Η Ευρωπαϊκή Ένωση ανακοινώνει την παράδοση όπλων στην Ουκρανία, κάτι που γίνεται για πρώτη φορά, οι ΗΠΑ ότι θα αποδεσμεύσουν δισεκατομμύρια δολάρια για στρατιωτική βοήθεια.
Οι καταγγελίες για σφαγή στην Μπούτσα
Σε μερικές μέρες, τα ρωσικά στρατεύματα καταλαμβάνουν το σημαντικό λιμάνι του Μπερντιάνσκ και την περιφερειακή πρωτεύουσα της Χερσώνας, κοντά στη Μαύρη Θάλασσα, όπως και πόλεις γύρω από το Κίεβο, στο βορειοκεντρικό τμήμα της Ουκρανίας.
Ωστόσο η προσπάθειά τους να καταλάβουν την ουκρανική πρωτεύουσα προσκρούει στην αντίσταση των ουκρανικών δυνάμεων.
Στις 2 Απριλίου, η Ουκρανία δηλώνει ότι όλη η περιφέρεια του Κιέβου απελευθερώθηκε, έπειτα από ταχεία αποχώρηση των ρωσικών δυνάμεων, οι οποίες αναδιπλώνονται προς την ανατολή και τον νότο προκειμένου να “διατηρήσουν τον έλεγχο” των εδαφών που έχουν ήδη υπό την κατοχή τους εκεί.
Στην κατεστραμμένη από τις μάχες Μπούτσα, η Ουκρανία καταγγέλλει πως βρέθηκαν πτώματα αμάχων που έχουν εκτελεστεί εν ψυχρώ κείτονται στους δρόμους. Σύμφωνα με την ενημέρωση από τις ουκρανικές δυνάμεις, τα άψυχα σώματα εκατοντάδων αμάχων, ορισμένα με σημάδια βασανιστηρίων, βρίσκονται σε ομαδικούς τάφους στην μικρή αυτή πόλη της περιφέρειας του Κιέβου.
Οι εικόνες από τις σφαγές αυτές, που αποδίδονται στη Ρωσία, προκαλούν την αγανάκτηση των Δυτικών και του ΟΗΕ και οι κατηγορίες για εγκλήματα πολέμου πολλαπλασιάζονται, παρά τις διαψεύσεις της Μόσχας. Η Ρωσία δεν έχει παραδεχτεί πως διέπραξε σφαγή στην Μπούτσα, καταγγέλλοντας τις εικόνες ως σκηνοθετημένες.
Η πτώση της Μαριούπολης
Στις 21 Απριλίου, το Κρεμλίνο ανακοινώνει την κατάκτηση της Μαριούπολης, στρατηγικό λιμάνι στην Αζοφική Θάλασσα, την οποία οι δυνάμεις της πολιορκούν και βομβαρδίζουν από τις αρχές Μαρτίου, κόβοντας ζωτικής σημασίας παροχές: νερό, ρεύμα, θέρμανση.
Η κατάληψη της πόλης θα επιτρέψει στη Ρωσία να διασφαλίσει την σύνδεση μεταξύ των δυνάμεών της από την Κριμαία, την ουκρανική χερσόνησο που προσάρτησε η Μόσχα το 2014, και των αποσχιστικών περιοχών του Ντονμπάς.
Ωστόσο κάπου 2.000 Ουκρανοί πολεμιστές, οχυρωμένοι στον υπόγειο λαβύρινθο του εργοστασίου Azovstal μαζί με εκατοντάδες πολίτες, συνεχίζουν τη μάχη. Αυτοί αντιστέκονται ως τα μέσα Μαΐου, οπότε παραδίδονται.
Σύμφωνα με το Κίεβο, το 90% της Μαριούπολης καταστρέφεται και τουλάχιστον 20.000 άνθρωποι χάνουν τη ζωή τους.
Αντεπιθέσεις των ουκρανικών δυνάμεων
Στις αρχές Σεπτεμβρίου, ο ουκρανικός στρατός ανακοινώνει αντεπίθεση στον νότο και διασπά τις ρωσικές γραμμές με αιφνιδιαστική επίθεση-αστραπή στο βορειοανατολικό τμήμα της χώρας, αναγκάζοντας τον ρωσικό στρατό να εγκαταλείψει την περιφέρεια του Χαρκόβου, τόπο σφοδρών μαχών.
Στον νότο, η επιχείρησή του έχει στόχο την ανάκτηση του ελέγχου της Χερσώνας στην δυτική ακτή του Δνείπερου, την μόνη περιφερειακή πρωτεύουσα που έπεσε στα χέρια των ρωσικών δυνάμεων, στην αρχή της εισβολής τους.
Βήμα βήμα, ο ουκρανικός στρατός ενισχυμένος από δυτικά συστήματα όπλων, ανακτά τον έλεγχο δεκάδων τόπων, βομβαρδίζοντας αδιάκοπα τις αποθήκες πυρομαχικών και τις γραμμές ανεφοδιασμού των ρωσικών δυνάμεων στην περιοχή. Η γέφυρα της Κριμαίας, ένα ισχυρό σύμβολο, υφίσταται ζημιές από ισχυρή έκρηξη στις 8 Οκτωβρίου.
Παρά την προσάρτηση από τη Μόσχα στα τέλη Σεπτεμβρίου τεσσάρων κατεχόμενων ουκρανικών περιφερειών –Λουχάνσκ, Ντονέτσκ, Χερσώνα και Ζαπορίζια– έπειτα από “δημοψηφίσματα” τα οποία δεν αναγνωρίζονται από τη διεθνή κοινότητα, οι ρωσικές δυνάμεις αναγκάζονται να εγκαταλείψουν την Χερσώνα στις 9 Νοεμβρίου.
Δύο ημέρες αργότερα, η Ουκρανία ανακτά τον έλεγχο της πόλης, με τον πρόεδρο Ζελένσκι να χαιρετίζει την «ιστορική» αυτή ημέρα.
Φρικτός χειμώνας
Από τον Οκτώβριο, η Ρωσία σφυροκοπά συστηματικά τους ηλεκτροπαραγωγικούς σταθμούς και μετασχηματιστές στην Ουκρανία, με τους πυραύλους και τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη της, βυθίζοντας τον πληθυσμό στο σκοτάδι και το κρύο.
Τον Ιανουάριο, ο ρωσικός στρατός, ενισχυμένος από περίπου 300.000 εφέδρους που επιστρατεύονται από τον Σεπτέμβριο και ενισχυμένος από τους μαχητές της παραστρατιωτικής οργάνωσης Wagner, περνά στην αντεπίθεση, ιδιαίτερα στο Ντονμπάς.
Οι μάχες μαίνονται, ιδίως στα περίχωρα της Μπαχμούτ, πόλης στο ανατολικό τμήμα της Ουκρανίας, την οποία η Ρωσία προσπαθεί να κατακτήσει από το καλοκαίρι.
Μετά τα επανειλημμένα αιτήματα του Ουκρανού προέδρου και έπειτα από χρονοτριβή για καιρό λόγω του φόβου πρόκλησης κλιμάκωσης, Αμερικανοί και Ευρωπαίοι υπόσχονται στις αρχές Φεβρουαρίου στο Κίεβο την αποστολή δεκάδων βαρέων αρμάτων μάχης, προκαλώντας την οργή της Μόσχας.
Η Ρωσία και η Ουκρανία δεν έχουν δώσει αξιόπιστους απολογισμούς για τις απώλειές τους εδώ και μήνες. Σύμφωνα με τη Νορβηγία, ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει προκαλέσει τον θάνατο ή τον τραυματισμό σχεδόν 180.000 ανθρώπων στις τάξεις του ρωσικού στρατού και 100.000 στην ουκρανική πλευρά, χωρίς να υπολογίζονται 30.000 άμαχοι που έχουν χάσει τη ζωή τους.